ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 19.02.2023
Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Αγαθονίκου Τσάκαλου, Ιερατικού Προϊσταμένου του Ιερού Ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και Θεοπρομήτορος Άννης.
«Έχουμε δει τον Κύριο;»
Προσεγγίζοντας την σημερινή Ευαγγελική περικοπή και ψηλαφώντας την, Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί αδερφοί, άμεσα διατυπώνεται στην σκέψη μας το ερώτημα και η απορία:« Έχουμε δει τον Κύριο;» Μία απορία και ένα ερώτημα διαχρονικό, οικουμενικό, πανανθρώπινο και πάντα επίκαιρο.
Σεβασμιώτατε, αφού προηγουμένως θερμότατα σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνατε να με ορίσετε ομιλητή και να μου δώσετε την δυνατότητα να διακονήσω τον λόγο του Θεού, ενώπιον σας και ενώπιον των αγαπητών αδελφών, στην συνέχεια σας παρακαλώ να ευχηθείτε να καταφέρω, ώστε η διδαχή να αποβεί εποικοδομητική για όλους μας.
Ο Κύριος μας, με την σημερινή του διδαχή, μας ανυψώνει και μας εισάγει στην ατμόσφαιρα και στα περιστατικά της Δευτέρας Παρουσίας του. Μας αποκαλύπτει το έσχατο εκείνο γεγονός, που ταυτόχρονα γίνεται εισαγωγή στην απέραντη ευφροσύνη της αιωνιότητας.
Η εικόνα είναι παρμένη από την ποιμενική ζωή και καθημερινότητα, ώστε να αποβεί σαφής και κατανοητή σε όλους.
Θα συναχθούν, λέει, όλοι μπροστά στον δοξασμένο Υιό του Θεού και Εκείνος, με γνώση και άνεση, θα χωρίσει το απέραντο πλήθος. Θα βάλει τα «πρόβατα» από τα δεξιά και τα «ερίφια» από τα αριστερά Του. Μετά τον χωρισμό, θα μιλήσει σε αυτούς που βρίσκονται δεξιά Του και θα τους πει· ελάτε οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου. Πείνασα και με θρέψατε. Δίψασα και με ποτίσατε. Ήμουνα ξένος και με φιλοξενήσατε. Ήμουνα γυμνός και με ντύσατε. Αρρώστησα και με επισκεφθήκατε. Βρέθηκα στην φυλακή και τρέξατε να με δείτε.
Αντίστροφη η διατύπωση σ’αυτούς που θα στέκονται αριστερά του, διατύπωση μομφής θα έλεγα. Πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω. Δίψασα και δεν μου προσφέρατε ένα ποτήρι νερό….κ.τ.λ. Και θα διατυπώσει την δίκαιη κρίση του, και για τους μεν και για τους δε. Και ευθύς αμέσως, θα εκφραστεί και θα διατυπωθεί η απορία και το αγωνιώδες υπαρξιακό ερώτημα και από τις δύο πλευρές «Κύριε πότε σε είδαμε πεινασμένο, διψασμένο, ξένο, γυμνό, άρρωστο, φυλακισμένο και δεν σε φροντίσαμε;»
Αδελφοί μου, αυτή η κοινή απορία, αυτή η κοινή ερώτηση, αυτός ο κοινός λόγος, έχει ένα περιεχόμενο απροσμέτρητο. Φανερώνει ένα βαθύ προβληματισμό στις σκέψεις και στις καρδιές όλων μας, αλλά με διαφορετική κατεύθυνση, ανάλογα σε ποια πλευρά βρισκόμαστε, των προβάτων ή των εριφίων.
«Αλήθεια, λοιπόν, έχουμε δει τον Θεό;»
Σίγουρα θα έλεγα ότι ο πόθος και η επιθυμία για να τον προσεγγίσουμε, να τον γνωρίσουμε και να τον δούμε, δεν μας λείπει, άλλοτε πιο έντονα και άλλοτε ήπια υπάρχει μέσα μας, και εκφράζεται άλλοτε σαν δίψα για την γνώση του, άλλοτε σαν φλόγα που κατακαίει τα σωθικά μας για την κοινωνία μαζί του, άλλοτε σαν πρόβλημα υπαρξιακό που γεμίζει τον λογισμό μας. Ενώ η θέληση είναι δεδομένη, ο δρόμος που παίρνουμε για να φθάσουμε στην θέα του Θεού, συχνά είναι λαθεμένος, και αντί να μας οδηγήσει σε Εκείνον, μας φέρνει στην σύγχυση και στην απομάκρυνση.
Πολλοί από εμάς ψάχνουν τον Θεό μέσα από κιάλια της επιστήμης ή της φιλοσοφίας. Ερευνούν για την ύπαρξη του Θεού με τρόπους και μέσα που τους προσφέρουν τα επιστημονικά δεδομένα ή ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους. Παρατηρούν, φωτογραφίζουν τον κόσμο, κάνουν λογικούς συνδυασμούς και βγάζουν συμπεράσματα, με στόχο να μπορέσουν να φθάσουν στην εξιχνίαση των μυστηρίων του Θεού και στην ψηλάφηση της παρουσίας του.
Η μέθοδος που ακολουθούν τους οδηγεί σε αποπροσανατολισμό. Χάνονται και σκοτίζονται μέσα στις θεωρίες και τις μεθόδους. Βυθίζονται στα ανθρώπινα σχήματα και στη ασάφεια των επιστημονικών και φιλοσοφικών διατυπώσεων.
