LOGO IM 15

Ομιλία Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου

π. Παύλου Ζαφειρακόπουλου

Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Αγίων Αποστόλων Περιθωρίου

με θέμα

ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΝΟΘΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ, ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗΣ ΜΑΣ "

Υπάρχουν άνθρωποι που είναι άρρωστοι πνευματικά. Μια θρησκευτικότητα που στερείται και την ελευθερία και την αγάπη, τόσο απέναντι στον εαυτό μας, όσο και απέναντι στους άλλους.

Ποιά είναι η σχέση του ανθρώπου με το Θεό;

Είναι μια υπεύθυνη σχέση, και είναι μια σχέση ελευθερίας και από την πλευρά του ανθρώπου και από την πλευρά του Θεού. Ο άνθρωπος στο Θεό πηγαίνει ελεύθερα. Τί σημαίνει ελεύθερα; Σημαίνει υπεύθυνα. Σημαίνει ότι πηγαίνει εν επιγνώσει. Σημαίνει ότι δεν ζητάει από τον Θεό να του κάνει το κέφι του, αλλά ζητάει να γνωρίσει την αλήθεια και το πρόσωπο του Θεού. Πηγαίνει υπεύθυνα, που σημαίνει, πηγαίνει γιατί εμπιστεύεται το πρόσωπό Του και το Λόγο Του, και το εμπιστεύεται «κατά πάντα και διά πάντα». Δεν ζητάει από το Θεό, σαν τον Φαρισαίο, να είναι μάρτυρας της καλοσύνης του και της αρετής του. Γιατί; Γιατί η συναίσθηση της ευθύνης έρχεται να μας φανερώσει πόσο άρρωστοι είμαστε πολλές φορές. Γιατί άρρωστος είναι ο άνθρωπος που λειτουργεί εγωιστικά, άρρωστος είναι ο άνθρωπος που δεν είναι Αγάπη, όσο κι αν λέει ότι έχει αγάπη. Γιατί αυτό που λέμε ότι έχουμε, το διαψεύδει η καθημερινότητά μας. Η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό λοιπόν, είναι μια σχέση ευθύνης του ανθρώπου. Ο άνθρωπος πηγαίνει όντως στο Θεό και πηγαίνει γιατί Τον εμπιστεύεται. Τον αγαπά. Τί σημαίνει Τον εμπιστεύεται; Δηλαδή και σε μια αρρώστια και σε μια δοκιμασία και σε ένα θάνατο.

 Εμείς, όμως, που δεν κατανοήσαμε τη σχέση μας αυτή, ουσιαστικά δεν εμπιστευόμαστε τον Θεό. Νομίζουμε ότι ο Θεός τότε τα λέει καλά, όταν συμφωνεί μαζί μας, γιατί ακριβώς έχουμε μια λάθος θεώρηση. Εμπιστεύομαι, λοιπόν, την αγάπη του Θεού και δεν πηγαίνω στον Θεό με το ζόρι. Ο Θεός, ούτε εμένα ούτε εσάς έχει ανάγκη. Υπήρχε πριν από μας και μπορεί να υπάρχει και χωρίς εμάς. Κι είναι σημαντικό να το καταλάβουμε. Γιατί μερικές φορές θεωρούμε ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος σε μας, γιατί νηστεύουμε, γιατί πάμε στην εκκλησία. Είναι γνωστή η φράση που προέρχεται από τα χείλη, πολλές φορές, ευσεβών ανθρώπων: «Γιατί, Θεέ μου, σε μένα;». Δηλαδή, γιατί όχι σε σένα; Γιατί σε μένα; Τί σημαίνει αυτό το ερώτημα; Πόσο λίγο εμπιστευόμαστε. Και δεν καταλάβαμε κάτι. Ακριβώς γι’ αυτό σε μας. Γιατί έχουμε οικοδομήσει μια λαθεμένη οικοδομή και επειδή ο Θεός μας αγαπάει δεν μας αφήνει στην πλάνη μας και μας παραχωρεί τη δοκιμασία, που φέρνει στην επιφάνεια ποιοι πραγματικά είμαστε.

Είναι πολύ σημαντικό, λοιπόν, να προσέξουμε μήπως η πίστη μας είναι αρρωστημένη. Γιατί επηρεάζει την κατάσταση του σπιτιού μας, επηρεάζει την αγωγή που δίνουμε στα παιδιά μας και πολλές φορές εξηγεί γιατί είναι αποτυχημένη αυτή η αγωγή, όταν εμείς προσπαθούμε να διορθώσουμε το έργο του Θεού. Έτσι λοιπόν, είναι πάρα πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι μια υγιής σχέση του Θεού με τον άνθρωπο έχει αυτά τα δύο θεμέλια. Την ελευθερία του ανθρώπου, που πηγαίνει ελεύθερα στον Θεό, γιατί Τον αγαπά και Τον εμπιστεύεται, και την αγάπη του Θεού.

Είμαστε παιδιά της εποχής μας: ναι σε όλα, μέσα σε τίποτε. Ευθύνη για τίποτε, δικαιώματα σε όλα. Κόπος για κανένα θέμα, απόλαυση των πάντων. Τότε, στην εποχή Του, ο Χριστός είπε την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου "σε μερικούς που ήταν σίγουροι για την ευσέβειά τους και περιφρονούσαν τους άλλους. Σήμερα κάτι τέτοιο (η ευσέβεια δηλαδή) όχι απλώς δεν είναι λόγος και αιτία διαφοροποίησης, αλλά, για τους περισσότερους ανθρώπους, αποτελεί πιθανότητα να τους "κατηγορήσουν" ότι σχετίζονται με την εκκλησία, και άρα είναι... “θρησκόληπτοι» ή "θεούσες".

Τότε ιδανικό της κοινωνίας ήταν ο Φαρισαίος. Σήμερα είναι ο Τελώνης. Τότε καυχιόταν ο άνθρωπος για την τήρηση του θελήματος του Θεού. Σήμερα καυχιέται ο άνθρωπος για την παράβαση του θελήματος του Θεού. Τότε ο Θεός κανόνιζε την ζωή των ανθρώπων. Σήμερα ο καθένας γίνεται θεός της ζωής του και "φωνάζει" ότι δεν του χρειάζεται ο Θεός.

Συνειδητά ή ασυνείδητα πλέον οι άνθρωποι δεν κινδυνεύουν από τον εγωισμό του Φαρισαίου, αλλά από τον... φαρισαϊσμό του Τελώνη! Σήμερα ο άνθρωπος καυχιέται για την αμαρτία του. Η αμαρτία του, του έγινε προσδιορισμός ελευθερίας και μπαίνοντας σε μια λογική αντιπαλότητα με τον Θεό, ότι αυτός είναι ο δρόμος που θα τον κάνει ευτυχισμένο!

Κάθε ανθρώπινη καρδιά την ευτυχία ψάχνει. Κάποιοι την ψάχνουν μαζί με τον Θεό. Κάποιοι άλλοι χωρίς Αυτόν και μακριά Του.

 Αυτός που είναι κοντά μπερδεύει πολλές φορές την αρετή και την κάνει σκοπό αντί για μέσον. Δηλαδή "χάνει απ’ τα μάτια του" τον Θεό και προσέχει και μένει στον δρόμο, με τον οποίον θα Τον φτάσει. Αντί να βλέπει το λιμάνι στο οποίο κατευθύνεται, "χαζεύει" μεσ' το πλοίο, με το οποίο ταξιδεύει και καμαρώνει και γι’ αυτό! Ξεχνάει την
σοφή παροιμία που λέει: Αν ξεχάσεις το λιμάνι στο οποίο κατευθύνεσαι, μπορεί να χαθείς.

Ο Χριστός είναι η Αλήθεια. Η τήρηση του θελήματος Του είναι ο τρόπος να αληθεύει η ζωή μας. Είναι το φάρμακο της θεραπείας μας.  Είναι το φως για να Τον συναντήσεις.

Το να μη είμαι άρπαγας. Το να μη είμαι μοιχός. Το να μη αδικώ και φθονώ. Το να νηστεύω και να προσεύχομαι, αποτελούν τον δρόμο και τον τρόπο να αρχίσει να αληθεύει η ζωή μου και να μοιάζει του Χριστού. Δεν είναι αυτοκαταξίωση ποιότητας ούτε για μας, ούτε για τα μάτια των άλλων.

Αυτός που είναι μακριά από τον Θεό, θα λέγαμε ο σύγχρονος Τελώνης, καμία σχέση δεν έχει με τον τότε Τελώνη. Ο τωρινός καμαρώνει που είναι άδικος και μοιχός. Ειδικώς το δεύτερο το θεωρεί σύγχρονη άνεση και εξυπνάδα. "Οι επιθυμίες του δεν μπορούν να περιμένουν". Είναι άνθρωπος των... ευκαιριών, και  δεν μας απασχολεί αν είναι ηθικό δεν θεωρεί επωφελές το να "πηγαίνει με τον Σταυρό στο χέρι".

Άλλωστε, όπως λέει, είχαμε και αυτούς τους... υποκριτές τους χριστιανούς. Εντάξει, μπορεί τίποτε να μη τηρώ από το θέλημα του Θεού, αλλά είμαι... ειλικρινής.

 Έρχεται ο Χριστός και θέλει, σαν καλός γιατρός, που νοιάζεται τους ασθενείς του, να μας μάθει ποιο είναι το σωστό και υγιές και με ποιο τρόπο επιτυγχάνεται.

