ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ E' ΛΟΥΚΑ
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, είναι η παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου, η οποία μέσα από τις πολύ παραστατικές και ζωντανές εικόνες, αποκαλύπτει βασικές αλήθειες τόσο για την παρούσα όσο και για την μέλλουσα ζωή. Τα αποτελέσματα των επιλογών που έκαναν τα δύο πρόσωπα της παραβολής μας παρουσίιάζει ο Χριστός.
Ζούσε κάποτε ένας πλούσιος άνθρωπος. Κάθε μέρα ο άνθρωπος αυτός φορούσε «πορφύρα και βύσσο», δηλαδή τα πιο πολυτελή ρούχα και διασκέδαζε με συμπόσια τα οποία οργάνωνε στο ευρύχωρο και πολυτελέστατο σπίτι που κατοικούσε. Ενώ όμως ο πλούσιος απολάμβανε τη ζωή του, ακριβώς έξω από την πύλη του σπιτιού του ζούσε παραπεταμένος ένας φτωχὸς με το όνομα Λάζαρος, σε άθλια κατάσταση. Ο άνθρωπος αυτός πεινούσε και προσπαθούσε να χορτάσει από τὰ ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Πονούσε και υπέφερε, αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία. Μόνο κάποια σκυλιά τον πλησίαζαν και έγλειφαν τις ανοιχτὲς πληγές από καταπληγωμένο σώμα του. Όμως ο Λάζαρος δεν έβγαζε από το στόμα του παράπονο εναντίον του πλουσίου ή του Θεού.
Κάποτε πέθανε ο φτωχός και άγγελοι τον μετέφεραν στην αγκαλιά του Αβραάμ. Πέθανε και ο πλούσιος και ετάφη. Και από τον άδη, όπου βασανιζόταν, σήκωσε το βλέμμα του και είδε τον Αβραάμ και στην αγκαλιά του το Λάζαρο. - Ελέησέ με, του λέει, και στείλε το Λάζαρο να βουτήξει το δάχτυλό του στο νερό και να- Θυμήσου, του απαντά ο Αβραάμ, ότι όσο ήσουν στη ζωή απόλαυσες κάθε αγαθό, ενώ ο Λάζαρος κάθε κακό. Τώρα αυτός παρηγορείται, ενώ εσύ ταλαιπωρείσαι. Επιπλέον, υπάρχει μεγάλο χάσμα ανάμεσά μας, που καθιστά αδύνατη τη μετάβαση από τη μια πλευρά στην άλλη. - Τότε, σε παρακαλώ, στείλε τον στο πατρικό μου σπίτι, γιατί έχω πέντε αδέλφια. Να τους διηγηθεί όσα συμβαίνουν εδώ, ώστε να μην έλθουν και αυτοί σε τούτο τον τόπο της βασάνου. - Έχουν το Μωυσή και τους προφήτες. Ας ακούσουν εκείνους. - Όχι πατέρα Αβραάμ, δεν αρκεί αυτό. Αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σε αυτούς, θα μετανοήσουν. - Αν δεν ακούν το Μωυσή και τους προφήτες, δεν πρόκειται να πεισθούν ακόμα κι αν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς.
Από αναισθησία ψυχής έπασχε ο πλούσιος του σημερινού Ευαγγελίου. Δεν τον συγκινούσε καθόλου η τραγική κατάσταση που βίωνε ο Λάζαρος. Η απανθρωπιά του είχε κλείσει την καρδιά. Αγνώμων και αχάριστος προς το Θεό που του χάρησε τα πλούτη, δεν ανταπέδωσε την ευεργεσία, αλλά φρόντησε μόνο να ικανοποιήσει τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες του. Δεν σκέφτηκε ποτέ, ότι κάποτε θα έδινε λόγο για τη διαχείρηση του πλούτου του και ότι θα τιμωρούνταν για την ασπλαχνία και σκληροκαρδία του.
Θα αναρωτηθεί κανείς τώρα. Φταίει ο πλούτος για την αιώνια καταδίκη του πλουσίου η μήπως η φτώχεια έσωσε τον Λάζαρο; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ούτε ο πλούτος, ούτε η φτώχεια είναι η αιτία για την σωτηρία ή την καταδίκη κάποιου. Αλλά, είναι η στάση ζωής που θα κρατήσει κάποιος απέναντι στις δύο αυτές διαφορετικές καταστάσεις, που θα τον οδηγήσει στην σωτηρία του ή στην καταδίκη του.
