ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΟΜΙΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 05.02.2023
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟ
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Αθανασίου Λιακόπουλου, Ιερατικού Προϊσταμένου Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Παναγίας Φανερωμένης Αιγίου.
«Εθελοντισμός: μία ευγενής προσφορά θυσιαστικής αγάπης στον συνάνθρωπο και τον κόσμο».
Σεβασμιώτατε,
Εν πρώτοις θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την τιμή, την αγάπη και την ευλογία που μου δίνετε απόψε να αναπτύξω ένα μεγάλο θέμα όπως είναι ο εθελοντισμός και μου δίνετε αυτή την χαρά και την ευλογία να ανέβω σε αυτό το βήμα, από το οποίο έχουν μιλήσει αξιόλογοι κληρικοί και λαϊκοί αναφερθέντες σε πολλά και σπουδαία θέματα της ζωής μας. Σας ευχαριστώ και ζητώ την ευχή σας και την ευλογία σας.
Το θέμα στο οποίο θα αναφερθώ σήμερα είναι, όπως προείπε και ο Άγιος Πρωτοσύγκελλος, ο εθελοντισμός ως μια ευγενής προσφορά θυσιαστικής αγάπης στον συνάνθρωπο και στον κόσμο, μια σπουδαία πράξη, ένα σπουδαίο έργο, μια θυσία αλλά ταυτόχρονα και μια εκδήλωση αγάπης από τον άνθρωπο προς τον συνάνθρωπο. Η έννοια του εθελοντισμού είναι σύμφωνη με την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, θα τολμούσα μάλιστα, να ισχυριστώ πως ο πρώτος εθελοντής, που στην συνέχεια έγινε και το πρότυπο για όλους τους αγνούς καθαρούς και ανιδιοτελείς εθελοντές όλων των εποχών, είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Δεν θα υπήρχε εκκλησία, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, αν ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Σωτήρας και Λυτρωτής μας ″δεν έπασχε εκών″, δεν προσέφερε τη ζωή του εθελοντικά για την σωτηρία όλων των ανθρώπων. Με την θέλησή του γνωρίζουμε ότι θυσιάστηκε επάνω στον Σταυρό για να δώσει την δυνατότητα στον άνθρωπο να κερδίσει και πάλι μια θέση στον παράδεισο. Ναι, ο Χριστός έγινε ο μεγάλος εθελοντής, ο διάκονος και ευεργέτης της ανθρωπότητας. Εκείνος μας δίδαξε πώς στο πρόσωπο κάθε συνανθρώπου μας, και μάλιστα του αναξιοπαθούντος, να βλέπουμε το δικό του πρόσωπο, καθώς επίσης και πως ό,τι προσφέρουμε στον συνάνθρωπο μας είναι σαν να το προσφέρουμε στον ίδιο τον Χριστό.
Πραγματικά σας λέω, λέγει ο Χριστός, καθόσον τα κάνετε αυτά σε ένα από τους αδελφούς μου αυτούς τους ασήμαντους, σε εμένα τα κάνετε. Στην συνέχεια ο ίδιος ο Χριστός προχώρησε σε μία συμβολική πράξη διακονίας. Τί έκανε δηλαδή; Έπλυνε τα πόδια των μαθητών του τονίζοντας με έργο και λόγο πως θα πρέπει και εμείς να διακονούμε τους συνανθρώπους μας επισημαίνοντας ότι δεν ήρθε για να υπηρετηθεί, αλλά για να υπηρετήσει.
Η πρώτη Εκκλησία έζησε αυτό το γεγονός της διακονίας των άλλων στην καθημερινή της ζωή, μη επιτρέποντας να υπάρχουν μεταξύ τους πεινασμένοι, γυμνοί και γενικά αναξιοπαθούντες χωρίς στήριξη και βοήθεια, καθώς όλα ήταν κοινά, όλοι ήσαν διάκονοι του άλλου, ζούσαν οι πιστοί ως μέλη μιας οικογένειας του Χριστού και της Εκκλησίας. Αυτό, ακριβώς, έπραξαν και όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, σε όποιον αιώνα και αν έζησαν, αξιοποιώντας τίς συνθήκες ζωής της κάθε εποχής. Ενέπνεαν και συμπαρίσταντο στους συνανθρώπους τους όχι μόνο με τον λόγο αλλά κυρίως με τα έργα.