Θέλει να μας προτείνει τις αρετές του Φαρισαίου και το φρόνημα του Τελώνη. Ο Φαρισαίος κάνει λάθος στις αξιολογήσεις των αρετών, ουσιαστικά τις γελοιοποιεί, και τις κάνει ανεπιθύμητες για τους ανθρώπους. Ο Τελώνης κάνει μεν λάθος στον τρόπο ζωής του, όμως το αντιλαμβάνεται και το αναγνωρίζει. Τον Χριστό, όσον αφορά τα έργα και τα λόγια μας, Τον απασχολούν τα έργα. Όσον αφορά, όμως, την ψυχική τοποθέτηση του καθενός μας, απέναντι στα έργα και λόγια, Τον απασχολεί η αξιολογική ομολογία μας: "Ό Θεός ιλασθητί μοι" (Λουκ. 18,13)

Δηλαδή, θέλει από μας τα έργα του Φαρισαίου και το φρόνημα του Τελώνη. Θέλει, όταν κάνουμε κάτι καλό να το αξιολογούμε σωστά. Θέλει, όταν δεν κάνουμε κάτι καλό να μη στρεβλώνουμε την ψυχή μας προκειμένου να το υπερασπιστεί, αλλά να αναγνωρίσουμε το λάθος μας.  "Οι χριστιανοί να μη συγκρίνουν τον εαυτό τους με τον διπλανό, αλλά με τον ουρανό".

Ταπείνωση, λοιπόν, είναι όχι η μιζέρια ενός ύφους και δύο λόγων απαξίωσης του εαυτού μας! Ταπείνωση είναι η ψυχική αρετή που κρατάει σε συνοχή όλον τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου. Ταπείνωση είναι δύναμη να μπορείς να αναλάβεις και αυτά για τα οποία δεν ευθύνεσαι. Ταπείνωση είναι αληθής αυτογνωσία και συνείδηση των μέτρων μας. Ταπείνωση είναι ο μόνος δρόμος και τρόπος να βρούμε τον Θεό, αφού όμως πρέπει πρώτα χάσουμε την μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, και καθαρίσει μπροστά μας το τοπίο από τα είδωλα που έχουμε φτιάξει, ώστε να μπορέσουμε να δούμε το πρόσωπο του Θεού.

Τότε Αυτός θα μας "υψώσει" μέχρι τον εαυτό Του, όχι για να είμαστε πάνω από τους αδελφούς μας, αλλά για να μπορούμε μεγαλώνοντας να πάρουμε στην πλάτη μας και τους αδελφούς μας, και όχι να τους απορρίπτουμε "ως και ούτος...

Είναι γεγονός πως μερικοί από μας, έχουμε ακούσει ή ζήσει περιπτώσεις νοσηρών θρησκευτικών καταστάσεων. Δηλαδή επιφανειακή ευσέβεια φαρισαϊκού τύπου,  και απαγορεύσεις. Σειρά εντολών και μέσα από την τήρηση αυτών, ένας πόθος για μια αυτοδικαίωση ως σεσωσμένοι εδώ και τώρα. Πίστη με μορφή συναλλαγής και επιτακτικός έλεγχος αν τηρήθηκαν τα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Προφητολαγνεία για το αν ήρθε ο αντίχριστος  ως κεντρικό ζήτημα ζωής και ακόμη ερωτήματα αν ορισμένα παιχνίδια ή συσκευές έχουν μέσα το διάβολο.

Η προσέγγιση είναι σε λανθασμένη βάση και επικεντρώνεται, όχι στο πνευματικό μέρος, όπως θα έπρεπε, αλλά στην ανθρώπινη περιέργεια. Αυτές οι νοσηρές καταστάσεις θρησκευτικότητας έχουν ως αποτέλεσμα η ζωντανή πίστη και σχέση με τον Χριστό να μετατρέπεται σε μια ιδεολογία.

Και είναι σαφές, ότι στην ιδεολογία αδρανοποιείται ή καταργείται η πραγματική αγαπητική σχέση και ενεργοποιείται το εγωιστικό πείσμα ν' αλλάξω τον άλλον, κάτι που αγγίζει τα όρια της μισανθρωπίας.

Παρατηρούμε τις αμετακίνητες βεβαιότητες των θρησκόληπτων, που νομίζουν ότι θα ανοίξουν το κεφάλι του άλλου να τοποθετήσουν μέσα πίστη, ως ζηλωτές«ου κατ’ επίγνωσιν».

Απο τη στιγμή που μπαίνουμε στη διαδικασία, να βλέπουμε μόνο τον παράδεισο και όχι το Χριστό είμαστε άρρωστοι. Πότε θα κατανοήσουμε ότι η Βασιλεία των ουρανών χαρίζεται από το Χριστό και δεν κερδίζεται, όπως ακούμε συνεχώς; Είναι προσφορά αγάπης, η οποία δίδεται δωρεάν και προκλητικά και εξαρτάται από την δική μας συγκατάθεση και δεκτικότητα, και φυσικά η άρνηση είναι το σκοτάδι και η απομόνωση.

Η πρόταση του Χριστού είναι η όντως ζωή και η κατά χάριν θέωση μέσα από την ένωση μαζί του, η οποία δεν επιβάλλεται,αλλά αντίθετα δίδεται και προσφέρεται σε όλους μας. Σε αντιδιαστολή με τις θρησκευτικές τακτικές, που επιβάλουν συνεχώς απαγορεύσεις με επιμονή. Συνταγές σωτηρίας, εξωτερικά “πρέπει” και τήρηση εντολών.

Τι ΔΕΝ θα φορέσεις, πού ΔΕΝ θα πας, τί ΔΕΝ θα κάνεις. Για ελευθερία ούτε λόγος καλουπώνουμε την επιθυμία του ανθρώπου σε συνταγές αντί να την διαπαιδαγωγήσουμε εν Χριστώ και να τις δώσουμε την πρόσκληση για την κατά χάριν Θέωση, που είναι προορισμένη μέσα από την προσωπική σχέση με τον ίδιο τον Θεό μέσα από τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Κι αυτά έχουν ως συνέπεια την κατάργηση της ελευθερίας του ανθρώπου. Και δεν εννοούμε, φυσικά, ότι θα πηγαίναμε ποτέ στην Θεία Λειτουργία με τα χειρότερα ρούχα, αλλά, όπως αν πηγαίναμε και σε μια δεξίωση, θα βάζαμε τα καλύτερα. Αυτό που καυτηριάζουμε στο συγκεκριμένο παράδειγμα, είναι η υπερβολή του ευσεβισμού, με συγκεκριμένο τρόπο ντυσίματος, που συναντάμε πολλές φορές στους αιρετικούς και στους ανθρώπους που βρίσκονται στην πλάνη του θρησκευτικού ναρκισσισμού.

Το ερώτημα που μπορεί να τεθεί, είναι το εξής:

Τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά, με την Ορθόδοξη πατερική διδασκαλία και το μήνυμα του ευαγγελίου; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Απολύτως καμία.

Είναι απίστευτο το γεγονός όλων αυτών των καταστάσεων. Αυτά που δεν επιβάλλει ποτέ ο Θεός στον άνθρωπο, να τα επιβάλλουν κάποιοι θρησκευόμενοι άνθρωποι στους συνανθρώπους τους. Μόνος του ο πιστός, μέσα από τη σχέση του με το Χριστό θα καταλάβει τί έχει ανάγκη και τί θα αποβάλει. Η σχέση με τον αγαπημένο σε αλλάζει και όχι κάποιες ταμπέλες. Οι εντολές είναι σημεία συνάντησης Θεού και ανθρώπου, αλλά προϋποθέτουν επιθυμία, άνοιγμα της καρδιάς και ταπείνωση, ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος να μπει στην σχέση οντολογικά και όχι υποκριτικά.

Και είναι δεδομένο ότι πρέπει να διαγνώσουμε τα νοσήματα για να μπορούμε να τα θεραπεύσουμε. Το ζητούμενο είναι να βλέπεις τα προβλήματα, όμως πάντοτε στο βάθος να δείχνεις και την πραγματική ελπίδα, που είναι ο Θεός. Χωρίς μιζέρια και με αγαπητική διάθεση και πόνο για τα παιδιά μας, που δοκιμάζονται καθημερινά.

Δεν είναι αρκετό να είναι οι γονείς ευσεβείς. Πρέπει να μην καταπιέζουν τα παιδιά, για να τα κάνουν καλά με τη βία. Είναι δυνατό να απομακρύνουμε τα παιδιά απ’ τον Χριστό, όταν ακολουθούμε τα της θρησκείας με τυπικότητα και εγωισμό. Τα παι­διά δεν θέλουν καταπίεση. Μην τα εξαναγκάζετε να σας ακολουθήσουν στην εκκλησία. Μπορείτε να πείτε: «Όποι­ος θέλει, μπορεί να έλθει τώρα μαζί μου ή αργότερα». Αφήστε να μιλήσει στις ψυχές τους ο Θεός. Η αιτία που μερικών ευσεβών γονέων τα παιδιά, όταν μεγαλώσουν, γί­νονται ατίθασα κι αφήνουν και την Εκκλησία κι όλα και τρέχουν αλλού να ικανοποιηθούν είναι αυτή ή καταπίεση που τούς ασκούν οι «καλοί» γονείς. Οι τάχα «ευσεβείς» γονείς, πού είχαν τη φροντίδα να κάνουν τα παιδιά τους «καλούς χριστιανούς», μ’ αυτή την αγάπη τους, την ανθρώπινη, τα καταπίεσαν κι έγινε το αντίθετο. Πιέζονται, δηλαδή, όταν είναι μικρά τα παιδιά κι όταν γίνουν δεκαέ­ξι χρονώ, δεκαεφτά ή δεκαοχτώ, φθάνουν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αρχίζουν από αντίδραση να πηγαίνουν με παλιοπαρέες και να αισχρολογούν.

