ΟΜΙΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 18.12.2022
ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΟΜΙΛΙΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2022
ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
π. Σπυρίδων Σιαφλάς, Αρχιερατικός Επίτροπος Ακράτας
«Μεγάλα τα της πίστεως κατορθώματα……»
«Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, οἱ ἅγιοι τρεῖς παῖδες ἠγάλλοντο· καὶ ὁ Προφήτης Δανιήλ, λεόντωv ποιμήv, ὡς προβάτων ἐδείκνυτο. Ταῖς αὐτῶν ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς».
Σεβασμιώτατε πάτερ και Δέσποτα ,Σεβαστοί πατέρες αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Μια εβδομάδα μας χωρίζει από τη μεγάλη Δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων, τη Μητρόπολιν πασών των εορτών, όπως δικαίως ονόμασε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Δηλαδή μητέρα, πηγή και αρχή όλων των εκκλησιαστικών εορτών. Μια εβδομάδα υπολείπεται, πριν η Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας εορτάσει την κατά σάρκα γέννηση του Υιού και Λόγου του Θεού εκ της Υπεραγίας Θεοτόκου στο σπήλαιο της Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Ένα Θεόσδοτο γεγονός, που κατά τη θεία οικονομία της σωτηρίας του κόσμου συνέβη σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή. Μια εβδομάδα πριν ζήσουμε τη Θεοφανία. «Θεός εφανερώθη εν σαρκί»(Α`Τιμ.3,16), γεννώμενος ως άνθρωπος, δηλαδή άνθρωπος σαν εμάς από σάρκα και αίμα (Εβρ. 2,14).
Θα εορτάσουμε, λοιπόν, το μέγα μυστήριο της πίστεως και της ευσέβειάς μας. Ο Άναρχος και Απρόσιτος και Ακατάληπτος, αλλά Φιλάνθρωπος Θεός, έλαβε «σάρκα», έγινε άνθρωπος με ψυχή , σώμα και νου, με θέληση και ζωή ανθρώπινη. Θα ζήσουμε και πάλι, αδελφοί μου, το μεγάλο και ασύλληπτο μυστήριο, με το οποίο δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε και αυτή η ίδια η δημιουργία του κόσμου από τον Θεό εκ του μηδενός. Διότι, ενώ μέχρι τότε ο Θεός δημιουργεί εκ του μηδενός, δηλαδή δημιουργεί ανύπαρκτα μέχρι τότε όντα και κτίσματα, τώρα γίνεται ο ίδιος άνθρωπος, λαμβάνει ανθρώπινη φύση. Ο Αόρατος οράται και ψηλαφάται, ο ασώματος λαμβάνει σώμα, ο Άναρχος αρχίζει μια νέα δική του ύπαρξη. Το θείο αυτό μυστήριο, το κεκρυμμένο από τους αιώνες, το άγνωστο ακόμα και από τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους, θα αποκαλυφθεί εκ της εκ Παρθένου Γεννήσεως του Χριστού στη Βηθλεέμ. Θα ακουστούν οι χαρούμενες κωδωνοκρουσίες των ναών που θ `αντιλαλούν ως τα πέρατα της οικουμένης και εμείς θ `ακούμε τους αγγέλους να δοξολογούν ψέλνοντας, το «ωσαννά εν τοις υψίστοις».
Τι εορτάζουμε σήμερα;
Σήμερα, όμως, αγαπητοί μου, είναι Κυριακή προ των Χριστουγέννων. Έτσι την έχει ονομάσει η Αγία μας Εκκλησία. Εορτάζει την μνήμη των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης από τον Αδάμ και την Εύα έως τον Ιωσήφ το μνήστορα. Ιδιαιτέρως δε, η εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του προφήτη Δανιήλ, του ανδρός των αγίων επιθυμιών, όπως τον αποκάλεσε ο άγγελος του Κυρίου, του προφητάνακτα Δαυίδ και των Αγίων Τριών Παίδων.