Ο κάθε συνειδητός διάκονος - εθελοντής στα έργα της εκκλησίας διακονεί όχι από υποχρέωση, όχι από εξαναγκασμό, αλλά από πίστη και υπακοή στον Χριστό και από αγάπη για τον κάθε συνάνθρωπο, ακόμη και τον εχθρό του, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου ″αγαπάτε τους εχθρούς σας″. Όλοι αυτοί που για την πίστη και την αγάπη του Χριστού και του συνανθρώπου διακονούν ανιδιοτελώς σε διαφόρους τομείς και δράσεις της Εκκλησίας, ανάλογα με το χάρισμα που τους έδωσε ο Θεός , ασκούν αυτό που σήμερα αποκαλούμε εθελοντισμό. Ο εθελοντισμός για την εκκλησία μας δεν είναι μια καινούργια λειτουργία, όπως προείπα, απλώς αποδίδεται με μια νέα σύγχρονη ορολογία η έννοια της διακονίας, παρ’ ότι δεν είναι δυνατόν να αποδώσει στην πληρότητά της την εν Χριστώ διακονία, όπως πραγματώνεται στην Αγία μας Εκκλησία.
Σήμερα η Εκκλησία μας, κατά κοινή ομολογία, είναι μια μεγάλη και ανεξάντλητη πηγή διακονίας. Εκατοντάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, επιστήμονες και τεχνικοί, μορφωμένοι και ολιγογράμματοι διακονούν στις τοπικές τους Εκκλησίες αθόρυβα και με υπακοή σε όλα τα έργα της, είτε αυτά είναι υλικά είτε είναι πνευματικά. Αν προσπαθήσει κανείς να τα απαρίθμησει, κινδυνεύει όχι μόνο να δαπανήσει πολύ χρόνο αλλά και να παραλείψει πάρα πολλά από αυτά, γιατί τα περισσότερα πραγματώνονται εν κρυπτώ. Τα μεγαλύτερα και ουσιαστικότερα, έναντι Θεού και ανθρώπου, διακονήματα των πιστών επιτελούνται, αδελφοί μου, αφανώς.
Στην Εκκλησία μας εκατοντάδες πιστοί τίθενται στην υπηρεσία της και διακονούν με ανιδιοτέλεια, αγάπη, υπακοή και ζήλο. Όλα αυτά γίνονται για την Δόξα του Θεού και όχι για το θεαθήναι. Σε ολόκληρη την Ελλάδα όλες οι ιερές μητροπόλεις, όλες οι ενορίες, ακόμα και τα μοναστήρια, έχουν να παρουσιάσουν ένα μεγάλο έργο διακονίας του σημερινού ανθρώπου, που δεν έχει ανάγκη μόνο από υλικά αγαθά αλλά και από πνευματική υποδομή και ψυχολογική στήριξη. Όλοι ζητούν έναν καλό ακροατή των προβλημάτων τους, ένα χαμόγελο και μια ειλικρινή και αγνή αγκαλιά. Και εδώ, στην δική μας τοπική εκκλησία, η οποία έχει να παρουσιάσει ένα πλούσιο κοινωνικό, φιλανθρωπικό, ποιμαντικό και ιεραποστολικό έργο, όλοι οι τομείς κοινωνικής δραστηριότητας στελεχώνονται από εθελοντές–διακόνους. Συσσίτια, ενοριακά κέντρα, φιλόπτωχα, έρανος αγάπης, κατασκηνώσεις, κατηχητικά, σχολές βυζαντινής μουσικής και αγιογραφίας, ιδρύματα, γηροκομεία και άλλα πολλά ακόμη, τα οποία προσφέρονται ανιδιοτελώς και στο πνεύμα της αγάπης για τον συνάνθρωπο, αποτελούν κάποιες από τις έμπρακτες εκδηλώσεις διακονίας και εθελοντισμού.