Ενώ, όταν αναπτύσσονται μέσα στην ελευθερία, βλέ­ποντας συγχρόνως το καλό παράδειγμα των μεγάλων, χαι­ρόμαστε να τα βλέπομε. Αυτό είναι το μυστικό, να είσαι καλός, να είσαι άγιος, για να εμπνέεις, να ακτινοβολείς. Η ζωή των παιδιών φαίνεται να επηρεάζεται απ’ την ακτινο­βολία των γονέων. Επιμένουν οι γονείς: «Άντε να εξομολογηθείς, άντε να μεταλάβεις, άντε να κάνεις εκείνο...». Τίποτα δεν γίνεται. Ενώ, όταν βλέπει εσένα; Αυτό πού ζεις, αυτό και ακτινοβολείς. Ακτινοβολεί ό Χριστός μέσα σου; Αυτό πηγαίνει στο παιδί σου. Εκεί βρίσκεται το μυστικό. Κι αν γίνει αυτό, όταν το παιδί είναι μικρό στην ηλικία, δεν θα χρειασθεί να κοπιάσει πολύ, όταν μεγαλώσει.

Η άρρωστη θρησκευτικότητα πολύ απέχει από τον γνήσιο Χριστιανισμό. Δημιουργεί καταστάσεις πού αντιβαίνουν στη χριστιανικότητα, τονίζουν την τυποκρατία, δη­μιουργούν «θρησκοληπτικό εγωισμό», αιρέσεις και σκάνδαλα, «αλαζονεία της αρετής.

Μια από τις παρενέργειες της «ψεύτικης, άρρωστης, νόθης θρησκευτικότητας» είναι η τυπολατρεία. Ο τύπος υπερσκελίζει την πνευ­ματικότητα και την ουσία του γνή­σιου Χριστιανισμού. Η αγάπη πολύ λίγη θέση έχει στην ψυχή του «θρη­σκευτικού ανθρώπου», του διασπασμένου, νοθευμένου αυτού τύπου και στην συνείδησή του «με συνέ­πεια να δημιουργείται μία περιδεής συνείδηση πού αγωνιά για «το άνηθο και το κύμινον» και ξεχνάει τις ουσιαστικές επιταγές του Θείου Λόγου. Φτάνει μάλιστα στο σημείο, να «θεω­ρεί την κοινωνία πώς είναι «γενεά μοιχαλίς και αμαρτωλός» και άρα αποβλητέα.

Έτσι η περιδεής συνείδηση οδη­γεί σε αντικοινωνικές συμπεριφορές. Ο «θρησκευτικός άνθρωπος» με πε­ριδεή συνείδηση γίνεται “μονόχνωτος”, κάποτε φανατικός και εκδικητικός. Μισεί τον αμαρτωλό και όχι την αμαρτία, την οποία και αντιπαρέρχεται. Το σωστό είναι το αντίθετο, δηλαδή να μισεί την αμαρτία και να συμπαθεί τον αμαρτωλό.

Άλλη έκφανση της άρρωστης θρησκευτικότητας είναι και ο θρησκοληπτικός εγωισμός, που ο χρι­στιανός φτάνει στο σημείο να ζητεί την «θρησκεία των αγγέλων», ξεχνάει το χρέος του προς τον «πλη­σίον» του.

Τρίτη σημαντική έκφανση της άρρωστης θρησκευτικότητας είναι τα κάθε είδους σκάνδαλα και οι αιρέσεις που ξεπετιούνται μέσα από το σώμα της ίδιας της Εκκλησίας.

Από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα που παρουσιάζει ή παραποιημένη ορθόδοξη θρησκευτικότητα είναι η Εικονομαχία. Ξεκίνησε από τον Λέοντα Γ' τον Ίσαυρο το 726 μ.Χ. και ταλαιπώρησε την Εκκλησία για ενάμισι περίπου αιώνα, τελειώνοντας το 842 μ.Χ. με την αναστήλωση των εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεο­δώρα. Στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ή παραποιημένη θρη­σκευτικότητα δημιούργησε την Ιερά Εξέταση με τις αλλεπάλληλες κατα­δίκες στην πυρά αυτών που θεωρήθηκαν αιρετικοί.

Η σύγχρονη κοινωνία πρέπει να δει στο πρόσωπο του χριστιανού εκείνο που ο Κύριος ονόμασε το «άλας της γης». Εκείνο που η αρχαιότης ονειρεύτηκε σαν τον «καλόν κ’ αγαθόν άνθρωπον»... Τούτο σημαίνει, όμως, ότι πριν απ’ όλα πρέπει να δώσει τουλάχιστον ό,τι δίνουν εκείνα τα πρότυπα. Αυτό είναι σωστό μόνο αν μέσα μας είναι ξεκαθαρισμένο  ότι για να είμαστε χριστιανοί πρέπει τουλάχι­στον να παρουσιάζουμε στην ζωή μας ό,τι έχει ο - έστω ιδεατός - «καλός κ’ αγαθός άνθρωπος», ό,τι έχει ή υποτίθεται ότι έχει ο αληθινός gentleman και παραπάνω, πολύ παραπάνω από αυτόν...».

«...Κι όταν ο χριστιανός δεν νοιώθει μέσα του αυτό το μήνυμα σαν εκδήλωση και καρπό της ολο­κληρωμένης διακυβερνήσεως της ζωής από την πίστη στον Χριστό, τότε ο χριστιανός αυτός δεν ένοιωσε ακόμα τι θα πει «τα πάντα και εν πάσι Χριστός ». Δεν ένοιωσε ακόμα, τι θα πει γνήσιος, αληθινός χριστιανός.

Στην ενορία, όπως και στην οικογέ­νεια ή την εργασία, παρουσιάζονται άνθρωποι με υπερβολι­κό, πιεστικό (ψυχαναγκαστικό) άγχος. Παρουσιάζουν έντονο άγχος, εμμονές, κακή διάθεση, επαναλαμβανόμενους αρνητικούς λογισμούς, ενασχόληση με λεπτομέρειες, τελειομανία, διαρκή ανησυχία, συνεχείς ελέγχους. Ανησυχούν μήπως αμάρτησαν με οποιονδήποτε τρό­πο. Κάθε μέρα, σχεδόν, αναμένουν τον ιερέα για εξομολόγηση, διάβασμα ευ­χής ή (ακόμη και τηλεφωνικά) απαιτούν διαβεβαιώσεις από τον ιερέα πώς είναι σωστά όσα πράττουν ή σκέπτονται. Με «περιδεή» συνείδηση διαρκώς φοβού­νται πως κάτι πηγαίνει ή θα πάει στρα­βά. Αν και αναγνωρίζουν πως οι σκέψεις τους λογικά δεν στέκουν, δεν μπορούν να τις υπερβούν. Τρέμουν μήπως έπεσε θείος μαργαρίτης όταν κοινώνησαν (χω­ρίς αυτό να έχει συμβεί), ή δυσφορούν εάν ο ψάλτης πει 39 αντί για 40 «Κύ­ριε Ελέησον». Θέματα τάξης, καταμέ­τρησης, καθαριότητας, είναι εξαιρετικά σημαντικά. Η σχολαστικότητά τους, η ανάγκη για συμμετρία είναι τεράστια. Οι αλλαγές τους είναι δυσά­ρεστες. Άλλες φορές ταλαιπωρούν τον ιερέα ζητώντας του να αποφασίσει ου­σιαστικά για δικά τους θέματα, που δεν ξέρουν τι θέλουν (θέτουν δίλημμα π.χ. να αγοράσουν ένα σπίτι ή όχι, να πάνε διακοπές στο βουνό ή στη θάλασσα). Η ισχυρή τάση για τελειομανία συχνά τους φέρνει σε θέση ελεγκτή για τους άλλους και αρκετοί ψυχαναγκαστικά αγχώδεις πιστοί καταλήγουν σε διενέξεις, αντιπά­θειες, απομόνωση.

Ορισμένοι πολύ αγχώδεις, ψυχανα­γκαστικοί άνθρωποι προσφεύγουν τελι­κά στον ειδικό μετά και από ενδεχόμενη παρότρυνση συγγενών, φίλων ή πνευμα­τικού. Οι άνθρωποι αυτοί εφόσον έχουν πραγματικό κίνητρο αρχίζουν «ψυχοθε­ραπεία» και ίσως λάβουν φαρμακευτική αγωγή. Οι όροι ψυχίατρος και ψυχοθεραπεία είναι ατυχείς: ως ιατροί δεν θεραπεύ­ουμε την ψυχή (πνοή του Θεού στον άνθρωπο), αλλά διαταραχές στη σκέψη, στο συναίσθημα και στη συμπεριφορά. «Ψυχοθεραπεία» εννοείται ή μέσω επικοινωνίας αυτογνωσία, συνειδητοποίηση τραυμάτων. Οι επιστημονικές έρευνες επιβεβαιώνουν πώς το άγχος σαφώς μειώνεται με τη λήψη φαρμακευτικών ουσιών πού δρουν στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Όλοι έχουμε στιγμιαία άγχος, αυξομειώνεται φυσιολογικά. Δεν είμαστε ασθενείς, όταν μετράμε πόσες σελίδες ακόμη έχει το εγκόλπιο για να τελειώσει η ακολουθία, ή αν θα τελειώσει η λει­τουργία ακριβώς στην επιθυμητή ώρα.