Γιατί, όμως, η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη όλων αυτών των δικαίων σήμερα; Όχι για να δώσει ένα ημερολογιακό στίγμα, αλλά για να δώσει έμφαση στο γεγονός, στο οποίο έπεται, δηλαδή τη Γέννηση του Θεανθρώπου. Μας προετοιμάζει για τη Μεγάλη Κυριακή, που θα ακολουθήσει σε μερικές ημέρες και η υμνολογία , τα αναγνώσματα, ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο, διακονούν το σκοπό αυτό φέρνοντας μπροστά μας, όλες αυτές τις σημαντικές προσωπικότητες, τους ήρωες και τις ηρωίδες της πίστεως, οι οποίοι διακρίθηκαν για την απόλυτη εμπιστοσύνη τους στο Θεό και έπραξαν μεγάλα και αξιοθαύμαστα κατορθώματα. Όχι κατορθώματα ισχύος και δύναμης, αλλά κατορθώματα πίστεως. Πιο συγκεκριμένα, την απάντηση μας την δίνει το αποστολικό ανάγνωσμα που διαβάστηκε σήμερα το πρωί, από την προς Εβραίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, το οποίο αναγιγνώσκεται και στην εορτή των Αγίων Πάντων. Και εκεί εορτάζουμε όλους τους ήρωες και τις ηρωίδες της πίστεως, επώνυμους και ανώνυμους με τη μόνη διαφορά ότι στην εορτή των Αγίων Πάντων εορτάζουμε όλων των εποχών τους ήρωες και ηρωίδες της Πιστεως, από τους προπάτορες, προφήτες και δικαίους και τους προ Χριστού Αγίους μέχρι τους Αγίους του σήμερα.
Σήμερα, όμως, ειδικά, εορτάζουμε εκείνους που προετοίμασαν το έδαφος της καρδιάς τους και των ανθρώπων για να αναπτύξουν μέσα τους την προσδοκία της έλευσης του Μεσσία. Γι’ αυτό και το ανάγνωσμα έχει χαρακτηρισθεί εποποιΐα της πίστεως. Εποποιΐα γιατί φανερώνει πως η πίστη είναι το ακαταμάχητο όπλο του ανθρώπου και πως δια της πίστεως ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια και τις δυσκολίες και να βγει τελικά νικητής. «Μεγάλα τα της πίστεως κατορθώματα…» ακούσαμε επίσης και στο απολυτίκιο της σημερινής ημέρας, όπου εξυμνούνται όλες εκείνες οι προσωπικότητες που με την προσμονή και μόνο του Μεσσία, με την πίστη και μόνο στην υπόσχεση και στα λεγόμενα των προφητών, έδωσαν καλή μαρτυρία για την πίστη τους. «Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες δια της πίστεως…». Αφιέρωσαν την ζωή και την ύπαρξη τους στο Θεό, παραδόθηκαν στην αγάπη του και τον πόθησαν όσο τίποτα άλλο. Ο απόστολος αναφέρει έναν μακρύ κατάλογο Δικαίων: «οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐπὶ ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς.» Ο απόστολος είναι σαφής: Μεγαλούργησαν, εξήλθαν νικητές στους διάφορους πολέμους, παρέμειναν ζωντανοί στη μνήμη και στη ζωή του λαού γιατί μοναδική κινητήρια δύναμή τους ήταν η πίστη στο Θεό, η οποία τους έκανε να ζουν την παρουσία του Θεού στη ζωή τους.