Ο Απόστολος Παύλος περιγράφει με σαφήνεια το δράμα τους: «Εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία φάσκοντες είναι σοφοί, εμωράνθησαν» (Ρωμ. Α, 21). Δηλαδή με τους ψεύτικους και πλανημένους συλλογισμούς τους, αποδείχθηκαν μωροί – ανόητοι και σκοτίσθηκε η ασύνετη και ανίκανη διάνοιά τους να καταλάβει τα αληθινά και τα πρέποντα.
Οι άνθρωποι που δίνονται σε μία τέτοια έρευνα, δεν συναντούν τελικά τον Θεό. Δεν τον γνωρίζουν. Δεν κατορθώνουν να χαρούν την παρουσία Του. Η μέθοδός τους είναι σκέτη νοησιαρχική αναζήτηση, δεν αποκαλύπτει τον «Όντα τον Θεό», και δεν δημιουργεί σχέση μαζί Του. Εκτός, ωστόσο, από αυτήν την λαθεμένη πορεία , υπάρχει και μία ακόμη με λαθεμένο τρόπο αναζήτηση και προσέγγιση του Θεού. Είναι δρόμος τον οποίο παίρνουμε συχνά εμείς οι πιστοί και που δεν μας οδηγεί στο Θεό και στην σχέση μαζί του.
Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, καταχωρεί μια φράση που είναι αποκαλυπτική γι’ αυτήν την περίπτωση. Μιλάει για την τάση των Ελλήνων να αναζητούν, «διά της σοφίας τον Θεόν» (Ά. Κορ. α,21), και την απαίτηση των Ιουδαίων να τους παρασχεθεί εντυπωσιακό σημείο, που θα επιβάλει την προσωπικότητα και το κράτος του Μεσσία: «Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν». Αυτή την απαίτηση, που ήταν δημιούργημα της Ιουδαϊκής νοοτροπίας, την αναμειγνύουμε, πολλές φορές εμείς οι πιστοί, με την δική μας ανωριμότητα και την κάνουμε μέθοδο γνώσεως και κοινωνίας του Θεού. Δηλαδή, ζητάμε σημάδι εντυπωσιακό. Επέμβαση φανταχτερή, τρανταχτή του Θεού στην ζωή μας. Γεγονός που να μας συγκλονίσει και να μας αλλοιώσει. Απαιτούμε να δούμε με το υλικό μας μάτι το θαυμαστό. Το θαύμα που υπερβαίνει τους φυσικούς νόμους, για να γοητευθεί η ψυχή μας και να παραδεχτεί την ύπαρξη και την ενέργεια του Θεού.
Έτσι κάτω από αυτήν την λαθεμένη αναζήτηση, πολλές φορές φτάνουμε να διατυπώνουμε και εμείς το παράπονο: Κύριε, πότε σε είδαμε να εντυπωσιάζεις με την παρουσία Σου, και με τα θαύματα Σου, και δεν σκύψαμε να προσκυνήσουμε τα πόδια Σου; Δεν σε είδαμε…
Θέλουμε να σε ψαύσουμε, να σε ψηλαφίσουμε να ζήσουμε σαν προσωπική μας ιστορία τα θαύματα Σου, και τότε δεν θα μας κρατήσει τίποτα μακριά Σου. Τότε θα πούμε ότι σε είδαμε.
Ο Κύριος μας, όμως, με το σημερινό Του λόγο ανατρέπει τις λαθεμένες και νοθευμένες αυτές νοοτροπίες μας. Μιλάει για την δυνατότητα, που μας έχει παρασχεθεί, να διακρίνουμε την παρουσία Του στα πρόσωπα των αδελφών, στα πρόσωπα τον ανθρώπων. Και ταυτόχρονα μιλάει, για την ευχέρεια που μας δόθηκε και μας δίνεται να υλοποιήσουμε την αγάπη μας προς τον Θεό, δίνοντάς την στα πλανεμένα πλάσματά Του. Η διδαχή Του και ο λόγος Του αυτός, ανατρέπει την εικόνα, περί της ανθρώπινης προσωπικότητας που έχουμε μέσα μας. Μετατοπίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και την τοποθετεί πολύ κοντά στο Θεό και φέρνει τον Θεό πολύ κοντά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Έτσι τον Θεό μπορούμε να τον δούμε στις εικόνες Του, στα πρόσωπα δηλαδή των ανθρώπων.
Ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ’εικόνα Θεού», προικισμένος με την ελευθερία και με τον λόγο· και σαν εικόνα Θεού, δίνει με την παρουσία Του και με τις ενέργειες Του, την μαρτυρία για τον Δημιουργό που τον δημιούργησε.
Ο κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένος άνθρωπος, είναι η παρουσία του Θεού στην γη. Αντίθετα· με την κοσμική νοοτροπία ο άνθρωπος, είναι ένα άτομο, που περπατάει στους δρόμους και γράφει την ιστορία του, μέχρι να αποσυρθεί διά του σωματικού θανάτου και να σβήσει μέσα στη λησμοσύνη.
Ο λόγος του Κυρίου μας, όμως, σήμερα μας μετακινεί από αυτήν την ανθρωποθεωρία και μας δείχνει το αληθινό πρόσωπο και την γνήσια ποιότητα του ανθρώπου.