Μήπως απαιτούνται όρια, π.χ. άρνηση εξομολόγησης ή διαβάσματος ευχής από τον ιερέα ανά πάσα στιγμή, ή μετά από κατάχρηση στην επικοινωνία και αντί­στοιχες προειδοποιήσεις, ο ιερέας δεν απαντά σε κάθε τηλεφωνική κλήση του ψυχαναγκαστικού πιστού.

Ο υπερβολικά αγχώδης Χριστιανός, μόλις αγχωθεί ξανά, θα ψάχνει τον ιερέα ή τον άλλο πιστό, για να τον επαναδιαβεβαιώσει πως όλα είναι εντάξει. Χρειάζεται να εκπαιδευτεί σε αυτό μόνος του.

Η τελειομανία, η διογκωμένη αίσθη­ση προσωπικής ευθύνης, το ελεγκτικό ύφος (και στον ιερέα), η απόρριψη της βοήθειας του ειδι­κού, ενώ τη συστήνει ο πνευματικός, εί­ναι μορφές εγωισμού. Η άκαμπτη ανού­σια τυπικότητα με το υπερβολικό άγχος είναι μία ακόμη πτυχή του ναρκισσι­σμού. Χρειάζεται προσωπικός αγώνας και μακροχρόνια άσκηση για να ξεριζω­θεί. Οι πιστοί γνωρίζουμε το απαραίτη­το εφόδιο σε αυτήν την προσπάθεια που επιστημονικά δεν μνημονεύεται: τη Θεία Χάρη.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ό άνθρωπος, επειδή είναι άρρωστος στην  ψυχή και έχει τα διάφορα πάθη, είναι (με την σωστή έννοια του όρου) «ψυχοπαθής». Όχι με την έννοια που λέει η ψυχιατρική, αλλά σύμφωνα με την Πατερική ορολογία. Επειδή έχει πάθη, επειδή είναι άρρωστη η ψυχή του, γι’ αυτό ο άνθρωπος αυτός μπορεί να ονομαστεί «ψυχοπαθής».

Δεν είναι ανάγκη κάποιος να είναι - ας πούμε - σχιζοφρενής για να είναι ψυχοπαθής αλλά, από Πατερικής άποψης, ψυχοπάθεια υπάρχει στον άνθρωπο εκείνον, πού δεν Λειτουργεί σωστά ή ψυχή του. Η ενέργεια της ψυχής του, την οποία - όπως είπαμε προηγουμένως - την ονόμασαν οι   άγιοι Πατέρες «νοερά ενέργεια», δεν λειτουργεί σωστά.

Πολλοί από τους ανθρώπους για διάφορες δυσλειτουργίες της ψυχής τους που έχουν αντίκτυπο και στο σώμα τους, καταφεύ­γουν μόνο στους ψυχιάτρους και ψυχολόγους. Η Εκκλησία δεν απορρίπτει την επιστημονική εργασία αυτών των γιατρών. Ίσα-ίσα τη θεωρεί δημιουργική, όταν, όμως, δεν εξέρχεται των επιστημο­νικών ορίων της και δεν καταργεί το Θεό. Η πικρή αλήθεια είναι πως τα διάφορα αμαρτήματά μας δεν θεραπεύονται με τα ηρεμιστικά ούτε και με τις όντως θαυμάσιες παρεμβάσεις και αναλύσεις των ψυχολόγων και ψυχιάτρων.

Ο άνθρωπος χρειάζεται τη ζωντανή παρουσία του Κυρίου και την άφεση των αμαρτιών του, που θα του επιφέρει μια θαυ­μαστή οντολογική αλλαγή στη συμπεριφορά του. Χρειάζεται να νιώσει το Χριστό ως αδελφό του και πατέρα του. Να εμπιστευτεί τον εαυτό του στη χάρη Του με τα μυστήρια της μετάνοιας, της εξομολογήσεως και της Θείας Ευχαριστίας.

Αγαπητοί αδελφοί, η παρουσία του Χριστού στον άνθρωπο, που έχει αποφασίσει να αλλάξει ζωή, πολύ γρήγορα φέρνει την ειρήνη στην ψυχή του και του χαρίζει την ασφάλεια και μια μό­νιμη πνευματική κατάσταση χωρίς ανασφάλειες, φοβίες κτλ. Αυτή τη θεραπεία ας επιδιώξουμε. Αμήν.

Εδώ είναι που έχει ρόλο και Λόγο ή ορθόδοξη θεραπευτική. Τώρα είναι που πρέπει εμείς οι ορθόδοξοι, μέσα στην παγκόσμια τρομοκρατία και αποκτήνωση - απελπισία, να έχουμε ανοιχτά τα μάτια μας και να μά­θουμε σωστά και καλά την ορθόδοξη θεραπευτική... Να την «μάθου­με» όχι εγκεφαλικά, αλλά να την ζήσουμε. Θα πρέπει μέσα μας να έχουμε πνευματική υγεία, για να μπορέσουμε να βοηθήσουμε αυτόν τον απελπισμένο άκοσμο κόσμο, που θα μας ζητήσει βοήθεια.

Ο πατήρ Παΐσιος το έλεγε: «Θα ρθουν και θα σας πιάνουν απ’ το μανίκι και θα σας λένε “πέστε μας για τον Χριστό”».

Τι θα τους πούμε τότε για τον Χριστό; «Κοιτάξτε τι ωραίες εκκλησίες και τι ωραίες εικόνες που έχουμε»;

Αυτό δεν λέει τίποτε για αυτούς. Δεν είναι αυτά που θα τους ελκύσουν, αλλά η θεραπεία της ψυχής, που θα τους προσφερθεί μέσα από την Ορθοδοξία. Τέτοια ωραία πράγματα - έργα τέχνης, πού τα τιμούν μάλι­στα και ως είδωλα, έχουν και αυτοί.

Η Ορθοδοξία δεν θα τους κερδίσει με το να τούς προσφέρει καινούργια είδωλα, όπως θα έκανε μία οποιαδήποτε θρησκεία. Το πλεονέκτημα της Ορθοδοξίας, με το οποίο μπορεί να κατακτήσει όλον τον κόσμο, είναι ή θεραπευτική της, η μοναδική ορθόδοξη θεραπευτική, διά της οποίας και μόνο θεραπεύεται η ανθρώπινη ψυχή.

Εδώ είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, το θαυμαστό και όμορφο στην Ορθοδοξία. Ότι, όταν το κάνεις στον εαυτό σου (δηλ. θεραπευθείς με την Χάρη του Θεού), μετά γίνεσαι γιατρός και για τους άλλους... Μη σας φαίνεται παράξενο. Γίνεσαι Πνευματικός πατέρας και Πνευματική μητέρα! Κι ας μη φοράς ράσα. Αποκτάς πνευματικά παιδιά...Μπορείς να δείξεις το Φως και να βοηθήσεις και τους άλλους.

Απ’ την στιγμή που μπαίνεις στην διαδικασία να καθαρθείς και να φωτιστείς, αρχίζεις να ασκείς μία θεραπεία και στους γύρω σου. Αυτό είναι το ωραίο, το μεγαλείο της Ορθοδοξίας...Γιατί; Διότι, ουσιαστικά, γίνεσαι πλέον φορέας του Αγίου Πνεύματος και το Άγιο Πνεύμα είναι Αυτό, το οποίο ασκεί αυτήν την θεραπευτική. Δεν είσαι εσύ που το κάνεις. Ούτε στον εαυτό σου το κάνεις, ούτε στους άλλους. Ο Θεός το κάνει, το Άγιο Πνεύμα...

Αυτή είναι και η αληθινή ιεραποστολή, η ορθόδοξη ιεραποστολή. Η ορθόδοξη Εκκλησία δεν κάνει ιεραποστολή δυτικού τύπου: να στείλουμε στρατιές, για να υποτάξουμε, ουσιαστικά, τους «άπιστους»... Κάνει ιεραποστολή μέσω της θεραπευτικής. Στέλνει έναν θεραπευμένο άνθρωπο, ο οποίος μπορεί και να μη μιλάει καθόλου... μπορεί απλώς να κυκλοφορεί ανάμεσα τους...

Αυτόν, όμως, μόνο που τον βλέπει κανείς, παίρνει το μήνυμα ότι εδώ είναι ή υγεία, εδώ είναι το Φως, εδώ είναι το Άγιο Πνεύμα! Και είναι ιεραπόστολος αυτός, γιατί έχει το Φως του Θεού μέσα του. Αυτό βγαίνει και στο σώμα του, βγαίνει και στα μάτια του, βγαίνει και στην φωνή του, βγαίνει και στην αφωνία του, στην σιωπή του και παντού. Αυτή είναι η ορθόδοξη ιεραποστολή  στην καθημερινότητά μας.