Μας παρουσιάζει, λοιπόν, ηρωικά βιώματα, στάσεις ζωής, τα οποία δίνουν το νόημα της πίστεως στον άνθρωπο του σήμερα που βάλλεται, που υποφέρει και δοκιμάζεται από τα μεγάλα προβλήματα, τις δυσκολίες και τις φουρτούνες της ζωής. Μας δίνεται η ευκαιρία να καταλάβουμε ποιανών προσώπων είμαστε απόγονοι, ποια πρόσωπα αποτελούν διαχρονικά πρότυπα για όλους τους πιστούς, σε ποια βήματα καλούμαστε να βαδίσουμε, ποιος είναι ο προορισμός μας, ο προσανατολισμός μας μέσα στο κόσμο και ποιος είναι ο αληθινός ηρωισμός. Γιατί, σήμερα, έχουμε ταυτίσει τον ηρωισμό με την αλαζονεία, την ανυπακοή και το θράσος. Αντίθέτως, όλοι εκείνοι με ένα βλέμμα προσέβλεπαν προς ένα κέντρο και αυτό ήταν ο Χριστός, ο Ιησούς, ο Εμμανουήλ. Εκείνος που θα κατήρχετο εις την γην και επανέφερε την κοινωνία τη δική του μετά των ανθρώπων. Σε κάθε έναν από αυτούς βλέπουμε τον συνδυασμό τόσο της πίστεως όσο και της αγάπης.
Τι είναι πίστη;
Πίστη δεν είναι μόνο η προσήλωση σε αξίες και αρχές ή η πίστη γενικά και αόριστα σε θεό ή θεούς. Δεν είναι μια λογικοκρατούμενη θεωρητική συγκρότηση αληθειών. Δεν μιλάμε για την πίστη που χαρακτηρίζει κάθε άνθρωπο, που έρχεται σε αυτόν τον κόσμο από μικρό παιδάκι μέχρι τα γηρατειά του σε κάθε επίπεδο της ζωής του και ορίζεται ως πιστεύον όν. Η πίστη, για την οποία ο απόστολος Παύλος μιλάει, είναι εκείνη, η οποία στηρίζεται στην αποκάλυψη του Θεού, τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκε, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται αλλ` έχει Ζωήν αιώνιον» Εδώ φαίνεται όλο το σχέδιο του Τριαδικού Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Δεν είναι μια διανοητική παραδοχή μερικών αληθειών αλλά «ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. ια, 1). Το χωρίο αυτό μας δείχνει πως τα μη βλεπόμενα δια των αισθήσεων και της λογικής και τα ελπιζόμενα στον πνευματικό άνθρωπο, γίνονται υπόσταση. Συνεπώς, πίστη σημαίνει εμπιστοσύνη. Πίστη στο Θεό είναι η εμπιστοσύνη στην αγάπη και στην πρόνοιά Του.
Η Πίστη, επομένως, του Αβραάμ, των Πατριαρχών του Ισραήλ, των Προφητών και των άλλων δικαίων είναι το «ναι» που ψέλλισε η καρδιά τους στην αγάπη του μεγάλου Πατέρα. Πίστη είναι η δυνατότητα που μας δίνεται να αγαπήσουμε τον Θεό, να τον βάλουμε μέσα μας, να είμαστε ένα με εκείνον, να γίνει ο Εμμανουήλ. Ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής ορίζει τη πίστη λέγοντας «Η πίστης δύναμις εστί σχετική ή σχέσις δραστική της υπερ φύσιν αμέσου του πιστεύοντος προς τον πιστευόμενον Θεόν τελείας ενώσεως» (Φιλοκαλ.Β, 111,η`). Πρόκειται, δηλαδή, για δύναμη που οδηγεί τον άνθρωπο σε σχέση με τον Θεό και αυτή η σχέση είναι ένωση του πιστεύοντος με τον πιστευόμενο Θεό υπερ φύσιν. Σύμφωνα με τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, η πίστη αποτελεί κεφαλαιώδες γνώρισμα στη ζωή του ανθρώπου, καθώς είναι η αρχή της πραγματικής του ζωής, της ζωής του εν Θεώ. Ο πιστός άνθρωπος «στερούται τη καρδία και επί πάντας ανθρώπους φανείται το τίμιον αυτού».