Ο εθελοντισμός, σήμερα, αναπτύσσεται ως ένα μεγάλο κίνημα σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και στην πατρίδα μας, η οποία δοκιμάζεται λόγω της επικρατούσης μεγάλης πνευματικής κρίσης σε όλα τα επίπεδα: Εκκλησία, οικονομία, πολιτική, εκπαίδευση, οικογένεια κτλπ. Ο εθελοντισμός αποτελεί, όντως, μια μεγάλη παρηγοριά και ελπίδα, αρκεί να είναι αγνός, καθαρός, ανιδιοτελής χωρίς το πνεύμα του ατομισμού, της αυτοπροβολής και της εξυπηρέτησης κάποιων σκοπιμοτήτων.
Όμως, αγαπητοί μου αδελφοί, ο εθελοντισμός χωρίς αληθινή αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά και η αγάπη χωρίς τον εθελοντισμό πάλι, είναι ανώφελη, γιατί παραμένει θεωρία. Έτσι, λοιπόν, εθελοντισμός ίσον αγάπη, αγάπη ίσον εθελοντισμός. Αγάπη χωρίς θυσία, αγάπη χωρίς εθελοντισμό, αγάπη χωρίς πίστη δεν υπάρχει. Ο ορισμός της αγάπης είναι δύσκολο να διατυπωθεί στην κοινωνία και ακόμη πιο δύσκολο στην πράξη. Η αγάπη προέρχεται από τον ίδιο τον Θεό, αφού ″Ο Θεός, αγάπη εστί″, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη. Από τον Θεό πηγάζει η αγάπη και εκείνος είναι που μας την προσφέρει ως δώρο.
Στον χριστιανισμό η αγάπη δεν είναι μία αόριστη κατάσταση ή αόριστη θεωρία, ο χριστιανισμός είναι πράξη αγάπης. Αγάπη σημαίνει το άνοιγμα της ψυχής, που ανακαλύπτει, αισθάνεται, κατανοεί, καλύπτει, σκεπάζει προστατεύει και ζει για τον πλησίον της. Η μεγαλύτερη απόδειξη αγάπης είναι η θυσία του Χριστού μας πάνω στον ίδιο τον σταυρό, σταυρώθηκε έδωσε την ζωή του, θυσίασε την ζωή του για όλους εμάς. Τι ζήτησε ο Χριστός από εμάς; ″Αγαπάτε αλλήλους″. Διότι η αγάπη είναι αυτή που ενώνει τους ανθρώπους και ταυτόχρονα ενωνόμαστε με τον Χριστό. Λέγει πολύ ωραία ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός για τη αγάπη: Δεν περιγράφεται το ύψος, στο οποίο μας ανεβάζει η αγάπη, η αγάπη μας ενώνει με τον Θεό, καλύπτει πλήθος αμαρτιών, ανέχεται τα πάντα, μακροθυμεί πάντοτε, στην αγάπη δεν υπάρχει τίποτα βάναυσο, τίποτα υπερήφανο, η αγάπη δεν έχει σχίσμα, δεν στασιάζει, η αγάπη τα κάνει όλα με ομόνοια· στην αγάπη τελειώθηκαν όλοι οι εκλεκτοί του Θεού, χωρίς αγάπη τίποτα δεν είναι ευάρεστο στο Θεό. Με την αγάπη μας προσέλαβε στον εαυτό του ο Χριστός.
Στην Χριστιανική, λοιπόν, Εκκλησία που έχει ως αρχή την ελευθερία και όχι τον εξαναγκασμό σε κάθε πτυχή της ζωής, ο εθελοντισμός κατέχει μια ιδιαίτερη και προνομιακή θέση. Δεν στηρίζεται μόνο στο ″όστις θέλει″ του Κυρίου μας αλλά και σε πολλές άλλες προτροπές των Πατέρων και πολλών Εκκλησιαστικών ανδρών. Αναφέρω ενδεικτικά τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος πολύ ξεκάθαρα συμβουλεύει ότι, οποιαδήποτε φιλανθρωπία ή εξυπηρέτηση δεν πρέπει να γίνεται ″εκ λύπης ή εξ ανάγκης″ και συμπληρώνει: ″ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός″. Μα και ο Μέγας Βασίλειος λέγει: ″Θεώ ού το ηναγκασμένον φίλον, αρετή δε εκ προαιρέσεως και ουκ εξ ανάγκης γίνεται″. Πράγματι, αν είσαι αναγκασμένος να κάνεις κάτι, όσο σπουδαίο και να ναι αυτό το κάτι, χάνει την αξία του. ″Όπου γαρ ανάγκη και ειμαρμένη κρατεί, ουδεμία έχει χώρα τα προς αξίαν″, συμπληρώνει, δηλαδή όπου επικρατεί η τύχη και η ανάγκη δεν μπορείς να μιλήσεις για αξία και προσπάθεια.