Λέμε: «Εγώ πιστεύω βαθιά, μα πολύ βαθιά στον Θεό». Όταν όμως μας επισκεφθούν διάφορες δοκιμασίες, γογγύζουμε κατά της Πρόνοιας του Θεού. Τέτοιους, δυστυχώς, Χριστιανούς, άνδρες και γυναίκες, συναντούμε κάθε μέρα πολλούς. Και όμως λίγοι συναισθάνονται την αμαρτία τους και την εξομολογούνται. Η επιπόλαιη και ρηχή πίστη μερικών Χριστιανών φαίνεται προπάντων, όταν συμβεί να πάθουν κάτι ή να αρρωστήσουν.

Περνούν μια ζωή μαρτυρική. Βλέπουν ένα γεγονός και υποπτεύονται αμέσως το κακό. Νηστεύουν μία μέρα και αισθάνονται δήθεν τα γόνατά τους να τρέμουν. Άλλοτε πάλι ξεροβήχουν, διότι νομίζουν ότι έχουν κολλήσει αρρώστια. Δεν προφταίνει να περάσει η μία ιδέα και τη διαδέχεται η άλλη. Αυτά τα άτομα αποτελούν παθολογικά φαινόμενα λυπηρά, που μόνο μία πίστη βαθιά στον Κύριο θα μπορούσε να τα απαλλάξει από την κατάσταση αυτή και να τα κάνει να αισθανθούν τη χαρά της ζωής.

Αναφέρω παραδείγματα μερικών Χριστιανών, δήθεν πιστών. Όταν συμβεί, λόγου χάρη, να πάρουν μια γριππούλα και αδιαθετήσουν, αμέσως ανησυχούν, γίνονται ταυτοχρόνως και ιδιότροποι, νευρικοί, τυραννικοί στους άλλους. Θα πείτε, ανθρώπινη αδυναμία! Ναι, ανθρώπινη αδυναμία, αλλά που έχει την αιτία της στην ολιγοπιστία μας και πρέπει να το εξομολογηθούμε. Άλλοι πάλι, τους οποίους ο Θεός, δοκιμάζοντάς τους, επιτρέπει να μείνουν ένα χρονικό διάστημα άρρωστοι μελαγχολούν, διότι δεν μπορούν, π.χ. να πάνε στην Εκκλησία, να πάρουν μέρος στις τελετές, να νηστέψουν, να κάνουν δήθεν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Λες και το να υποταχθούν στο θέλημα του Θεού δεν ήταν καθήκον. Τόσο επιφανειακή θρησκευτικότητα έχουν.

Μην αναβάλλετε την εξομολόγησή σας, διότι το μέλλον δεν είναι δικό μας. Ο θείος Χρυσόστομος λέει σχετικά: «Κλάψε προ καιρού, για να μην κλάψεις εκεί - τώρα να μετανοείς, τότε δεν θα υπάρχει καιρός μετάνοιας - ας εργαστούμε το αγαθό όσο ακόμη μπορούμε- αν χάσουμε χρήματα, μπορούμε και πάλι να αποκτήσουμε, αν όμως χάσουμε τον καιρό, άλλον να βρούμε δεν μπορούμε»…

Ας μιλήσουμε τώρα για τους ορθοδόξους χριστιανούς που από μόνοι τους έχουν καταργήσει την ιερά Εξομολόγηση, ισχυριζόμενοι ή ότι δεν έχουν αμαρτίες και είναι καλοί άνθρωποι ή ότι εξομολογούνται μπροστά στην εικόνα του Χριστού! Μη μου πείτε ότι θα πάτε στην εικόνα να ζητήσετε συγγνώμη και θα σας δώσει απάντηση η εικόνα! Σας είπε καμιά εικόνα ποτέ λελυμένος και συγχωρημένος είσαι; Δεν συγχωρούν οι εικόνες, μόνο το πετραχήλι τού Πνευματικού, που είναι διάδοχος των Αποστόλων.

Αυτήν την εξουσία να συγχωρεί τις αμαρτίες την είχε ο Κύριος ως Θεός. Γι’ αυτό έλεγε «άφέωνταί σοι αι αμαρτίαι...  ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο Υιός τού ανθρώπου αφιέναι επί της Γης αμαρτίας...

Ο Κύριος την μετεβίβασε στους Αποστόλους και αυτοί στους Επισκόπους και δι’ αυτών στους πρεσβυτέρους. Έτσι λοιπόν η αγία μας Εκκλησία, μέσα από την Αποστολική διαδοχή, πήρε από τον Κύριο και Θεό και Σωτήρα ημών Ιησού Χριστό την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες.

Πολλοί από τους εξομολογούμενους προσέρχονται με πνεύμα ψυχαναλύσεως και όχι για να λάβουν την Χάρη του Θεού και την άφεση των αμαρτιών. Γι’ αυτό απαιτούν διάλογο, διάθεση πολλού χρόνου για συζήτηση, με λεπτομέρειες, που παίρνουν πολλές φορές την μορφή κουτσομπολιού, κατακρίσεως και - το κυριότερο - αποδίδουν ευθύνη στους άλλους.

Στην ψυχανάλυση μπορείς να αποδώσεις στους άλλους ευθύνη, γιατί το αισθάνεται ως ανάγκη η ψυχή σου. Στην Ιερά Εξομολόγηση όμως την ευθύνη θα την πάρεις εσύ για να ξαλαφρώσεις. Σημασία δεν έχει κάτω από ποιες συνθήκες έγινε η πτώσις. Σημασία έχει η αναγνώρισις του λάθους. Μπορεί όλες οι συνθήκες να ήταν αρνητικές, αλλά όταν αναγνωρίσεις ότι φταις, τότε απαλλάσσεσαι από το βάρος της ενοχής, διαφορετικά το παίρνεις μαζί σου.

Όταν ο εξομολογούμενος πέφτει στα γόνατα και καταφεύγει στο πετραχήλι του Πνευματικού, συντρίβεται, κλαίει και ζητά συγχώρηση, τότε έρχεται η ευσπλαχνία του Αγίου Θεού μέσα από το πρόσωπο του ιερέως, ο οποίος με πολλή συμπόνια και αγάπη σκύβει στον μετανοημένο αμαρτωλό άνθρωπο, του λέει τον παρηγορητικό λόγο και του χαρίζει την άφεση από τον Θεό, κι έτσι ο άνθρωπος φεύγει λυτρωμένος, σωσμένος, ανάλαφρος, ειρηνικός και χαρούμενος. Η όψις του γίνεται φωτεινή και πολλές φορές αισθάνεται μια ανεξήγητη σωματική και ψυχική ελαφρότητα.

Αυτό το φαινόμενο είναι ένα ψυχικό βίωμα ελευθερίας και λυτρώσεως, το όποιο κανένας ψυχαναλυτής δεν μπορεί να το προσφέρει στον βασανιζόμενο από ποικίλες καταστάσεις και ενοχές άνθρωπο.

Αλλά και αυτοί που εξομολογούνται συχνά, διατρέχουν ένα μικρό κίνδυνο (φαίνεται μικρός αλλά δεν είναι): να καταντήσει η Εξομολόγησίς τους μια ξηρά συνήθεια, ένας ξηρός τύπος, μια άγονη απαρίθμηση των αμαρτημάτων τους, χωρίς συντριβή. Όχι συναισθηματισμούς και κροκοδείλια δάκρυα, αλλά αληθινή μετά­νοια θέλει ο Θεός! Γι’ αυτό, πολλές φορές, μετά από μια τέτοια ξηρά απαρίθμηση των αμαρτημάτων επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια!

Στην Εξομολόγηση αφήνουμε την δική μας γνώμη στην άκρη. Γιατί καμιά φορά εξομολογούνται μερικοί και λένε: «Ξέρεις, πάτερ, έχω την γνώμη...» Τί θα πει έχω την γνώμη; Αυτό είναι σαν να λέμε: «Θεέ μου, Εσύ καλά τα λες, αλλά εγώ όμως έχω αυτή την γνώμη πώς έτσι πρέπει να γίνει»! Λοιπόν, σκύβοντας το κεφάλι δεχόμαστε με υπακοή την γνώ­μη και την συμβουλή της Εκκλησίας, όπως δίδεται από το στόμα του Πνευματικού. Η προτροπή και η απόφασις του Πνευματικού ιερέως είναι η φωνή του Θεού, είναι το θέλημά Του, είναι η εντολή Του, είναι η αγάπη Του. Δεν ζητούμε απ’ τον Πνευματικό «πιστοποιητικό αγιότητος». Το «δεν έκλεψα, δεν σκότωσα, δεν ατί­μασα» δεν έχουν σημασία και αξία. Και πολλούς κλέ­ψαμε, αδικώντας τους, και πολλούς σκοτώσαμε, συ­κοφαντώντας τους και πολλούς ατιμάσαμε, κατηγο­ρώντας τους. Δεν είμαστε αθώες περιστερές και κα­νείς δεν μας πιστεύει. Εξάλλου, αν δεν κάναμε τίπο­τε, γιατί πάμε να εξομολογηθούμε;

Η κατάκριση είναι η ταφόπλακα της αυτοσυνειδησίας, καθώς η ενασχόληση με τις αρνητικές πλευρές των άλλων εμποδίζει παντελώς την προ­σωπική αυτοσυνειδησία. Η ψευδής αρετή, μην αντέχοντας, εκθέτει τελι­κά τον εαυτό της, καθώς αυτογελοιοποιείται με την τραγική φράση: «Εγώ σε συγχωρώ, αλλά θα το βρεις από το Θεό». Η ευχή θανάτου ή τιμωρίας ελλοχεύει στην κατάκριση είναι μια αγωνιώδης ευχή να καταστραφεί κάποιος άλλος, που εκφράζει τη δική μας σκοτεινή πλευρά.