Η πίστη είναι η δύναμη που ανατέλλει στην ψυχή το φως της θείας Χάριτος και με τη μαρτυρία της διανοίας στηρίζει τη καρδιά και την κάνει γενναία. Αυτή η πίστη δεν είναι αποτέλεσμα εξωτερικής διδασκαλίας, αλλά πνευματικής εκλέπτυνσης και εσωτερικής αναζήτησης, που προϋποθέτει καθαρότητα. Αν ο άνθρωπος δεν εξαγνιστεί από τους ρύπους της ύλης, κινδυνεύει να απορριφθεί «ως εκείνος ο αναισχυντήσας εισελθείν εις τον γάμον εν ρυπαροίς ιματίοις» (Ισαάκ ο Σύρος, Ασκητικά). Η πίστη συνδέεται με την όλη ευαγγελική ζωή.
Υπομονή και υπακοή: Χαρακτηριστικά της πίστεως
Αυτά τα σπουδαία πρόσωπα, που εξυμνεί σήμερα η εκκλησία αποτελούν το ταρακούνημα, λίγο πριν γιορτάσουμε την Ενσάρκωση του Θεού και Λόγου. Είναι ένας συναγερμός για να θυμηθούμε την πνευματική μας πορεία προς τη Βηθλεέμ, προς το ταπεινό σπήλαιο. Και το Αστέρι, που θα λάμπει στο δρόμο μας, θα είναι το αστέρι της αγάπης. Της Αγάπης για το Θεό, της Πίστης-εμπιστοσύνης προς τον αποκαλυμμένο Θεό. Δεν πρέπει να δούμε αυτό τον εορτασμό ως μια τιμητική αναφορά στη μνήμη των ιστορικών προσώπων, αλλά ως μια διακηρυκτική υπενθύμιση της ανθρώπινης κατάντιας, που υπήρχε πριν την Ενσάρκωση. Η μνήμη του Δανιήλ και των Αγίων τριών Παίδων και η αναφορά στην αιχμαλωσία της Βαβυλώνας από την υμνολογία μας, μας υπενθυμίζει ότι, παρόλο που οι πύλες της Νέας Ιερουσαλήμ έχουν ανοίξει για εμάς, ένα μεγάλο μέρος του εαυτού μας βρίσκεται ακόμα αιχμάλωτο στην ταλαιπωρία και στη σύγχυση χωρίς την κινητήριο δύναμη όλων, που είναι η πίστη. «Άβυσσος αμαρτιών και πταισμάτων καταιγίς με ταράττει» γράφει ο μελωδός στην ΣΤ` Ωδή την Κυριακή των Προπατόρων, «και προς βυθόν βιαίως συνωθεί απογνώσεως».
Ο πόνος, η θλίψη, τα μαρτύρια εμφανίζονται ως κάτι αναπότρεπτο, όχι ως τιμωρία, αλλά ως συνέπεια της ανθρώπινης αμαρτωλότητας, που όμως μπορεί να δώσει ευκαιρία στον άνθρωπο να αναπτύξει ταπεινοφροσύνη και πραότητα. Η αναφορά στους ανθρώπους που «έπαθαν» είναι μια ευκαιρία να κατανοήσουμε το νόημα των δικών μας συμφορών, να συνταυτιστούμε και να αξιοποιήσουμε και μεις τον τρόπο, με τον οποίο θα αντιμετωπίσουμε αυτές τις συμφορές. Ο Αββάς Δωρόθεος εξηγεί συγκεκριμένα για τη σύγκρουση του Δανιήλ με τον Ναβουχοδονόσορα πως δεν ωφελεί «να φέρεται κανείς με ανυπομονησία στη θλίψη του πειρασμού που του συμβαίνει, ούτε να τον αποφεύγει, αλλά να την υπομένει με ταπείνωση» ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνει την αιτία. Να μην ταράσσεται και να έχει υπομονή. Υπομονή εἶναι ἡ ψυχική δύναμις μέ τήν ὁποία ἀνέχεται κανείς κάτι χωρίς νά δυσανασχετεί ἤ νά βιάζεται ὑπερβολικά. Όταν, λοιπόν, ο άνθρωπος σταθεί με υπομονή στις δοκιμασίες και τις θλίψεις, στο όνομα του Θεού τις ξεπερνά καθώς τον αισθάνεται συναντιλήπτορα και βοηθό. Η καρδιά του στέκεται με παρρησία απέναντί του και προσεύχεται με ακλόνητη πεποίθηση προς Αυτόν. Οι δοκιμασίες δεν έχουν σκοπό να φοβίσουν ή να τιμωρήσουν τον άνθρωπο, αλλά να θεραπεύσουν τις ασθένειες της ψυχής του, τα πάθη του. Οι στεναχώριες, τα προβλήματα μπορεί να κουράζουν τον άνθρωπο, όμως υπομένοντάς τα, δυναμώνει η πίστη του. Από τους πειρασμούς ο άνθρωπος αποκτά σοφία και εμπειρία.
