ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β' ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα μας μεταφέρει στη θάλασσα της Γαλιλαίας, όπου μετά τη βάπτισή Του και την παραμονή στην έρημο αρχίζει τη δράση Του ο Κύριος μας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο Χριστός αγάπησε πολύ τη θάλασσα και ότι από αυτή πήρε τους πρώτους μαθητές Του. Τα δίχτυα τους προτύπωναν το λόγο του Θεού, που θα έπεφτε στην ανθρωπότητα για να την ψαρέψει για τη σωτηρία της. Τα πλοιάριά τους προτύπωναν το σκάφος της Ἐκκλησίας, που θα έπλεε μέσα στον ωκεανό της ιστορίας.
Ο Χριστός αναζητά και καλεί τους πρώτους μαθητές Του «παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας». Οι πρώτοι στους οποίους απευθύνεται είναι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, γνήσιοι και αληθινοί. Πρώτα συνάντησε τον Σίμωνα, τον οποίο αργότερα τον ονόμασε Πέτρο και τον Ανδρέα τον αδελφό του, οι οποίοι έριχναν δίχτυα στη λίμνη. “Ακολουθήστε με, και θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων” τους λέει ο Κύριος κι εκείνοι, δίχως δεύτερη σκέψη, παράτησαν τα δίχτυα μέσα στο νερό, και Τον ακολούθησαν. Αφού προχώρησε πιο κει, είδε άλλους δυο αδελφούς, τον Ιάκωβο τον γυιό του Ζεβεδαίου και τον Ιωάννη τον αδελφό του, να ετοιμάζουν τα δίχτυα τους μέσα στο πλοίο μαζί με τον πατέρα τους Ζεβεδαίο. Και τους κάλεσε κοντά του. Κι αυτοί αμέσως άφησαν το πλοίο και τον πατέρα τους και Τον ακολούθησαν.
Κι οι τέσσερις ψαράδες άφησαν αμέσως τα πάντα. Πόση προθυμία και αυταπάρνηση έδειξαν στην κλήση του Χριστού! Πόση πίστη και υπακοή! Δεν ανέβαλαν την απόφασή τους για άλλη φορά. Δεν ζήτησαν προθεσμία για να δώσουν κάποια απάντηση. Δεν σκέφθηκαν να πάνε πρώτα στα σπίτια τους και να συζητήσουν με τους δικούς τους. Άφησαν και τους γονείς τους και ό,τι άλλο είχαν. Τα πλοία και τα δίχτυα τους ήταν όλη τους η περιουσία. Και την αφήνουν. Μένουν χωρίς τίποτε. Αυτοί και ο Χριστός! Και Τον ακολουθούν. Και γίνονται μόνιμοι μαθητές του. Αποφασισμένοι να ακολουθήσουν τον Κύριο όπου τους καλέσει. Ο Κύριος ζήτησε ανθρώπους με απλή και ταπεινή καρδιά, με καθαρότητα και αγνή προαίρεση, όπως ήταν αυτοί οι Γαλιλαίοι ψαράδες. Γιατί σε τέτοιες καρδιὲς αναπαύεται το Πνεύμα το Άγιο, και τέτοιοι άνθρωποι γίνονται εκλεκτά σκεύη της Χάριτος, άξιοι να φανερώνουν με τη ζωή και τον λόγο τους τα μεγαλεία του Θεού.
Για τα σημερινά δεδομένα αλλά και τα τότε δεδομένα και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η παρούσα ζωή, η απόφασή τους μοιάζει με τρέλα. Για τον κόσμο θεωρείται μια πράξη παράλογη. Να έχεις στρωμένη δουλειά, να έχεις το πλοίο σου, τα δίχτυα σου, την οικογένεια σου και να ακολουθείς ένα διδάσκαλο, μέχρι στιγμής άγνωστο, αυτό φαίνεται παράλογο. Είναι παράλογο όμως; Αυτοί οι φτωχοί, ταπεινοί, αγράμματοι άνθρωποι είδαν το πρόσωπο, την λάμψη, το βλέμμα του Θεανθρώπου. Κατάλαβαν ότι δεν είναι «τυχαίος», ο συνήθως διδάσκαλος. Κατάλαβαν την μοναδικότητά του, μίλησε στις καρδιές τους και αυτοί ανταποκρίθηκαν.