Τρέχουμε στον μάγο της φυλής, όπου θα πάμε και θα του πούμε: «Ξέρεις, κάνε μου αυτό το πράγμα (ευχή, Αγιασμό, Ευχέλαιο, ακόμη και εφτά Ευχέλαια! Διάβασε μου την φανουρόπιτα κ.τ.λ.), για να τα βρω με τον Θεό, για να αποκαταστήσω την σχέση μου μαζί Του, γιατί ο Θεός έχει θυμώσει μαζί μου». Έτσι νομίζουμε.

Αυτά είναι, βέβαια, τελείως ειδωλολατρικά και παγανιστικά, σκέτη δεισιδαιμονία. Έχουμε αλλοιώσει φοβερά την αλήθεια για το «Ποιός είναι ο Θεός», έχουμε ψεύτικη αντίληψη γι’ Αυτόν και, κατά συνέπεια, δεν ζούμε σωστά, δεν θεραπευόμαστε. Η σχέση μας, ημών των Ορθοδόξων, με τον Θεό δεν είναι αγαπητική, αλλά εμπορική, χρησιμοθηρική είναι μια σχέση στην οποία χρησιμοποιούμε του Θεό, για να περνάμε καλά εμείς. Έχει γίνει η σχέση μας με τον Θεό παρόμοια με την σχέση που έχουν οι πιστοί άλλων θρησκειών με τους δήθεν θεούς τους (δηλ. τους δαίμονες).

Εκείνοι λένε: «θα πάω στον μάγο, θα πάω στον ιερέα, τον ινδουιστή, γιόγκι κλπ... θα του δώσω και χρήματα, φρούτα κλπ....θα κάνω την θυσία μου, και εκείνος θα διαβάσει μία ειδική προσευχή, για να μου πάνε καλά τα πράγματα, για να μην έχω αρρώστιες, να πάει καλά η σοδειά μου, να πάει καλά το αυτοκίνητο μου, το χρηματιστήριο, να βρω ένα καλό παιδί να παντρέψω την κόρη μου κ.λπ.»...

Δυστυχώς έτσι συμπεριφερόμαστε πολλές φορές κι εμείς οι ορθόδοξοι. Ένα παράδειγμα που δείχνει τον βαθμό της άγνοιας και αλλοτρίωσης μας είναι το εξής: Πάμε και λέμε: «Παπά να ’ρθείς, να μου κάνεις Ευχέλαιο», έτσι..., ή «να μου κάνεις Αγιασμό». «Γιατί να σου κάμω Αγιασμό και Ευχέλαιο;» ρωτάει ο παπάς. «Ε, ...να, για το καλό», απαντάμε εμείς. Ποιό «καλό»; Δεν ξέρουμε, τι θα πει καλό.

-Γιατί, όμως, κάνουμε Εύχέλαιο;

-Το Ευχέλαιο είναι ειδικό Μυστήριο της Εκκλησίας που γίνεται όταν κάποιος είναι άρρωστος - συνδέεται άμεσα με την Εξομολόγηση, με την μετάνοια. Πώς θα ‘ρθεί ο Θεός να σε κάνει καλά, όταν εσύ δεν θέλεις να έχεις σχέση ουσιαστική μαζί Του, δεν Του αγαπάς, δεν μετανοείς, δεν αλλάζεις ζωή; Τί το θες το Ευχέλαιο; «Έτσι, απλώς για το καλό, για ευλογία... για να “τα φτιάξω” με τον Θεό», λένε κάποιοι, υποβιβάζοντας και μετατρέποντας το Ευχέλαιο σε μαγική πράξη!

Πώς θα τα φτιάξεις; Αν δεν μετανοήσεις, αν δεν ζητήσεις συγγνώμη γι’ αυτά που έχεις κάνει, πώς θα αποκαταστήσεις την κοινωνία με τον Θεό; Μήπως σκέφτεσαι πώς θα «εξευμενίσεις» έναν οργισμένο και εκδικητικό «Θεό-αστυνομικό»; Αυτή είναι μια τελείως λανθασμένη αντίληψη. Διότι, προσέξτε, ό Θεός δεν έχει ανάγκη εξευμενισμού...

Ο Θεός πάντα μάς αγαπάει.

Κι όταν είμαστε αμαρτωλοί μας αγαπάει, κι όταν είμαστε δίκαιοι, κι όταν είμαστε στην κόλαση... ακόμα και εκεί, μάς αγαπάει. Ακόμη και όταν, εξ αιτίας των βαριών μας αμαρτιών, γίνουμε δαιμονισμένοι! Ακόμη και τότε, μας αγαπάει. Μάλιστα αγαπάει όχι μόνον εμάς αλλά και τους δαίμονες... Όλους τους αγαπάει.

Ο Θεός, βέβαια, ποτέ δεν αλλάζει. Εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να αλλάξουμε, να μετανοήσουμε και να επιτρέψουμε στον Θεό, ώστε να έλθει να εργασθεί μέσα μας...

Με τις αμαρτίες που κάνουμε, χτίζουμε τείχη γύρω μας και δεν μπορεί να περάσει η αγάπη, η ενέργεια, η Χάρη του Θεού στην ψυχή μας και να μας κάνει καλά, να μας θεραπεύσει. Τότε γινόμαστε δυστυχισμένοι.

Αν δεν γκρεμίσεις αυτό το τείχος με την μετάνοια, όσα «μαγικά» και να κάνεις, δεν μπορείς να κοινωνήσεις με τον Θεό. Δεν γίνεται τίποτα.

Δυστυχώς, έτσι έχουμε καταντήσει την Εκκλησία... ένα γραφείο διαζυγίων, γάμων, και βαφτίσεων. Και έρχεται ό άλλος και σου λέει:

-«Θέλω να κάμω γάμο πάτερ. Να ορίσουμε ημερομηνία».

-«Ναι, να κάνεις γάμο, αλλά είσαι έτοιμος πνευματικά;»...Αν βρεθεί ένας τόσο υπεύθυνος ιερέας, ένας με πνευματική γνώση και ποιμαντική υπευθυνότητα, και του πει - «Εξομολογείσαι;» Θα απαντήσει:

-«Γάμο σας ζήτησα, πάτερ».

-«Ναι», κι αν λίγο επιμείνει «αλλά ξέρεις τι θα κάνεις;»

-«Ναι», λέει, «τί θα κάνω;»

-«Τί θα κάνεις; Αν δεν εξομολογείσαι, τί γάμο θα κάνεις; Πώς θα «μπεις» στο μυστήριο του γάμου, εάν πρώτα δεν έχεις «μπει» στο μυστήριο της μετάνοιας και της κάθαρσης από τα πάθη; Τίποτα δεν θα καταλάβεις. Θα έρθεις μπροστά μου σαν να είσαι ηθοποιός. Άραγε, ο κουμπάρος ξέρει τί θα κάνει;»

-«Κουμπάρος», σου λέει...«θα αλλάξει τα στέφανα και θα βγει φωτο­γραφία με τούς νεόνυμφους».

Αυτό είναι; Δεν «μπαίνει» μέσα στην θεολογία του όλου Μυστηρίου.

Έτσι έχουμε καταντήσει… να είναι τα μυστήρια ένα μέσο για να επιδειχτεί ο πλούτος μας και τίποτε περισσότερο. Μία «φιέστα»... αντί να είναι ένα συγκλονιστικό πνευματικό γεγονός μετοχής στην Θεία Χάρη.

Και, αν παρατηρήσετε, κανένας δεν προσέχει! Μία τέλεια ασέβεια. Ο δε ιερέας και οι άλλοι θεωρούνται απλώς ως οι ηθοποιοί που είναι απαραίτητοι για να παιχτεί το θέατρο!

Το γράφουν, μάλιστα, και στα προσκλητήρια. Έχω δει, κι έχω ακούσει για τέτοιου είδους προσκλητήρια: «Ελάτε στο σόου», ας πούμε, «που θα γίνει στον τάδε ναό», ναι... «και θα είναι πρωταγωνιστές οι τάδε και οι τάδε».

Η βάπτιση και ο γάμος έχουν καταντήσει, πλέον, μία θεατρική παρά­σταση, γιατί ακριβώς χάσαμε την έννοια της θεραπείας. Χάσαμε το θεραπευτικό βίωμα, που δίνει το μυστήριο του Γάμου, το μυστήριο της Βάπτισης, το μυστήριο της Μετάνοιας. Χάσαμε όλα αυτά που «παθαίνουμε», όταν προσέλθουμε με τις σωστές προϋποθέσεις στα  Άγια Μυστήρια της Εκκλησίας μας.