Η ταραχή και το άγχος, όμως, χαρακτηρίζει τον σημερινό άνθρωπο, αδελφοί μου. Έχει γαλουχηθεί με το πνεύμα των ανέσεων και των εύκολων λύσεων και δεν είναι ανθεκτικός στις δοκιμασίες. Δείχνει, επίσης, πόσο έχει χάσει την προοπτική της αγάπης, της πίστης και της υπομονής ανάμεσα στις διάφορες ανάγκες και ευθύνες, που τον δεσμεύουν σε αυτόν τον κόσμο. Δεν εμπιστεύεται την αγάπη και το έλεος του Θεού, αλλά στηρίζεται στον εαυτό του, στην ηδονή και στη σωματική ανάπαυση. Έχει χάσει το νόημα της ζωής και της αξίας της.
Η ατμόσφαιρα γύρω από τον εορτασμό των Χριστουγέννων εκφράζει όσα έχουν ειπωθεί και μάλιστα με έντονο τρόπο. Η μετατροπή της γιορτής της Ενσαρκώσεως σε μια παιδική χαρά δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσπάθεια του ανθρώπου να δημιουργήσει έναν κόσμο φανταστικό, νηπιακό. Μέσα σε αυτόν το κόσμο της αιώνιας νεότητας, που έχουμε φτιάξει, υπάρχει ανία και πλήξη για πράγματα και πρόσωπα που βρίσκονται γύρω μας. Υπάρχει η αίσθηση ενός κενού, μιας και όλα πλέον φαντάζουν βαρετά, όπως ακριβώς σε ένα παιδάκι μικρό, που το ενδιαφέρον του για ένα καινούριο παιχνίδι είναι ιδιαίτερα σύντομο.
Ο Προφήτης Δανιήλ είχε φτιάξει το δωμάτιό του με τέτοιο τρόπο, ώστε όλα τα παράθυρα να βλέπουν προς την Ιερουσαλήμ. Εκεί προσευχόταν τρεις φορές την ημέρα με συντριβή και μετάνοια για τις αμαρτίες του και τις αμαρτίες του Ισραήλ, με την ελπίδα ότι ο Θεός θα έδειχνε το φως του προσώπου του. (Δαν. 6:10, 10:4-19). Ο σημερινός άνθρωπος, όμως, έχει κτίσει το σπίτι του με παράθυρα που κοιτάζουν μόνο προς το ναρκισσιστικό αυτοείδωλό του. Η αιχμαλωσία του είναι πιο σκληρή από την αιχμαλωσία και την ταλαιπωρία του Ισραήλ στη Βαβυλώνα. Το σκοτάδι που τον περιβάλλει είναι πιο βαθύ από την πιο σκοτεινή παραμονή των Χριστουγέννων. Και το χειρότερο απ` όλα είναι πως ένα τέτοιο σπίτι δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να διατηρεί την ελπίδα και την εμπιστοσύνη ότι θα κάποτε θα μπορέσει να δει τη λάμψη του Θεού μέσα στη καρδιά του.