Η εθελοντική Διακονία, λοιπόν, τίθεται, έστω και αν δεν κατονομάζεται, ως κορωνίδα σε κάθε προσπάθεια της Εκκλησίας. Επαφίεται δε στην καλή προαίρεση των μελών της και στην ανιδιοτελή αγάπη των Χριστιανών. Ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν πολλές προτροπές για την τέλεση της φιλανθρωπίας και την συνδρομή του εμπερίστατου συνανθρώπου μας. Για παράδειγμα στο Δευτερονόμιο υπάρχει διάταξη, που απευθύνεται στους ευσεβείς Εβραίους και τους προτρέπει να μην θερίζουν πλήρως ένα αγρό, ούτε να τριγούν πλήρως ένα αμπέλι, ούτε και να μαζεύουν για δεύτερη φορά τις ελιές από τα ελαιόδεντρα, γιατί θα πρέπει να μείνει και μία ποσότητα για τους φτωχούς. Αυτό ακριβώς εφαρμόζουν, ακόμη και σήμερα, πολλοί Χριστιανοί αφήνοντας εθελοντικά, εκ προαιρέσεως, ένα μέρος των εισοδημάτων τους στους έχοντας ανάγκη. Η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη από προτροπές για την αντιμετώπιση της φτώχειας και των άλλων αναγκών των συνανθρώπων μας. Έτσι η φιλανθρωπία και η ελεημοσύνη, που εκούσια προσφέρονται και είναι τοποθετημένες σε εθελοντική βάση, αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της αληθινής βιβλικής ευσέβειας ενώ, ταυτόχρονα, έχουν και μια κοινωνική διάσταση.
Η θέση της Εκκλησίας στο θέμα του εθελοντισμού δίνεται αριστοτεχνικά στην Καινή Διαθήκη μέσω της παραβολής του καλού Σαμαρείτη, ο οποίος γίνεται το πρότυπο του Χριστιανού εθελοντή. Όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά την παραβολή του καλού Σαμαρείτη: ζήτησε κάποιος νομικός, όπως μας λέγει, να μάθει για τις προϋποθέσεις της αιώνιας ζωής και ο Χριστός του επιβεβαίωσε εκείνο που ο νόμος έλεγε: θα αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν, οπότε εκείνος για να δικαιολογηθεί ρώτησε: και ″τις εστίν μου ο πλησίον″; Ποίος είναι ο πλησίον μου για να τον αγαπήσω σαν τον εαυτό μου; Με αφορμή αυτή την ερώτηση ο Χριστός παρέθεσε την παραβολή, την οποία όλοι γνωρίζουμε. Στην παραβολή, λοιπόν, αυτή φαίνονται τα χαρακτηριστικά της εθελοντικής προσφοράς προς ανακούφιση του συνανθρώπου. Ο εθελοντής προσφέρει τις υπηρεσίες του προς όλους, η προσφορά του είναι προσφορά άνευ όρων και ορίων, ο εθελοντής προσφέρει τις υπηρεσίες του αθόρυβα και ανιδιοτελώς. Η ανάγκη ασκήσεως διακονικού έργου προέκυψε ήδη στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, όπου εκεί εξελέγησαν επτά άνδρες προκειμένου να φροντίσουν για την διανομή των υλικών αγαθών και να παραμείνουν οι Απόστολοι απερίσπαστοι στην διακονία του Θεού.
