ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Θ' ΛΟΥΚΑ
Για να μας διδάξει ο Κύριος τη σημερινή παραβολή πήρε αφορμή από δύο αδέλφια, που φιλονικούσαν στο μοίρασμα της πατρικής περιουσίας τους. Θέλησαν να χρησιμοποιήσουν για δικαστή τον Ιησού Χριστό. Ο Κύριος όμως αρνήθηκε να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί ο Θεός είδε πως στην καρδιά του καθενός κρυβόταν η πλεονεξία. Θέλησε όμως να μας προφυλάξει από αυτό το μεγάλο πάθος με την παραβολή του άφρονα πλούσιου.
«Κάποιου πλούσιου ανθρώπου τα χωράφια έδωσαν άφθονη σοδειά. Τότε εκείνος σκεφτόταν κι έλεγε: “τι να κάνω; Δεν έχω μέρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου. Αλλά να τι θα κάνω”, είπε. “Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες για να συγκεντρώσω εκεί όλη τη σοδειά μου και τ᾽ αγαθά μου. Μετα θα πω στον εαυτό μου: τώρα έχεις πολλά αγαθά, που αρκούν για χρόνια πολλά, ξεκουράσου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε”. Τότε του είπε ο Θεός: “Ἀνόητε, αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ψυχή σου. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες σε ποιον θα ανήκουν”; Αυτά παθαίνει όποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς και δεν πλουτίζει τον εαυτό του με ότι θέλει ο Θεός». Αφού τα είπε όλα αυτά, πρόσθεσε με έμφαση: «Όποιος έχει αυτιά για ν᾽ ακούει ας τὰ ακούει».
Δεν καταδικάζει ο Κύριος τον άνθρωπο της παραβολής επειδή ήταν πλούσιος, ούτε γιατί καρποφόρησε άφθονα η γη του. Τον κατακρίνει για τον εγωκεντρισμό του, που αφ' ενός μεν θεώρησε ότι τα αγαθά που απέκτησε προορίζονται αποκλειστικά για τη δική του ευχαρίστηση και αφ' ετέρου πίστεψε ότι θα ζει αιώνια και θα απολαμβάνει τον πλούτο του. Τον χαρακτηρίζει ο Χριστός άφρονα, δηλαδή ανόητο, όχι για την προνοητικότητά του, αλλά για την απληστία του. Ο πλούσιος της παραβολής, αντί να χαίρεται για τον πλούτο του, είχε φοβερές ανησυχίες και ανυπόφορες αγωνίες. Είχε χάσει την ψυχική ηρεμία του. Δεν ήξερε που να μαζέψει και τι να κάνει τη μεγάλη σοδειά του. Ο άνθρωπος αυτός ήθελε να είναι ευτυχής μόνο για τον εαυτό του και για πάρα πολλά χρόνια. Τους άλλους ανθρώπους ποτέ δεν τους σκεφτόταν, ώστε να μοιράσει και σ' αυτούς από την περίσσια των υλικών αγαθών. Δεν ήθελε να ξέρει ότι υπάρχει Θεός, ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι, ότι υπάρχει αιώνια ζωή. Με τα σχέδια που κάνει αναδεικνύει τον εαυτό του είδωλο λατρείας και περιποιήσεων. Η σκέψη του φανερώνει ότι πρόκειται για άνθρωπο πνευματικά φτωχό, ότι δεν έχει την παραμικρή αίσθηση άγάπης, ότι η πλεονεξία του βρίσκεται σε τέτοιο σημείο που, ακόμη και αν είχε όλο τον κόσμο δικό του, αύτὸς πάλι θα σκεπτόταν μόνο τον εαυτό του.