Η πίστη, όμως, στον Θεό δεν είναι αδράνεια και επανάπαυση. Ο Θεός οδηγεί πια τον άνθρωπο σε ότι συνιστά το άγιο Θέλημά του. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία θέτει ώς διαχρονικό πρότυπο αληθινής πίστεως τον Αβραάμ. «Αβραάμ έξελθε εκ της γης σου..» Του ζητά να εγκαταλείψει τη χώρα και την οικογένειά του, να πιστέψει ότι η γυναίκα του Σάρα θα γεννήσει το γιο του, να θυσιάσει έπειτα τον μονάκριβο υιό του. Ο Θεός καλεί δηλαδή τον Αβραάμ να βγει από τον εαυτό του, να τον υπερβεί, να αφεθεί στην Πρόνοιά του. Όπως μας λέγει με ένα θαυμάσιο τρόπο ο απόστολος Παύλος, ο Αβραάμ «πίστει παρώκησεν εις την γην της επαγγελίας ως αλοτρίας, εν σκηναίς κατοικήσας μετά Ισαάκ και Ιακώβ των συγκληρονόμων της επαγγελίας της αυτής» (Εβρ.11,8-10). Δεν έχτισε ποτέ σπίτι ο Αβραάμ, έμεινε σε αντίσκηνο. Γιατί; Διότι «εξεδέχετο γαρ την τους θεμελίους έχουσαν πόλιν, ής τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός».
Ποια είναι αυτή η Πόλις; Η Βασιλεία του Θεού. Εγκατέλειψε τον τόπο του, την περιουσία του υπακούοντας στην εντολή του Θεού. Κύριο γνώρισμα λοιπόν αυτής της πίστης είναι και η υπακοή στον Θεό. Ο άνθρωπος βρίσκεται σε κατάσταση εγρήγορσης, ώστε να βρίσκεται κάθε φορά εκεί που τον καλεί ο Θεός. Άρα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να βλέπουμε τις ενέργειες του Θεού, να περπατάμε στη ζωή όχι μόνο με τα σωματικά μάτια αλλά με τα μετασκευασμένα από τη χάρη του Θεού μάτια. «δια της πίστεως περιπατούμεν, ου δι` είδους» (Β. Κορ. 5,7,1)και «πίστις εστίν ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». (Εβρ. 11,1) Πραγματική πίστη υπάρχει όχι σε κάτι που βλέπουμε, αλλά όταν στρέφουμε τον λογισμό μας με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό. Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος προτρέπει ανεπιφύλακτα τον άνθρωπο να εμπιστευτεί τον εαυτό του στον Θεό -Δημιουργό του, γιατί η πίστη στην πρόνοια του Θεού μεγαλύνει τον ψυχικό δυναμισμό του και γίνεται κοινωνός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Οπλίζεται με δύναμη και ζει πραγματικά τη θεία παροχή και προστασία εντός της ψυχής του.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να είμαστε εν Θεώ, να κρατάμε στην ύπαρξή μας αυτό που Εκείνος μας έδωσε, δηλαδή τον ίδιο του τον Εαυτό και αφού Εκείνος είναι αγάπη (Ο Θεός αγάπη Εστί), άλλος δρόμος πέραν της αγάπη δεν υπάρχει. Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, πως η πίστη συνδέεται στενά με την αγάπη. Είναι και οι δύο καρποί του Αγίου Πνεύματος εξάλλου. Πιστεύω τελικά σημαίνει αγαπώ. Ο Θεός δεν λύτρωσε τον άνθρωπο βγάζοντάς τον έξω από τον κόσμο, αλλά ανακαίνισε τον κόσμο, μέσα στο οποίο ζει ο άνθρωπος, με αγάπη. Κινούμενος από την αγάπη του προς τα πλάσματά του αποκαλύπτεται, με αποκορύφωμα να ενσαρκωθεί ο ίδιος ως άνθρωπος. Ο Θεός κατέβηκε μέχρι τον άνθρωπο, ώστε ο άνθρωπος να υψωθεί μέχρι το Θεό, ο Θεός μετέσχε της δικής μας ανθρώπινης φύσεως, για να μετάσχει και ο άνθρωπος της θείας, ο Θεός έγινε Υιός ανθρώπου, για να γίνει ο άνθρωπος Υιός του Θεού, ο Θεός ενανθρωπίζεται για να θεωθεί ο άνθρωπος.