Μας παρακινεί και μας διδάσκει να Τον αντικρίζουμε σαν την εικόνα Του και σαν την αντανάκλαση του κάλλους Του. Σαν Τον κληρονόμο των δωρεών της δημιουργίας και της επαγγελίας.
Ο προφήτης και Βασιλιάς Δαβίδ, στην προχριστιανή εποχή, με έκσταση αντικρίζει το ανθρώπινο πρόσωπο και εκφράζει τον θαυμασμό του με τούτα τα ποιητικά λόγια:«Τι εστίν άνθρωπος, ότι μιμνήσκῃ αυτού ή υιός ανθρώπου, ότι επισκέπτη αυτόν; Ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ’ αγγέλους, δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών σου· πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού». (ψαλ. 8,5-7). Δηλαδή Κύριε ποια αξία έχει ο άνθρωπος, ώστε να τον ενθυμείσαι ή ο απόγονος του ανθρώπου, ώστε να τον επισκέπτεσαι και να φροντίζεις για αυτόν; Τον έκανες λίγο κάτι κατώτερο από τους αγγέλους, με δόξα και τιμή τον εστεφάνωσες ως Βασιλέα της φύσεως. Όλα τα υπέταξες κάτω από τα πόδια του.
Στην εποχή της Καινής Διαθήκης, η έκσταση του Δαβίδ, μπροστά στην εικόνα του Θεού τον άνθρωπο, αυξάνεται και πολλαπλασιάζεται, γιατί μας φανερώθηκε ακόμα μια θαυμαστή πλευρά του ανθρωπίνου προσώπου. Ο άνθρωπος είναι το πλάσμα , «υπέρ ου Χριστός απέθανε».(ρωμ. ιδ,15). Να το μεγαλείο του ανθρώπου και η αξία του. Για τον άνθρωπο ανέβηκε ο Λυτρωτής στον Σταυρό, για να τον σώσει. Για τον άνθρωπο άπλωσε τα χέρια στο ξύλο της καταδίκης, για να τον αγκαλιάσει. Για τον άνθρωπο έχυσε το Αίμα Του, για να τον λούσει και να τον αγιάσει.
Όταν αντικρίζουμε, λοιπόν, τον άνθρωπο, αυτόματα αναγόμαστε στο Μυστήριο της αγάπης του Θεού, που εκφράστηκε στην σάρκωση και στην θυσία. Δεν είναι επομένως καθόλου τυχαία σύμπτωση όταν συναντάμε έναν άνθρωπο, όταν συναντάμε την εικόνα του Θεού. Είναι γεγονός που μπορούμε να το βιώσουμε. Ναι η εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος, είναι η φανέρωσης του Θεού, μία φανέρωση, που μπορεί να μας αναμοχλεύσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να νοιώσουμε μέσα μας ζωντανή την παρουσία του Θεού.
Υπάρχει και μια προέκταση πολύ σημαντική στην σημερινή διδαχή, που κάνει ακόμα πιο δυναμική και πιο γόνιμη την ανθρώπινη παρουσία ως εικόνα του Θεού. Και αυτή είναι ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη οδύνη, που κάνει τον άνθρωπο σταυροφόρο. Όταν αντικρίζουμε τον άρρωστο, τον γυμνό, τον εγκαταλελειμένο, τον φυλακισμένο, έχουμε μπροστά μας ακαίρεη την εικόνα του σταυρού.
Ο Κύριός μας, και δίψασε και διώχθηκε και σύρθηκε στην άδικη κρίση και καρφώθηκε πάνω στο ξύλο του σταυρού. Δέχθηκε να υποστεί το μαρτύριο και να σηκώσει στους ώμους Του το ξύλο της καταδίκης, για να ομοιωθεί κατά πάντα με μας. «… γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλπ. Β,8). Και για να ανακαινίσει με τον θάνατο και με την Ανάσταση, την φθαρμένη ανθρώπινη φύση μας.
Πλησιάζοντας, λοιπόν, αυτούς που πονούν, πλησιάζουμε τους μικρούς αδερφούς Του, και κάνοντας μια πράξη αγάπης, για να ελαφρύνουμε το βάρος του σταυρού τους, και για να σφογγίσουμε το δάκρυ από τα μάτια τους, αντιγράφουμε την γενναία πράξη του Σίμωνα του Κυριναίου. Μοιραζόμαστε την θλίψη τους, προσφέρουμε τη βοήθειά μας, χαρίζουμε την παρηγοριά. Κάνουμε το ανηφορικό μονοπάτι τους βατό και την περιπέτεια τους μικρότερη.
Αυτή μας την πράξη ο Κύριος την λογαριάζει. Την παρακολουθεί με χαρά και την καταχωρεί, σαν να έχει προσφερθεί στο δικό του πρόσωπο.
Όταν περπάτησε στην γη μας, «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου» (πραξ. 10,38). Σκόρπισε παντού την ευεργεσία Του, και θεράπευσε όλους εκείνους που τους δυνάστευε ο διάβολος με τις αρρώστιες και τις επιρροές του. «Αυτός τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασεν» (Ματ. 8,17).