«Οι δε αφέντες άπαντα ηκολούθησαν τον Χριστό». Εγκατέλειψαν τα πάντα και ακολούθησαν τον Χριστό. Δεν ήταν με κανέναν και με τίποτα στον κόσμο τόσο δεμένοι όσο μπόρεσαν να δεθούν με τον Χριστὸ και να παραδοθούν στην αγάπη Του. Γι' αυτό και όποιος ακολουθεί πραγματικά τον Χριστό δεν προτρέχει ούτε στέκεται μακριά του, αλλά απελευθερώνεται από κάθε δέσμευση με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις και ζει μια καινούργια πραγματικότητα. Βιώνει την εσωτερική ελευθερία, που πηγάζει από την ακλόνητη πίστη και βεβαιότητα ότι έχει βρει την αλήθεια που ελευθερώνει από όλα όσα καθημερινά τον περικυκλώνουν. Πράγματι, όσο ωριμάζουμε και ολοκληρωνόμαστε εσωτερικά, συνειδητοποιούμε ότι η ελευθερία την οποία ο κόσμος επιδιώκει και ο πολιτισμός προβάλλει ως βασικό σύνθημα είναι εξωτερική, σχετική και περιορισμένη. Γιατί είμαστε αιχμάλωτοι των περιστάσεων και των συνθηκών μέσα στις οποίες ζούμε, της κληρονομικότητας και της ιδιοσυγκρασίας μας, του περιβάλλοντός μας, αλλά και οτιδήποτε άλλο μας δεσμεύει και μας υποτάσσει σ' αυτό.
Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν είμαστε ελεύθεροι στα σύνορα της ζωής και του θανάτου. Κανείς δεν μας ρωτάει πότε που και από ποιους θα έρθουμε στη ζωή, αλλά ούτε πότε που και με ποιο τρόπο θα φύγουμε από αυτήν.
Πόσες φορές και εμάς μας καλεί ο Χριστός, αλλά εμείς προτάσσουμε την δική μας μικρόψυχη λογική, μετρώντας τα πράγματα με ανθρώπινα και μάταια δεδομένα της προσκαίρου ζωής, χάνοντας την ευκαιρία της καταξίωσης και της αιωνιότητας. Πόσες και πόσες φορές ο Χριστός μας χτύπησε την θύρα της ψυχής μας αλλά εμείς δεν του ανοίξαμε ή πόσες φορές μας κάλεσε για να τον ακολουθήσουμε και εμείς προτιμήσαμε τον εύκολο και σαγηνευτικό δρόμο του απατηλού και μάταιου τούτου κόσμου;
Στη σύγχρονη κοινωνία μας, περισσότερο από ότι κατά το παρελθόν, οι άνθρωποι φροντίζουμε να εξασφαλίσουμε την προσωπική μας άνεση, το βόλεμά μας σε κάθε επίπεδο, ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο ασκούμε την θρησκευτικότητά μας. Γι αυτό και συχνά δεν είμαστε πρόθυμοι να ακολουθήσουμε τον δρόμο της ασκήσεως που η Εκκλησία ανέκαθεν υποδεικνύει σε κάθε πιστό. Αρκούμαστε στα λίγα, στην ημιμάθεια, στην αποφυγή κάθε πνευματικής προσπάθειας. Και λησμονούμε ότι αν θέλουμε να είμαστε και να λεγόμαστε αληθινοί μαθητές του Χριστού, τότε οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τα πάντα και να Τον ακολουθήσουμε, στο δρόμο που οδηγεί στο Γολγοθά και στην Ανάσταση. Αμήν.
Του Αρχιμανδρίτου π. Ιερόθεου Παπαθανασίου