Σήμερα όμως, πολλοί άνθρωποι που ζουν εκτός του πνεύματος του εθελοντισμού και του Χριστιανισμού, πριν εκδηλωθούν πριν ξανοιχτούν προς τους συνανθρώπους τους κάνουν τους υπολογισμούς τους, σκεπτόμενοι τί θα αποκομίσουν από την κίνηση αυτή, πόσο επωφελής θα αποβεί για τους ίδιους και όχι για τον συνάνθρωπο. Διότι, όπως προείπα, υπάρχουν άνθρωποι, που δεν έχουν πνεύμα αγάπης και ανιδιοτελούς προσφοράς. Γιατί η εθελοντική προσφορά δεν εξαντλείται στην φιλανθρωπία της στιγμής, ούτε σε επιδεικτικές προσφορές και ελεημοσύνες, αλλά είναι ολοκληρωμένη αγάπη. Γίνεται χωρίς τυμπανοκρουσίες και φασαρία, αθόρυβα και αποτελεσματικά. Η εθελοντική διακονία είναι πράξη αυθεντική, είναι ελεύθερης επιλογής. Κι όπως η διακονία είναι πράξη εθελοντική έτσι και ο εθελοντισμός είναι έργο διακονικό. Ο Χριστός πραγματοποίησε το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου ως εθελοντής, και τι μας είπε; ″ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος″.
Ο εθελοντισμός σήμερα, που έχει συνήθως ανθρωπιστικό χαρακτήρα, περιορίζεται στο κοινωνικό επίπεδο και προβάλλεται συχνά ως ακτιβισμός, στον Χριστιανισμό, όμως, ο εθελοντισμός προσλαμβάνει θεολογικές διαστάσεις, δεν εκλαμβάνεται ως πράξη ευφυΐας αλλά ως έργο διακονίας, είναι τήρηση της εντολής του Θεού, που ασκείται ως μίμηση και μετοχή στο έργο του Χριστού και αποπνέει θεία ενέργεια, δεν επιβάλλεται αλλά εμπνέεται από εκείνους που δραστηριοποιούνται και θυσιάζονται για τους άλλους. Ο εθελοντισμός των πιστών εκδηλώνεται κυρίως με βάσεις τις ενορίες και τις Μητροπόλεις. Κάθε Εκκλησιαστική ενορία περιλαμβάνει συνήθως στο πρόγραμμά της και κάποια εθελοντική δραστηριότητα στην οποία προαναφερθήκαμε.
Το εθελοντικό έργο που ασκείται στον χώρο τις Εκκλησίας παραμένει κατά το πλείστον άγνωστο στο κοινό. Εδώ θα μου επιτρέψετε Σεβασμιώτατε, σεβαστοί μου πατέρες και αγαπητοί αδελφοί να αναφερθώ σε ένα πρόσωπο, που σήμερα στον Μητροπολιτικό μας Ναό τελέσαμε το ετήσιο μνημοσυνό της. Είναι σε όλους μας γνωστή η Αδαμαντία Μπουρδή ή αλλιώς Διαμάντω, η οποία προσέφερε τις υπηρεσίες της εθελοντικά όλα αυτά τα χρόνια στην Ιερά Μητρόπολή μας.
Η Αδαμαντία Μπουρδή, η οποία γεννήθηκε 25 Νοεμβρίου του 1939 στον Πριόλιθο Καλαβρύτων, ήταν από γονείς ευσεβείς, τον Αλέξιο και την Αθηνά, έζησε στον τόπο όπου και γεννήθηκε μέχρι και την ηλικία των 12 ετών. Από τότε άρχιζε μέσα της η αγάπη για τον εθελοντισμό η αγάπη της προσφοράς διότι μετά τα 12 έτη της επισκέφθηκε την Αθήνα, όπου έζησε και αφοσιώθηκε στην φροντίδα των θείων της και έμεινε κοντά τους μέχρι τον θάνατο τους. Δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε δικά της παιδιά. Στην συνέχεια, αφού προσέφερε τις υπηρεσίες της σε ευαγή ιδρύματα των Αθηνών, κοντά στον μακαριστό Μητροπολίτη πρώην Πειραιώς, κυρό Καλλίνικο γύρισε στα Καλάβρυτα και εργάστηκε εθελοντικά περισσότερο από 10 χρόνια στο Καλλιμανοπούλειο Εκκλησιαστικό διακονικό κέντρο και αργότερα περίπου το 1995 προσέφερε εθελοντική εργασία στον οίκο ευγηρίας Άγιος Χαράλαμπος μέχρι το 2016, οπότε οι δυνάμεις της την άφησαν και έτσι έγινε πλέον τρόφιμος του Ιδρύματος. Από κει λοιπόν και μέχρι το 2022, που την κάλεσε ο Κύριος μας κοντά της παραμονή της Υπαπαντής, ανήκε στους τροφίμους του Ιδρύματος, γιατί πλέον αντιμετώπιζε, όπως προείπαμε προβλήματα υγείας.