Πήρε από τα σώματα των ανθρώπων τις αρρώστιες και ξαλάφρωσε τις καρδιές τους από τον πόνο, και μέσα στην εκκλησία Του συνεχίζει το άνοιγμα και την έκχυση της αγάπης Του, με το άναμα της καρδιάς και με την προσφορά του έργου της διακονίας των πιστών μαθητών Του. Το έργο της αγάπης της εκκλησίας, είναι έργο δικό Του. Παρουσία στα πονεμένα μέλη και αδέλφια Του. Συμπαράσταση στην ανηφορική πορεία και στο Γολγοθά των ελαχίστων αδελφών Του. Ταυτόχρονα, ο Κύριος ενώνεται και ταυτίζεται με τα σταυρωμένα μέλη της εκκλησίας Του. Και καθώς η εκκλησία και τα μέλη της καλλιεργούν την αγάπη και μεταφράζουν σε πρακτικό έργο την θεϊκή εντολή, Εκείνος αποδέχεται την δωρεά, που γίνεται στα πονεμένα μέλη του σώματός Του. Τη βλέπει και την δέχεται σαν δωρεά αγάπης και λατρείας στο Θεανδρικό Του πρόσωπο. «Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» κοπιάσατε για τα αδέλφια μου. Για τα πονεμένα μέλη της εκκλησίας μου, που είναι μικροί και ελάχιστοι στα μάτια των ανθρώπων, μα εγώ τους θεωρώ αδελφούς μου.
Καιρός τώρα να βρεθείτε μαζί μου, να μείνετε αιώνια στην χορεία των εκλεκτών μου. Να αντικρίζετε το πρόσωπό μου, και εγώ να περιβάλλομαι από την παρουσία σας.
Ολόκληρη αυτή η διαλεκτική, μας δίνει το εύρος και την βαθύτητα της αγάπης. Η προσφορά της αγάπης γίνεται μια γέφυρα, που μας φέρνει στον Θεό.
Η αγάπη εκχέεται από τον Θεό· και Εκείνος που αγαπάει πλησιάζει τον Θεό και Τον γνωρίζει. Γεύεται την θεότητα και την κοινωνία με τον Κύριο.
Αδελφοί μου, βρισκόμαστε προ της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και καλούμαστε σε προετοιμασία πνευματική, προκειμένου να γιορτάσουμε επάξια τις γιορτές του Πάσχα και της Ανάστασης. Το βαθύτερο νόημα της προετοιμασίας αυτών των ημερών, είναι να ζήσει κανείς με ένα αληθινό τρόπο την αγάπη. Γιατί μόνο όσοι μπορούν και ξέρουν να αγαπούν, αυτοί και μόνο θα σωθούν κατά την κρίση. Αυτοί που αγαπούν είναι οι χαριτωμένοι της γης και οι ευλογημένοι του ουρανού. Είναι αυτοί που θα ακούσουν: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν Βασιλείαν».
Ο καθένας διαλέγει τον δικό του δρόμο ελεύθερα και κάνει τις επιλογές του ανεπηρέαστα. Όσοι αγαπούν αξιώνονται και να αγαπιώνται και όσοι μισούν απορρίπτονται από τους ανθρώπους και τον Θεό. Καμία απειλή και κανένας εκβιασμός συνειδήσεων δεν παρατηρείται εδώ. Η ελευθερία είναι το πλαίσιο των κινήσεων και των αποφάσεων· και η αγάπη το μοναδικό κριτήριο, βάσει του οποίου θα γίνει η κρίση.
Την προηγούμενη Κυριακή ακούσαμε την παραβολή του Ασώτου. Ακούσαμε για τον πατέρα εκείνον που ξέρει μόνο να αγαπάει να ανοίγει την καρδιά του και την αγκαλιά του και να δέχεται την επιστροφή του άσωτου παιδιού του.
Την επόμενη Κυριακή θα ακούσουμε επίσης, για την αγάπη και πάλι. Μια αγάπη που εκφράζεται με τις πράξεις της συγχωρητικότητας προς τους άλλους. Κέντρο και πάλι η αγάπη. Γιατί μόνο από την αρετή της αγάπης παίρνουν αξία και οι άλλες αρετές. Η αγάπη είναι το κριτήριο της αληθινής πνευματικής ζωής, καθώς και το ζύγι της εσχατολογικής κρίσης. Τόσο η παρούσα, όσο και η μέλλουσα ζωή κερδίζεται μόνο με την αγάπη.
Σεβασμιώτατε και αγαπητοί αδελφοί κλείνοντας, επαναφέρουμε το αγωνιώδες και πολύ επιτακτικό ερώτημα: « Έχουμε δει τον Κύριο; »
Στο βαθμό που συναντήσαμε τον συνάνθρωπό μας, τότε, όντως, είδαμε το Χριστό στο πρόσωπο του ελάχιστου αδελφού Του, ως εικόνα του Θεού, προσφέροντάς του την έμπρακτη αγάπη μας. Στην οποιαδήποτε ένσταση, ότι ποτέ δεν είδαμε τον Κύριο δίπλα μας, «πεινώντα ή διψώντα, ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή», η απάντηση του Ιησού Χριστού είναι αποστομωτική: «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε».
Ο δρόμος που οδηγεί στο Θεό περνάει από το πρόσωπο του πλησίον.
Ευχηθείτε Σεβασμιώτατε να θελήσουμε να δούμε τον Θεό, εδώ μέσα από τα πρόσωπα των ανθρώπων, ώστε να είναι εύθετος ο δρόμος για την Βασιλεία των ουρανών.
Ευχαριστώ!
ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 19.02.2023
Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Αγαθονίκου Τσάκαλου, Ιερατικού Προϊσταμένου του Ιερού Ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και Θεοπρομήτορος Άννης.
«Έχουμε δει τον Κύριο;»
Προσεγγίζοντας την σημερινή Ευαγγελική περικοπή και ψηλαφώντας την, Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί αδερφοί, άμεσα διατυπώνεται στην σκέψη μας το ερώτημα και η απορία:« Έχουμε δει τον Κύριο;» Μία απορία και ένα ερώτημα διαχρονικό, οικουμενικό, πανανθρώπινο και πάντα επίκαιρο.
Σεβασμιώτατε, αφού προηγουμένως θερμότατα σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνατε να με ορίσετε ομιλητή και να μου δώσετε την δυνατότητα να διακονήσω τον λόγο του Θεού, ενώπιον σας και ενώπιον των αγαπητών αδελφών, στην συνέχεια σας παρακαλώ να ευχηθείτε να καταφέρω, ώστε η διδαχή να αποβεί εποικοδομητική για όλους μας.
Ο Κύριος μας, με την σημερινή του διδαχή, μας ανυψώνει και μας εισάγει στην ατμόσφαιρα και στα περιστατικά της Δευτέρας Παρουσίας του. Μας αποκαλύπτει το έσχατο εκείνο γεγονός, που ταυτόχρονα γίνεται εισαγωγή στην απέραντη ευφροσύνη της αιωνιότητας.
Η εικόνα είναι παρμένη από την ποιμενική ζωή και καθημερινότητα, ώστε να αποβεί σαφής και κατανοητή σε όλους.
Θα συναχθούν, λέει, όλοι μπροστά στον δοξασμένο Υιό του Θεού και Εκείνος, με γνώση και άνεση, θα χωρίσει το απέραντο πλήθος. Θα βάλει τα «πρόβατα» από τα δεξιά και τα «ερίφια» από τα αριστερά Του. Μετά τον χωρισμό, θα μιλήσει σε αυτούς που βρίσκονται δεξιά Του και θα τους πει· ελάτε οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου. Πείνασα και με θρέψατε. Δίψασα και με ποτίσατε. Ήμουνα ξένος και με φιλοξενήσατε. Ήμουνα γυμνός και με ντύσατε. Αρρώστησα και με επισκεφθήκατε. Βρέθηκα στην φυλακή και τρέξατε να με δείτε.
Αντίστροφη η διατύπωση σ’αυτούς που θα στέκονται αριστερά του, διατύπωση μομφής θα έλεγα. Πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω. Δίψασα και δεν μου προσφέρατε ένα ποτήρι νερό….κ.τ.λ. Και θα διατυπώσει την δίκαιη κρίση του, και για τους μεν και για τους δε. Και ευθύς αμέσως, θα εκφραστεί και θα διατυπωθεί η απορία και το αγωνιώδες υπαρξιακό ερώτημα και από τις δύο πλευρές «Κύριε πότε σε είδαμε πεινασμένο, διψασμένο, ξένο, γυμνό, άρρωστο, φυλακισμένο και δεν σε φροντίσαμε;»
Αδελφοί μου, αυτή η κοινή απορία, αυτή η κοινή ερώτηση, αυτός ο κοινός λόγος, έχει ένα περιεχόμενο απροσμέτρητο. Φανερώνει ένα βαθύ προβληματισμό στις σκέψεις και στις καρδιές όλων μας, αλλά με διαφορετική κατεύθυνση, ανάλογα σε ποια πλευρά βρισκόμαστε, των προβάτων ή των εριφίων.
«Αλήθεια, λοιπόν, έχουμε δει τον Θεό;»
Σίγουρα θα έλεγα ότι ο πόθος και η επιθυμία για να τον προσεγγίσουμε, να τον γνωρίσουμε και να τον δούμε, δεν μας λείπει, άλλοτε πιο έντονα και άλλοτε ήπια υπάρχει μέσα μας, και εκφράζεται άλλοτε σαν δίψα για την γνώση του, άλλοτε σαν φλόγα που κατακαίει τα σωθικά μας για την κοινωνία μαζί του, άλλοτε σαν πρόβλημα υπαρξιακό που γεμίζει τον λογισμό μας. Ενώ η θέληση είναι δεδομένη, ο δρόμος που παίρνουμε για να φθάσουμε στην θέα του Θεού, συχνά είναι λαθεμένος, και αντί να μας οδηγήσει σε Εκείνον, μας φέρνει στην σύγχυση και στην απομάκρυνση.
Πολλοί από εμάς ψάχνουν τον Θεό μέσα από κιάλια της επιστήμης ή της φιλοσοφίας. Ερευνούν για την ύπαρξη του Θεού με τρόπους και μέσα που τους προσφέρουν τα επιστημονικά δεδομένα ή ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους. Παρατηρούν, φωτογραφίζουν τον κόσμο, κάνουν λογικούς συνδυασμούς και βγάζουν συμπεράσματα, με στόχο να μπορέσουν να φθάσουν στην εξιχνίαση των μυστηρίων του Θεού και στην ψηλάφηση της παρουσίας του.
Η μέθοδος που ακολουθούν τους οδηγεί σε αποπροσανατολισμό. Χάνονται και σκοτίζονται μέσα στις θεωρίες και τις μεθόδους. Βυθίζονται στα ανθρώπινα σχήματα και στη ασάφεια των επιστημονικών και φιλοσοφικών διατυπώσεων.