Ας έρθουμε όμως λιγάκι πιο κοντά σε πιο ανθρώπινα πράγματα. Τί συμβαίνει μ’ ένα ζευγάρι ανθρώπων; Πού θεμελιώνεται αυτή η σχέση κι αυτός ο γάμος; Δεν μπορεί να έχει άλλο θεμέλιο, παρά στην Ελευθερία και στην Αγάπη. Πόσες φορές επιδιώκουμε να αλλάξουμε τον άλλον, να αφομοιώσουμε τον άλλον; Αυτό σημαίνει πως δεν τον αγαπάμε. Γιατί, στην πραγματικότητα, γνώρισες έναν άνθρωπο τον αγάπησες γι’ αυτό που είναι, τώρα γιατί θες να τον αλλάξεις; Και με τί κριτήριο θέλεις; Με το κριτήριο ότι εσύ είσαι καλύτερος από εκείνον; Και γιατί αυτό το κριτήριο δεν είναι εγωιστικό, το δικό σου; Δεν υπάρχει άλλο σταθερότερο θεμέλιο από την Ελευθερία και την Αγάπη σαν θεμέλιο αυτής της σχέσης. Πολύ περισσότερο, όταν αυτή η ελευθερία κι αυτή η αγάπη μπολιάζεται στη Χάρη του Θεού.

Τί σημαίνει Ελευθερία; Σεβασμός της ετερότητας του άλλου. Βρήκες έναν άνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος είναι κάτι άλλο από σένα. Πώς αυτό το υπολογίζεις; Πόσο το εκτιμάς; Ακόμα περισσότερο πόσο θεωρείς δώρο του Θεού την ετερότητα του άλλου ανθρώπου με ότι χαρίσματα μα κι ελαττώματα, αν έχει. Εάν πραγματικά αγαπώ τον άλλον, θέλω να παραμείνει έτερος, γιατί τότε μόνο θα μπορώ να τον αγαπώ. Αν τον άλλο θέλω να τον αφομοιώσω, εάν θέλω να γίνει σαν κι εμένα, δεν τον αγαπώ, θέλω να υποτάξω την προσωπικότητά του. Κι αυτό δείχνει δύο λάθη. Ότι θεωρώ τον εαυτό μου κριτήριο, απ’ όποιον κι αν γίνεται η κίνηση αυτή και ότι δεν σέβομαι την ετερότητα του άλλου. Όπου υπάρχει αληθινή ελευθερία, υπάρχει κι αληθινή αγάπη. Κι αυτή δεν οδηγεί στην αφομοίωση ούτε στην ισοπέδωση, αλλά στην αναγνώριση του άλλου.

Πού οδηγεί μια σχέση βασισμένη στην ελευθερία και στην αγάπη; Σ’ ένα διάλογο των δύο προσώπων. Πρώτον, γιατί είναι έτεροι και δεύτερον γιατί αγαπώνται. Γι’ αυτό διαλέγονται. Κι αυτός ο διάλογος είναι ένας πλούτος. Γιατί κι ο καθένας είναι ένας πλούτος για τον άλλον, κι είναι σημαντικό να τον ανακαλύψουμε. Ο στόχος είναι η διαρκής ανακάλυψη του άλλου. Πολλές φορές νομίζουμε ότι ξέρουμε καλά τον άνθρωπό μας κι αποδεικνύεται ότι δεν τον ξέρουμε. Και πολλές φορές έχουν περάσει κάποια χρόνια κι έρχεται η κρίση. Γιατί; Γιατί αυτό που διαρκώς πιέζαμε κάποια στιγμή κάνει την έκρηξή του.

Η αμαρτία μάς έκανε μεγάλη ζημιά. Τη μεν αγάπη προς τον εαυτό μας την αύξησε, ενώ την αγάπη προς το Θεό και τον πλη­σίον τη μείωσε. Έτσι καταντήσαμε μισάνθρωποι. Το κήρυγμα πού έχει περιεχόμενο την αγάπη προς τούς εχθρούς μας, θεω­ρείται αφέλεια. Η αγάπη είναι κατάσταση, σύμφωνα με την άποψη των πολλών, των ταπεινών ανθρώπων. Εάν δείξουμε αγάπη στους άλλους, κινδυνεύουμε να χαρακτηριστούμε χαζοί κι ασήμαντοι. Δεν μπορούν να πιστεύουν οι άνθρωποι πώς προάγονται με την καλοσύνη και την ευσπλαχνία.

Πολλοί είναι οι άνθρωποι που θεωρούν ως φι­λανθρωπία την έκφραση λύπησης προς τους πάσχοντες. Ο οίκτος, ενώ επιφανειακά φαίνεται ως φι­λάνθρωπος, είναι απάνθρωπος, αφού θέτει τον απο­δέκτη σε κατώτερη θέση. Ο οίκτος εκφράζει επομένως την ανάγκη για υ­περοχή εκείνου που τον αισθάνεται και που συνή­θως σχετίζεται με τη δική του αβεβαιότητα και με τις δικές του ενοχές.

Αυτός που αγαπά γνήσια αντέχει και να μην εί­ναι πάντα αρεστός, αρκεί αυτό να απαιτείται για την καλύτερη δυνατή πορεία του άλλου. Η εποχή μας θέλει θαύματα και οι χριστιανοί εκστασιάζονται στο άκου­σμα (υποτιθεμένων πολλάκις) θαυ­μάτων.βΟ Ορθόδοξος Χριστιανός αρκείται στο θαύμα που λέγεται «Εκκλησία», αρκείται στο θαύμα της με­ταβολής του άρτου και του οίνου εις Σώμα και Αίμα Χριστού. Ζει μέσα στο θαύμα της Δημιουργίας του κόσμου και δοξολογεί αενάως τον Δημιουργόν.

Αν μονίμως ασχολείται με το αν δάκρυσε μια ει­κόνα ή αν άνθισε το στεφάνι κάποιου εσταυρωμένου, τότε η πίστις του γίνεται φθηνή και λίγη. Είναι ετοιμόρροπο οικοδόμημα που διαρκώς χρειάζεται αντί- στήριξη για να μη καταρρεύσει.

Κάποιοι περισσότερη εμπιστοσύνη έχουν στην καφετζού της γειτονιάς παρά στον παπά της ενορίας. Περισσότερο πιστεύουν στο ωροσκόπιο της εφημερίδας παρά στην Αγία Γραφή και την Πρόνοια του Θεού. Τερά­στιο το θέμα και δεν λύνεται εδώ. Εδώ μας ενδιαφέ­ρει να πούμε δύο λόγια γι’ αυτούς που πηγαίνουν από Μοναστήρι σε μοναστήρι για να βρουν θερα­πεία. Και είναι οι περισσότεροι νέα παιδιά. Παιδιά της εποχής μας. Άνθρωποι δηλαδή μακράν του Θεού, μακριά από την Εκκλησία, μακριά από τα Μυστήρια της.

Πλούσιο παρελθόν αμαρτιών, σπίτι διαλυμένο, γονείς διαζευγμένοι, με απουσία της έν­νοιας της λυτρώσεως, με τρομακτικά αδιέξοδα. Αυτά φέρνουν ψυχικές ασθένειες. Σχιζοφρένεια, κατάθλι­ψη μελαγχολία, υστερία. Και όλα αυτά μπερδεμένα με δαιμόνια, μάγια και τα τούτοις παρόμοια. Τί θε­ραπεία υπάρχει για όλα αυτά;

Φάρμακο αλάνθαστο είναι ή Μυστηριακή ζωή μέσα στην Εκκλησία. Όταν ζω μέσα σ’ αύτη την ευλογημένη μάνδρα δεν φοβού­μαι τίποτε. Η Μάντρα αύτη είναι «λύκοις ανεπίβατος». «Μείζων ο εν ημίν ή ο εν τω κόσμω». «Ο Κύριος μου Ιησούς ο Χριστός εξήλθε νικών και ίνα νικήση». Ο διάβολος και τα όργανά του είναι ανίσχυροι σαν μυρμήγκια, μηδαμινοί προ της Σταυρικής θυσίας του Χριστού μας του Δεσπότου και Θεού μας. «Αυτή η νίκη ή νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών».

Ας φοβούνται τα μάγια και τα γητέματα, τους δαίμονες και τις σολομωνικές οι άπιστοι, οι αδιάφοροι, οι αιρετικοί, οι άθεοι. Εμείς οι Ορθόδοξοι δεν φοβούμεθα. Εμείς έχουμε βοηθό, αντιλήπτορα, αήττητο και κραταιό αρχιστράτηγο τον Χριστό μας.

Επίσης έχουμε και χριστιανούς που αποφεύγουν να κοινωνήσουν γιατί ... σιχαίνονται (!!!) τη Θεία Κοινωνία ή φοβούνται την διά μέσου της με­τάδοση... κολλητικών ασθενειών!!! Και υπάρχουν άλλοι που όχι μόνο δεν μετέχουν οι ίδιοι, αλλά εμποδίζουν και αυτούς που θέλουν να κοινωνήσουν. Όλα αυτά μαρτυρούν απιστία, ολιγοπιστία, άγνοια της χριστιανικής διδαχής και πνευματικότητος, κοσμικοφροσύνη, αμέλεια, πνευμα­τική νωθρότητα, αδιαφορία και γενικότερα αμαρ­τωλή ζωή πού σκοτίζει το νου και αποξενώνει τον άνθρωπο από κάθε πνευματικό ενδιαφέρον και πνευματική προοπτική στη ζωή του.

- Εγώ, έλεγε, τούς θυμιάζω και εκείνοι δεν υποκλίνονται. Λέω «στώμεν καλώς» και αυτοί κάθονται. Τους ευλογώ και εκείνοι κουβεντιάζουν. Και το τραγικότερο, λέω «πίετε εξ αυτού πάντες» και προσέρχονται στη Θεία Κοινωνία ελάχιστοι. Μεγάλος πόνος για τον ιερέα.