Ότι προσέφερε στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας το προσέφερε με την πατρική ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου πρώην Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κυρίου Αμβροσίου. Τα βήματα της στον πνευματικά τομέα κατηύθυνε ο μακαριστός Μητροπολίτης Πειραιώς κυρός Καλλίνικος.
Η Αδαμαντία Μπουρδή εξέφραζε πραγματική αγάπη σε όλο τον κόσμο αλλά ιδιαιτέρως στον πονεμένο άνθρωπο και στα παιδιά. Πρώτο βασικό στοιχείο για την Αδαμαντία ήταν ότι μελετούσε την Καινή Διαθήκη καθώς και τους βίους Αγίους μέχρι τέλους του βίου της. Υπηρέτησε με υπερβάλλοντα ζήλο και θαυμαστή αυταπάρνηση την τοπική μας Εκκλησία σε όποιον τομέα και αν της ανατέθηκε.
Εδώ θα μου επιτρέψετε να αναφέρω ότι μαζί με την μακαριστή Χρυσαυγή Αγγελακοπούλου, με την οποία ήταν και από το ίδιο χωριό, απ’ όπου κατάγομαι και εγώ, υπηρέτησαν και διακόνησαν για πολλά χρόνια το Καλλιμανοπούλειο διακονικό κέντρο αφιλοκερδώς προσφέροντας τις πολύτιμες υπηρεσίες τους για περισσότερο όπως είπαμε από τρείς δεκαετίες. Ήταν, λοιπόν, η μακαριστή Διαμάντω ένας ακάματος εργάτης του Χριστού, ό,τι προσέφερε, ό,τι έδινε, το έδινε για τον ίδιο τον Χριστό. Είχε μεγάλη αγάπη, διάθεση προσφοράς, διακονίας και εθελοντισμού και, όπως πολύ ωραία ανέφερε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας το πρωί στον Ναό, έδινε τα πάντα, αλλά ποτέ δεν ζητούσε για τον εαυτό της τίποτα. Την αγάπη την είχε στην καρδία της και στην ψυχή της, την προσέφερε απλόχερα σε όλους, δεν ξεχώριζε τον μικρό, δεν ξεχώριζε τον μεγαλύτερο, δεν ξεχώριζε τον φτωχό, δεν ξεχώριζε τον αδύναμο, δεν ξεχώριζε τον αγράμματο, δεν ξεχώριζε τον πλούσιο. Για όλους είχε μια καλή κουβέντα να πεί.