Ο Απόστολος Παύλος περιγράφει με σαφήνεια το δράμα τους: «Εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία φάσκοντες είναι σοφοί, εμωράνθησαν» (Ρωμ. Α, 21). Δηλαδή με τους ψεύτικους και πλανημένους συλλογισμούς τους, αποδείχθηκαν μωροί – ανόητοι και σκοτίσθηκε η ασύνετη και ανίκανη διάνοιά τους να καταλάβει τα αληθινά και τα πρέποντα.
Οι άνθρωποι που δίνονται σε μία τέτοια έρευνα, δεν συναντούν τελικά τον Θεό. Δεν τον γνωρίζουν. Δεν κατορθώνουν να χαρούν την παρουσία Του. Η μέθοδός τους είναι σκέτη νοησιαρχική αναζήτηση, δεν αποκαλύπτει τον «Όντα τον Θεό», και δεν δημιουργεί σχέση μαζί Του. Εκτός, ωστόσο, από αυτήν την λαθεμένη πορεία , υπάρχει και μία ακόμη με λαθεμένο τρόπο αναζήτηση και προσέγγιση του Θεού. Είναι δρόμος τον οποίο παίρνουμε συχνά εμείς οι πιστοί και που δεν μας οδηγεί στο Θεό και στην σχέση μαζί του.
Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, καταχωρεί μια φράση που είναι αποκαλυπτική γι’ αυτήν την περίπτωση. Μιλάει για την τάση των Ελλήνων να αναζητούν, «διά της σοφίας τον Θεόν» (Ά. Κορ. α,21), και την απαίτηση των Ιουδαίων να τους παρασχεθεί εντυπωσιακό σημείο, που θα επιβάλει την προσωπικότητα και το κράτος του Μεσσία: «Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν». Αυτή την απαίτηση, που ήταν δημιούργημα της Ιουδαϊκής νοοτροπίας, την αναμειγνύουμε, πολλές φορές εμείς οι πιστοί, με την δική μας ανωριμότητα και την κάνουμε μέθοδο γνώσεως και κοινωνίας του Θεού. Δηλαδή, ζητάμε σημάδι εντυπωσιακό. Επέμβαση φανταχτερή, τρανταχτή του Θεού στην ζωή μας. Γεγονός που να μας συγκλονίσει και να μας αλλοιώσει. Απαιτούμε να δούμε με το υλικό μας μάτι το θαυμαστό. Το θαύμα που υπερβαίνει τους φυσικούς νόμους, για να γοητευθεί η ψυχή μας και να παραδεχτεί την ύπαρξη και την ενέργεια του Θεού.
Έτσι κάτω από αυτήν την λαθεμένη αναζήτηση, πολλές φορές φτάνουμε να διατυπώνουμε και εμείς το παράπονο: Κύριε, πότε σε είδαμε να εντυπωσιάζεις με την παρουσία Σου, και με τα θαύματα Σου, και δεν σκύψαμε να προσκυνήσουμε τα πόδια Σου; Δεν σε είδαμε…
Θέλουμε να σε ψαύσουμε, να σε ψηλαφίσουμε να ζήσουμε σαν προσωπική μας ιστορία τα θαύματα Σου, και τότε δεν θα μας κρατήσει τίποτα μακριά Σου. Τότε θα πούμε ότι σε είδαμε.
Ο Κύριος μας, όμως, με το σημερινό Του λόγο ανατρέπει τις λαθεμένες και νοθευμένες αυτές νοοτροπίες μας. Μιλάει για την δυνατότητα, που μας έχει παρασχεθεί, να διακρίνουμε την παρουσία Του στα πρόσωπα των αδελφών, στα πρόσωπα τον ανθρώπων. Και ταυτόχρονα μιλάει, για την ευχέρεια που μας δόθηκε και μας δίνεται να υλοποιήσουμε την αγάπη μας προς τον Θεό, δίνοντάς την στα πλανεμένα πλάσματά Του. Η διδαχή Του και ο λόγος Του αυτός, ανατρέπει την εικόνα, περί της ανθρώπινης προσωπικότητας που έχουμε μέσα μας. Μετατοπίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και την τοποθετεί πολύ κοντά στο Θεό και φέρνει τον Θεό πολύ κοντά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Έτσι τον Θεό μπορούμε να τον δούμε στις εικόνες Του, στα πρόσωπα δηλαδή των ανθρώπων.
Ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ’εικόνα Θεού», προικισμένος με την ελευθερία και με τον λόγο· και σαν εικόνα Θεού, δίνει με την παρουσία Του και με τις ενέργειες Του, την μαρτυρία για τον Δημιουργό που τον δημιούργησε.
Ο κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένος άνθρωπος, είναι η παρουσία του Θεού στην γη. Αντίθετα· με την κοσμική νοοτροπία ο άνθρωπος, είναι ένα άτομο, που περπατάει στους δρόμους και γράφει την ιστορία του, μέχρι να αποσυρθεί διά του σωματικού θανάτου και να σβήσει μέσα στη λησμοσύνη.
Ο λόγος του Κυρίου μας, όμως, σήμερα μας μετακινεί από αυτήν την ανθρωποθεωρία και μας δείχνει το αληθινό πρόσωπο και την γνήσια ποιότητα του ανθρώπου.