Η πλεονεξία όμως είναι κάτι που δυστυχώς υπάρχει και σήμερα και θα υπάρχει σε όλες τις εποχές, σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, και αυτό επειδὴ απουσιάζει η αγάπη από τους άνθρώπους, να επικρατεί στον κόσμο η αδικία, η αισχροκέρδεια, η φτώχεια, η δυστυχία, η πείνα. Δυστυχώς, η καρδιά των ανθρώπων ανέκαθεν κινείται και προσκολλάται σε αυτά που βλέπει, στις μέριμνες του βίου και στα υλικά αγαθά. Οι άνθρωποι διακατεχόμαστε από μια σπουδή να αποκτήσουμε όσο περισσότερα μπορούμε, προκειμένου να κάνουμε τη ζωή μας πιο άνετη, και τελικά εγκλωβιζόμαστε στην αναζήτηση της ευτυχίας, στη δυστυχία της πλεονεξίας μας. Αδιαφορούμε για τον πλησίον μας, για τα προβλήματά του, για τις ανάγκες του. Και τελικά, σαν τον άφρονα της παραβολής, παγιδευόμαστε στον εγωισμό μας και ολιγοπιστούμε απέναντι στο Θεό. Το μήνυμα του Χριστού είναι ότι χρειάζεται να προσπαθούμε να γίνουμε πλούσιοι «κατά Θεόν», δηλαδή πλούσιοι στο να προσφέρουμε την αγάπη μας στους άλλους κι όχι πλεονέκτες. Όταν αγαπάμε τον Θεό και τους άλλους ανθρώπους, τότε η ζωή μας είναι γεμάτη φιλανθρωπία και ελεημοσύνη. Όλες αυτές οι αρετές μας κάνουν, όχι εγωιστές και ανόητους, όπως ο πλούσιος της παραβολής, αλλά ευτυχισμένους και μας οδηγούν αιώνια κοντά Θεό. Αυτό μπορούμε να προσπαθήσουμε να μην περηφανευόμαστε για ό,τι έχουμε, είτε είναι υλικό είτε έχει να κάνει με τα χαρίσματά μας είτε με το σπίτι μας είτε με οτιδήποτε άλλο έχουμε να επιδείξουμε. Από αυτό που έχουμε να ζητούμε να δίνουμε και στους άλλους ανθρώπους, στους φίλους, αλλά και σε όσους έχουν ανάγκη.
Αν είμαστε πλούσιοι, αν είμαστε ισχυροί, αν έχουμε εξουσία, ας σκεφθούμε ότι αυτά είναι δώρα του Θεού, όχι για να ικανοποιούμε τον εγωϊσμό μας, αλλά για να είμαστε ευεργετικοί στους άλλους. Τότε πραγματικὰ δεχόμαστε μεγαλύτερη ευλογία από τον Κύριο, διότι πραγματική ευλογία έχει μόνο εκείνος που είναι χριστιανός στην πράξη, εκείνος που κάνει το θέλημα του Θεού, εκείνος που αγαπά τους συνανθρώπους του. Δεν μας λέει ο Χριστός να μη φροντίζουμε για την οικογένειά μας, για το μέλλον των παιδιών μας, για την εξασφάλιση των αναγκαίων. Αλλά μας τονίζει ότι δεν είναι αυτά όλα τόσο σημαντικά, ώστε να ξεχνούμε την επιμέλεια της ψυχής μας. Μας παροτρύνει λοιπόν να προσδιορίσουμε εκ νέου τις προτεραιότητές μας, να στρέψουμε και πάλι στο βλέμμα στον ουρανό: “να επιζητείτε πρώτα την βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη Του, και όλα τα άλλα θα σας δοθούν” .Ο Κύριος μέσα από την αγάπη της Εκκλησίας του, μας προσκαλεί για να εγκολπωθούμε τους αληθινούς θησαυρούς που συνιστούν τον «κατά Θεό πλούτο». Η αγάπη και η ελεημοσύνη, ως αντίδοτα της πλεονεξίας, δίδουν τη δυνατότητα και διευρύνουν απεριόριστα τους ορίζοντες για την κυκλοφορία της αγάπης του Θεού στους ανθρώπους. Σ΄ αυτήν ακριβώς την ευλογημένη προοπτική, ο άνθρωπος γεμίζει με το πλήρωμα της ζωής του Θεού. Γεύεται της μακαριότητας της αιώνιας και αληθινής ζωής. Αμήν.
Του Αρχιμανδρίτου π. Ιερόθεου Παπαθανασίου