Ο πλούσιος της σημερινής παραβολής δεν έχασε τον Παράδεισο εξαιτίας και μόνο του πλούτου του, αλλά εξαιτίας της αλαζονείας του. Δεν έδωσε ποτέ ελεημοσύνη στον φτωχό Λάζαρο που στεκόταν εξω από την πόρτα της αυλής του. Δεν τον ένοιαξε καθόλου για την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο συνάνθρωπός του και κλεισμένος στο καβούκι της κενοδοξίας και του εγωϊσμού του απολάμβανε τα πλούτη του. Από την άλλη μεριά, ο φτωχός Λάζαρος δεν κέρδισε τον Παράδεισο εξαιτίας και μόνο της φτώχειας του, αλλά επειδή δεν δυσανασχετούσε, ούτε διαμαρτυρόταν στον Θεό για την κατάστασή του αυτή. Δεν μισούσε τον πλούσιο, δεν τον κατέκρινε που δεν του έδωσε ποτέ, ούτε ένα πιάτο φαγητό. Ανεχόταν όλη αυτή την τραγική του κατάσταση χωρίς να απαιτεί τίποτα.
Από την Παραβολή αυτή παίρνουμε όλοι μας ένα μεγάλο δίδαγμα, ότι ο τόπος της αιώνιας κατοικίας μας προσδιορίζεται από τις επίγειες επιλογές μας. Ό,τι κάναμε θα το βρούμε μπροστά μας. Ο πλούσιος δεν κατακρίθηκε γιατί ήταν πλούσιος, αλλά για την σκληροκαρδία του. Η ενασχόληση με την προσωπική του ευωχία δεν του άφησε ούτε το χρονικό ούτε το πνευματικό περιθώριο ώστε να προσέξει τον φτωχό δίπλα του, πολύ δε περισσότερο να τον βοηθήσει. Αυτή η εγωιστική αυτάρκεια είναι που τον αποξένωσε ουσιαστικά όσο ήταν στη ζωή από την κοινωνία των ανθρώπων, και μετά τον θάνατό του από την κοινωνία των αγίων. Ο φτωχός πάλι δεν αμείβεται στον παράδεισο επειδή ήταν φτωχός και κατατρεγμένος, αλλά επειδή παρά τη δυστυχία του δεν γόγγυσε ούτε κατά του Θεού ούτε κατά του πλουσίου, ούτε ακόμα και ενάντια στα σκυλιά που του έγλειφαν τις πληγές, απομυζώντας του και την ελάχιστη ρανίδα αίματος. Ο φτωχός αμείβεται για την υπομονή του, για την καρτερία του, για την ταπείνωσή του.
Αυτό που θα παίξει ρόλο στην άλλη ζωή είναι η στάση ζωής του Χριστιανού απέναντι στην πρόκληση του πλούτου και σε κάθε πρόκληση της παρούσης ζωής. Η χριστιανική ζωή, ως ζωή ελευθερίας, απαιτεί αποδέσμευση από τη δυναστεία του πλούτου και την ασίγαστη επιθυμία για την απόκτηση όλο και περισσότερων αγαθών. Η επιθυμία και η διατήρηση δεν αφήνει τον άνθρωπο να καρποφορήσει στην πίστη και να ζει τον Θεό, αλλά τον οδηγεί στην απληστία κι σε πνευματική νέκρωση. Αν ο Θεός τον ευλογήσει με πλούτο και άνεση, δοξολογεί τον Θεό καί διαθέτει τον πλούτο του για την εξυπηρέτηση και ανακούφιση των αδερφών του που στερούνται. Αν πάλι Ο Θεός δεν επιτρέψει τον πλούτο και την υλική απόλαυση ο πιστός άνθρωπος ζει με εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού και σηκώνει το σταυρό του χωρίς να βαρυγκομά, και να απελπίζεται. Με βοηθό τον Θεό που τρέφει και συντηρεί τα σύμπαντα, προσπαθεί για τα προς το ζειν και αρκείται σε αυτά.
Ας εμπιστευθούμε τον εαυτό μας στην αγάπη του Θεού. Ας είναι η καρδιά μας ελεήμων και φιλάνθρωπη. Τότε ο Θεός θα βρίσκει τρόπους να μπορούμε να βοηθούμε τους συνανθρώπους μας χωρίς ποτέ να λείψει τίποτε από την ζωή μας και να γίνουμε πολίτες του Ουρανού. Αμήν.
Του Αρχιμανδρίτου π. Ιερόθεου Παπαθανασίου