Είχε ένα χαιρετισμό για όλους τον όποιο μέχρι το τέλος της ζωής της, τον έλεγε σε όλους μας κληρικούς και λαϊκούς. Ο χαιρετισμός της ήταν: «σε αγαπώ πολύ». Επειδή, όπως προείπα, καταγόμαστε από το ίδιο χωριό και είχα και συγγένεια με την μακαριστή Διαμάντω, θέλω να καταθέσω ότι, όταν ερχόταν στο χωριό μας, τα καλοκαίρια συνήθως, πήγαινε σε όλους τους συχωριανούς, συγγενείς και μη και έλεγε μία καλημέρα και πάντοτε θα κρατούσε στο χέρι της για όλους και κυρίως, για εμάς τα παιδιά, που είμασταν μικρότερα, ένα μικρό δωράκι. Το δωράκι δεν ήταν σημαντικό, αλλά ήταν πάρα πολύ σπουδαίο για εμάς τα παιδιά και όταν λέω δωράκι δεν ήταν μόνο η καραμέλα που περιμέναμε και η σοκολάτα, αλλά ήταν ένα κομποσκοίνι, ήταν ένα σταυρός, ήταν μία ευλογία από μοναστήρια, την οποία έπαιρνε και προσέφερε σε όλους τους ανθρώπους. Έτσι, λοιπόν, η επισκεψή της κάθε φορά στο χωριό έδινε ζωντάνια και χαρά σε όλους μας, ποτέ δεν είχε να πει μια κακιά κουβέντα για κάποιον. Δεν αγκομαχούσε, δεν δίσταζε να πεί την αλήθεια, δεν πικραινόταν, δεν έλεγε όχι ποτέ στην ζωή της. Δεν υπερηφανευόταν , δεν είχε εγωισμό, δεν έλεγε ποτέ για τον εαυτό της, δεν μιλούσε ποτέ για τα χρόνια του βίου της, δεν αναφερόταν ποτέ για την οικογενειά της, αν ήταν καλοί, κακοί οι δικοί τις οι γονείς ή οι δικοί τις συγγενείς πάντοτε έλεγε τα καλύτερα για τους άλλους. Είχε αγάπη στους φτωχούς, νέους, παιδιά, ηλικιωμένους, Ιερείς και, όπως προείπα, επειδή ποτέ δεν παντρεύτηκε και δεν απέκτησε δική της οικογένεια και δεν είχε δικά της παιδιά, όλους μας μικρούς και μεγάλους μας έβλεπε σαν δικά της παιδιά και πάντοτε μας αποκαλούσε παιδιά μου.
Ενθυμούμαι όταν ερχόταν κάποια οικογένεια στο Επισκοπείο ήθελε πάντοτε να παίξει με τα μικρά παιδιά και πάντοτε στην τσέπη της, στην τσάντα της είχε κάτι να προσφέρει σε αυτά τα παιδιά κι εκείνα έτρεχαν στην αγκαλιά της και της έδιναν ένα μεγάλο φιλί και εννοούσαν το ευχαριστώ. Δεν κρατούσε κακία, ξέχναγε τις όποιες παρεξηγήσεις διότι αγαπούσε τον άνθρωπο και στον άνθρωπο έβλεπε την εικόνα του Χριστού. Όλα τα προσέφερε για τον ίδιο τον Χριστό, ήταν αυθεντική στην διακονία και ήταν εθελόντρια πραγματική είχε πράξει στην ζωή της ότι ο Χριστός δίδαξε: ″ος εάν θέλη γενέσθαι, μέγας εν υμίν έσται υμών διάκονος και ος αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος″. Αυτό το έκανε πράξη η μακαριστή Διαμάντω.
Η διακονία, λοιπόν, την οποία ασκησε ως εθελόντρια είτε σε υλικό, είτε σε πνευματικό επίπεδο ειχε ως μόνο κίνητρο την αγάπη στον συνάνθρωπο. Όπως η διακονία είναι πράξη εθελοντική έτσι και ο εθελοντής προσέφεραι μια πράξη διακονίας στον συνάνθρωπο κι όπως έλεγε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: ″ο εθελοντισμός δεν επιβάλλεται αλλά εμπνέεται από εκείνους που δραστηριοποίουνται και θυσιάζονται για τους άλλους″. Ο δε Απόστολος των Εθνών Παύλος απευθυνόμενος προς τον μαθητή του Τίτο και υπογραμίζοντας την σπουδαιότητα της εθελοντικής αγαθοεργίας επισημαίνει: ″ οι Χριστιανοί πρέπει να φροντίζουν να πρωτοστατούν στα καλά έργα″. Αυτό έκανε η μακαριστή Διαμάντω και για αυτό νομίζω αξίζει ένα μεγάλο ευχαριστώ για ότι προσέφερε στην διακονία της Εκκλησία μας. Αιωνία της η μνήμη!
Ευχαριστώ πολύ.