- Ρώτησα: Πρέπει, γέροντα, να κοινωνούν όλοι;

- Βρε, δεν το λέω εγώ. Το λέει ο Κύριος. "Πάντες"! Μήπως έχει καμιά άλλην έννοια ή λέξη και δεν την ξέρω; Και παρακάτω η ευχή λέει: «και δι’ ημών παντί τω λαώ». Φυσικά, όσοι δεν έχουν κωλύματα. Οι άλλοι πρέπει να πάρουν προηγουμένως άφεση πνευματικού. Αλλιώς, χωρίς Θεία Κοινωνία, χωρίς Χριστό, πώς θα βγεις μέσα στην καθημερινότητα; Ήρθες στην Εκκλησία και έχασες το σπουδαιότερο, το Δώρο, το παν: έμεινες με το αντίδωρο.

Ξέρεις, βρε Γιωργάκη, τί είναι το Άγιο Θυσιαστήριο; Ότι πολυτιμότερο επί της γης. Οι βασιλικοί θρόνοι, προεδρικοί θώκοι, οι ακαδημαϊκές έδρες έχουν μικρή αξία. Η Αγία Τράπεζα είναι η φλεγομένη βάτος. Εδώ κατεβαίνει ο Χριστός, το Άγιο Πνεύμα παρόν, οι άγγελοι τριγύρω. Φοβερό θέαμα. Εγώ πολλές φορές φοβόμουνα να ακουμπήσω τα χέρια μου επάνω στην Αγία Τράπεζα.

Και σ’ αυτό το θαύμα μπροστά, να ακούς τους πιστούς να ψιθυρίζουν για πεζά θέματα, να μη βιώνουν το μοναδικό γεγονός.

Αν, όμως, μέσα στ’ αδιέξοδά μας, μέσα στην λύπη μας και τον πόνο μας τάξουμε κάτι, πρέπει να το εκπληρώσουμε, ει δ’ άλλως θα είναι θεομπαιξία και βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. «Κρείσσον μη εύξασθαι ή εύξασθαι και μη αποδούναι».

Συμβαίνει να τάζουν αγελάδα ενός έτους και να την πηγαίνουν στο Μοναστήρι όταν είναι τριάντα, για ψόφο. Στην ερώτησή μου (ήμουν δόκιμος τότε) γιατί την έφερε τόσον αργά, αφού την είχε τάξη στον πόλεμο τού ’40, η απάντησις ήταν: «Δεν είπα στην Παναγία πότε θα την φέρω». Όσο να φύγει ο «τάξας» ή γελάδα ψόφησε.

Τάζουν λάδι και πηγαίνουν μούργα ταγκιασμένη πού δεν κάνει ούτε για σαπούνι. Άλλοι αγοράζουν  εικόνες απ’ το παζάρι, χαλκομανίες της κακιάς ώρας και τις πάνε στο Μοναστήρι με την απαίτηση να αναρτηθούν στην Εκκλησία γιατί το’ χουν «τάμα». Και η Εκκλησία μεταβάλλεται σε χώρο κακογου­στιάς και ανατολίτικου παζαριού.

Μερικοί τάζουν τον εαυτό τους ή τα παιδιά τους, κυρίως λόγω σοβαρών ασθενειών. «Παναγία μου βοήθα να μη πνιγούμε και θα σου φέρω την κόρη μου... καλόγρια»!

Επίσης όχι άγρια τάματα, όπως το να πας ξυπό­λυτη στο τάδε μοναστήρι. Οι πατούσες των ανθρώπων έχουν γίνει τώρα απαλές και δεν αντέχουν σε καυτερή άσφαλτο ή σε κοφτερές πέτρες. Έτσι δεν αντέχουν και μένουν στην μέση. Ή κάνουν το τάμα με δόσεις! Φέτος ένα κομμάτι, τού χρόνου άλλο και του αντίχρονου το υπόλοιπο. Επίσης όχι πολύ διάστημα με τα γόνατα. Στην Τήνο μέχρι και μοκέτα έστρωσαν στο δρόμο για να διευκολύνουν τις ταμένες να προσκυνήσουν στη Χάρη της Παναγίας μπουσουλώντας. Κατανοούμε τα βάσανα και τους καη­μούς των γυναικών αυτών, αλλ' ο Κύριος δεν ζητάει πράγματα που υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας. Το καλύτερο τάμα είναι να υποσχεθούμε στον Κύριό μας ότι θα κόψουμε τα πάθη μας και ότι θ’ αγωνισθούμε παντί σθένει γι’ αυτό.

Η Εκκλησία είναι γι’ αυτήν την ζωή. Υπάρχει όμως - και στους ορθόδοξους δυστυχώς - αυτή η πλάνη, ότι ή Εκκλησία, δηλαδή, μάς ετοιμάζει για την άλλη ζωή.

Λάθος! Δεν μάς ετοιμάζει για την άλλη ζωή. Μας φτιάχνει σ’ αυτήν την ζωή και γι’ αυτήν την ζωή... Για να ανοίξουν εδώ τα μάτια μας, για να μπούμε στην Βασιλεία του Θεού, στον Παράδεισο, εδώ και τώρα! Κι αν δεν τον βρεις τον Παράδεισο εδώ και τώρα, ούτε στην άλλη ζωή θα τον βρεις. Γιατί στην άλλη ζωή δεν θα μπορέσεις να μετανοήσεις.

Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που νομίζουν ότι η Εκκλησία υπάρχει, για να μας πηγαίνουν καλά τα πράγματα σ’ αυτήν την ζωή. Κι αυτό λάθος. Ούτε γι’ αυτό τον λόγο υπάρχει ή Εκκλησία. Εάν θεωρούμε έτσι την Ορθόδοξη Εκκλησία, την βλέπουμε σαν μία δεισιδαιμονία, σαν μία θρησκεία, όπως όλες τις άλλες. Η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία. Είναι η αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο, με σκοπό να θεραπεύσει τον όλον άνθρωπο, να θεραπεύσει τον νου του ανθρώπου, την ψυχή και το σώμα του.

Η παρουσία του Θεού μας  αποκαλύπτεται είτε στην ομορφιά της φύσης, είτε στην ύπαρξη των άλλων ανθρώπων, είτε κάποιες στιγμές και στον ί­διο προσωπικά.

Ο άνθρωπος της πίστης ζει ουσιαστικά και γνή­σια την εμπιστοσύνη του προς την άπειρη και α­νέκφραστη με ανθρώπινους χαρακτηρισμούς αγάπη του Θεού. Βιώνει το ζωοποιό έλεος του Θεού, Δημι­ουργού των πάντων, που αναζωογονεί διαρκώς την πεπτωκυία φύση. Επιζητεί τη δικαιοσύνη και την κρίση του Θεού, αφού την ταυτίζει με το ασύλληπτο για τους ανθρώπους έλεός Του, που αναζητά λό­γους όχι για να τιμωρήσει, αλλά για να καταξιώσει - σώσει - αναδείξει το ανθρώπινο πρόσωπο.

Ο άνθρωπος που βιώνει την παρουσία του Θεού στη ζωή του, δεν περιμένει την μετά θάνατο ζωή για να δικαιωθεί. Δεν στερείται κάτι, ώστε να περι­μένει την ανταπόδοση. Αντίθετα νιώθει υπόχρεος για τη χάρη που του έχει προσφερθεί. Αυτή τη χά­ρη που εξαφανίζεται όποτε την θεωρεί ως ατομική του κατάκτηση και που πολλαπλασιάζεται, όποτε την μοιράζεται με τους άλλους. Ο άνθρωπος που πιστεύει και κοινωνεί με τον Θεό, γνωρίζει ότι το κακό δεν έχει οντότητα. Είναι το σκότος, δηλαδή η απουσία φωτός. Επομένως δεν έχει καμιά δύναμη και καμιά τύχη απέναντι σ’ Αυ­τόν που είπε ότι «Εγώ ειμί το φως», γιατί η παρουσία του φωτός «βγάζει έξω το σκότος». Δεν κα­τακρίνει τους άλλους ανθρώπους, γιατί ζει το «μνήσθητι των αμαρτωλών ων πρώτος ειμί εγώ».

Ο άνθρωπος της πίστης γνωρίζει την ανεπάρκειά του. Βιώνει την απιστία του ως στέρηση, ως αποσυντονισμό. Ως αποπροσανατολισμό. Προσπαθώ­ντας να είναι αυθεντικός καταγράφει την ανεπάρκειά του, αλλά χαίρεται γνήσια και πλήρως την κάθε στιγμή όταν, ξαναβρίσκοντας τον προσανατο­λισμό του, μπορεί να ξαναζεί την ομορφιά της ζω­ής. Ο Θεός για τον άνθρωπο της πίστης είναι η α­στείρευτη πηγή του ανεφοδιασμού του, «ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός» που είναι πάντα ε­κεί για όποιον Τον θελήσει.

e-shop

eshop.png

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

  • Διεύθυνση: Ρωμανιώλη 41, Αίγιο
  • Τηλέφωνα: 26910-21776 & 26910-21777
  • Φαξ: 26910-60127
  • E-mail: imkaigial@gmail.com

Στατιστικά

  • Εμφανίσεις Άρθρων 855545