Μας παρακινεί και μας διδάσκει να Τον αντικρίζουμε σαν την εικόνα Του και σαν την αντανάκλαση του κάλλους Του. Σαν Τον κληρονόμο των δωρεών της δημιουργίας και της επαγγελίας.
Ο προφήτης και Βασιλιάς Δαβίδ, στην προχριστιανή εποχή, με έκσταση αντικρίζει το ανθρώπινο πρόσωπο και εκφράζει τον θαυμασμό του με τούτα τα ποιητικά λόγια:«Τι εστίν άνθρωπος, ότι μιμνήσκῃ αυτού ή υιός ανθρώπου, ότι επισκέπτη αυτόν; Ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ’ αγγέλους, δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών σου· πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού». (ψαλ. 8,5-7). Δηλαδή Κύριε ποια αξία έχει ο άνθρωπος, ώστε να τον ενθυμείσαι ή ο απόγονος του ανθρώπου, ώστε να τον επισκέπτεσαι και να φροντίζεις για αυτόν; Τον έκανες λίγο κάτι κατώτερο από τους αγγέλους, με δόξα και τιμή τον εστεφάνωσες ως Βασιλέα της φύσεως. Όλα τα υπέταξες κάτω από τα πόδια του.
Στην εποχή της Καινής Διαθήκης, η έκσταση του Δαβίδ, μπροστά στην εικόνα του Θεού τον άνθρωπο, αυξάνεται και πολλαπλασιάζεται, γιατί μας φανερώθηκε ακόμα μια θαυμαστή πλευρά του ανθρωπίνου προσώπου. Ο άνθρωπος είναι το πλάσμα , «υπέρ ου Χριστός απέθανε».(ρωμ. ιδ,15). Να το μεγαλείο του ανθρώπου και η αξία του. Για τον άνθρωπο ανέβηκε ο Λυτρωτής στον Σταυρό, για να τον σώσει. Για τον άνθρωπο άπλωσε τα χέρια στο ξύλο της καταδίκης, για να τον αγκαλιάσει. Για τον άνθρωπο έχυσε το Αίμα Του, για να τον λούσει και να τον αγιάσει.
Όταν αντικρίζουμε, λοιπόν, τον άνθρωπο, αυτόματα αναγόμαστε στο Μυστήριο της αγάπης του Θεού, που εκφράστηκε στην σάρκωση και στην θυσία. Δεν είναι επομένως καθόλου τυχαία σύμπτωση όταν συναντάμε έναν άνθρωπο, όταν συναντάμε την εικόνα του Θεού. Είναι γεγονός που μπορούμε να το βιώσουμε. Ναι η εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος, είναι η φανέρωσης του Θεού, μία φανέρωση, που μπορεί να μας αναμοχλεύσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να νοιώσουμε μέσα μας ζωντανή την παρουσία του Θεού.
Υπάρχει και μια προέκταση πολύ σημαντική στην σημερινή διδαχή, που κάνει ακόμα πιο δυναμική και πιο γόνιμη την ανθρώπινη παρουσία ως εικόνα του Θεού. Και αυτή είναι ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη οδύνη, που κάνει τον άνθρωπο σταυροφόρο. Όταν αντικρίζουμε τον άρρωστο, τον γυμνό, τον εγκαταλελειμένο, τον φυλακισμένο, έχουμε μπροστά μας ακαίρεη την εικόνα του σταυρού.
Ο Κύριός μας, και δίψασε και διώχθηκε και σύρθηκε στην άδικη κρίση και καρφώθηκε πάνω στο ξύλο του σταυρού. Δέχθηκε να υποστεί το μαρτύριο και να σηκώσει στους ώμους Του το ξύλο της καταδίκης, για να ομοιωθεί κατά πάντα με μας. «… γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλπ. Β,8). Και για να ανακαινίσει με τον θάνατο και με την Ανάσταση, την φθαρμένη ανθρώπινη φύση μας.
Πλησιάζοντας, λοιπόν, αυτούς που πονούν, πλησιάζουμε τους μικρούς αδερφούς Του, και κάνοντας μια πράξη αγάπης, για να ελαφρύνουμε το βάρος του σταυρού τους, και για να σφογγίσουμε το δάκρυ από τα μάτια τους, αντιγράφουμε την γενναία πράξη του Σίμωνα του Κυριναίου. Μοιραζόμαστε την θλίψη τους, προσφέρουμε τη βοήθειά μας, χαρίζουμε την παρηγοριά. Κάνουμε το ανηφορικό μονοπάτι τους βατό και την περιπέτεια τους μικρότερη.
Αυτή μας την πράξη ο Κύριος την λογαριάζει. Την παρακολουθεί με χαρά και την καταχωρεί, σαν να έχει προσφερθεί στο δικό του πρόσωπο.
Όταν περπάτησε στην γη μας, «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου» (πραξ. 10,38). Σκόρπισε παντού την ευεργεσία Του, και θεράπευσε όλους εκείνους που τους δυνάστευε ο διάβολος με τις αρρώστιες και τις επιρροές του. «Αυτός τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασεν» (Ματ. 8,17).
Πήρε από τα σώματα των ανθρώπων τις αρρώστιες και ξαλάφρωσε τις καρδιές τους από τον πόνο, και μέσα στην εκκλησία Του συνεχίζει το άνοιγμα και την έκχυση της αγάπης Του, με το άναμα της καρδιάς και με την προσφορά του έργου της διακονίας των πιστών μαθητών Του. Το έργο της αγάπης της εκκλησίας, είναι έργο δικό Του. Παρουσία στα πονεμένα μέλη και αδέλφια Του. Συμπαράσταση στην ανηφορική πορεία και στο Γολγοθά των ελαχίστων αδελφών Του. Ταυτόχρονα, ο Κύριος ενώνεται και ταυτίζεται με τα σταυρωμένα μέλη της εκκλησίας Του. Και καθώς η εκκλησία και τα μέλη της καλλιεργούν την αγάπη και μεταφράζουν σε πρακτικό έργο την θεϊκή εντολή, Εκείνος αποδέχεται την δωρεά, που γίνεται στα πονεμένα μέλη του σώματός Του. Τη βλέπει και την δέχεται σαν δωρεά αγάπης και λατρείας στο Θεανδρικό Του πρόσωπο. «Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» κοπιάσατε για τα αδέλφια μου. Για τα πονεμένα μέλη της εκκλησίας μου, που είναι μικροί και ελάχιστοι στα μάτια των ανθρώπων, μα εγώ τους θεωρώ αδελφούς μου.
Καιρός τώρα να βρεθείτε μαζί μου, να μείνετε αιώνια στην χορεία των εκλεκτών μου. Να αντικρίζετε το πρόσωπό μου, και εγώ να περιβάλλομαι από την παρουσία σας.
Ολόκληρη αυτή η διαλεκτική, μας δίνει το εύρος και την βαθύτητα της αγάπης. Η προσφορά της αγάπης γίνεται μια γέφυρα, που μας φέρνει στον Θεό.
Η αγάπη εκχέεται από τον Θεό· και Εκείνος που αγαπάει πλησιάζει τον Θεό και Τον γνωρίζει. Γεύεται την θεότητα και την κοινωνία με τον Κύριο.
Αδελφοί μου, βρισκόμαστε προ της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και καλούμαστε σε προετοιμασία πνευματική, προκειμένου να γιορτάσουμε επάξια τις γιορτές του Πάσχα και της Ανάστασης. Το βαθύτερο νόημα της προετοιμασίας αυτών των ημερών, είναι να ζήσει κανείς με ένα αληθινό τρόπο την αγάπη. Γιατί μόνο όσοι μπορούν και ξέρουν να αγαπούν, αυτοί και μόνο θα σωθούν κατά την κρίση. Αυτοί που αγαπούν είναι οι χαριτωμένοι της γης και οι ευλογημένοι του ουρανού. Είναι αυτοί που θα ακούσουν: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν Βασιλείαν».
Ο καθένας διαλέγει τον δικό του δρόμο ελεύθερα και κάνει τις επιλογές του ανεπηρέαστα. Όσοι αγαπούν αξιώνονται και να αγαπιώνται και όσοι μισούν απορρίπτονται από τους ανθρώπους και τον Θεό. Καμία απειλή και κανένας εκβιασμός συνειδήσεων δεν παρατηρείται εδώ. Η ελευθερία είναι το πλαίσιο των κινήσεων και των αποφάσεων· και η αγάπη το μοναδικό κριτήριο, βάσει του οποίου θα γίνει η κρίση.
Την προηγούμενη Κυριακή ακούσαμε την παραβολή του Ασώτου. Ακούσαμε για τον πατέρα εκείνον που ξέρει μόνο να αγαπάει να ανοίγει την καρδιά του και την αγκαλιά του και να δέχεται την επιστροφή του άσωτου παιδιού του.
Την επόμενη Κυριακή θα ακούσουμε επίσης, για την αγάπη και πάλι. Μια αγάπη που εκφράζεται με τις πράξεις της συγχωρητικότητας προς τους άλλους. Κέντρο και πάλι η αγάπη. Γιατί μόνο από την αρετή της αγάπης παίρνουν αξία και οι άλλες αρετές. Η αγάπη είναι το κριτήριο της αληθινής πνευματικής ζωής, καθώς και το ζύγι της εσχατολογικής κρίσης. Τόσο η παρούσα, όσο και η μέλλουσα ζωή κερδίζεται μόνο με την αγάπη.
Σεβασμιώτατε και αγαπητοί αδελφοί κλείνοντας, επαναφέρουμε το αγωνιώδες και πολύ επιτακτικό ερώτημα: « Έχουμε δει τον Κύριο; »
Στο βαθμό που συναντήσαμε τον συνάνθρωπό μας, τότε, όντως, είδαμε το Χριστό στο πρόσωπο του ελάχιστου αδελφού Του, ως εικόνα του Θεού, προσφέροντάς του την έμπρακτη αγάπη μας. Στην οποιαδήποτε ένσταση, ότι ποτέ δεν είδαμε τον Κύριο δίπλα μας, «πεινώντα ή διψώντα, ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή», η απάντηση του Ιησού Χριστού είναι αποστομωτική: «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε».
Ο δρόμος που οδηγεί στο Θεό περνάει από το πρόσωπο του πλησίον.
Ευχηθείτε Σεβασμιώτατε να θελήσουμε να δούμε τον Θεό, εδώ μέσα από τα πρόσωπα των ανθρώπων, ώστε να είναι εύθετος ο δρόμος για την Βασιλεία των ουρανών.
Ευχαριστώ!