Αυτό τον συνδυασμό πίστεως και αγάπης είχαν και οι μάρτυρες της Εκκλησίας και οι δίκαιοι, που εξυμνήθηκαν σήμερα. Μας διδάσκουν μέσα από την εμπειρική βίωση της πίστης τους ότι, αν κανείς θέλει να στέκεται στην πίστη και να την αυξάνει, πρέπει να είναι ανοιχτός εν αγάπη προς τον συνάνθρωπό του, όπως και το να έχει κανείς πίστη στον Θεό δεν σημαίνει τίποτα, χωρίς αγάπη. Κι ακόμα περισσότερο, ότι την όποια νομιζομένη πίστη του θα τη χάσει. «Ει όντως ο Θεός ηγάπησεν ημάς και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν. Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται. Εάν αγαπώμεν αλλήλους ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη ότι εν αυτώ μένομεν και αυτός εν ημιν, ότι εκ του Πνεύματος αυτού δέδοκεν ημίν» (Α` Ιω 4: 11-14).
Πώς φθάνουμε στην πίστη;
Επαινούμε την πίστη μεν, όμως θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στον τρόπο και στη μέθοδο αποκτήσεώς της. Και αυτό έχει μεγάλη αξία, γιατί στην εποχή μας δίνουμε μεγάλη σημασία στο τι είναι η πίστη, χωρίς να δίνουμε προτεραιότητα στο πώς φθάνει κανείς στην πίστη. Και βέβαια η Εκκλησία απαντά σε αυτό το «πώς» με την ασκητική και ησυχαστική παράδοση, την οποία και διαφυλάττει ως κόρη οφθαλμού. Έξω από την ησυχαστική παράδοση η Ορθοδοξία είναι ανύπαρκτη και αδιανόητη. Η ησυχαστική πράξη, εξ άλλου, είναι η «λυδία λίθος» για την αναγνώριση της αυθεντικής χριστιανικότητας. «Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή» -με αυτές τις ησυχαστικές πρακτικές, αποκτώνται τα ουράνια χαρίσματα στην ορθοδοξοπατερική παράδοση.
Χαρακτηριστική είναι η δογματική διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ο οποίος αναδείχθηκε από την Χάρη του Θεού σε κατ’ εξοχήν ησυχαστή Θεολόγο, που οριοθέτησε σε κρίσιμους καιρούς την πατερικότητα απέναντι στην αιρετική πλάνη, αυθαιρεσία και αλλοτρίωση της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Σύμφωνα, λοιπόν, με εκείνον: «Θεμελιώδης προϋπόθεση για να ανέλθει κάποιος στο ύψος των δογμάτων της πίστεως είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Ο ακάθαρτος βίος συσκοτίζει την διορατικότητα της διανοίας και εμποδίζει την προσέγγιση στο υψηλό περιεχόμενο των δογμάτων. Η εκκλησία κατανοείται πρωτογενώς ως βιωματική έκφραση του περιεχομένου της πίστεως. Πίστη και Ζωή στην εκκλησία αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα. Η καθαρότητα της πίστεως και η ορθότητα του βίου συνιστούν από κοινού την ευσέβεια των πιστών».
Η σωστή, θεωρητικά, πίστη αλλά, πρακτικά, αυτονομημένη από τη ζωή του ανθρώπου δεν έχει σωτηριολογικό χαρακτήρα. Η πίστη αποκτά σωτηριολογικό χαρακτήρα, όταν συνδεθεί άρρηκτα και λειτουργικά με την ζωή του ανθρώπου. Χωρίς ανάλογη προς την πίστη ζωή καθίσταται αναποτελεσματική σωτηριολογικά η μετοχή μας και σε αυτά τα μυστήρια της Εκκκλησίας. Κανένα, δηλαδή, μυστήριο της Εκκλησίας δεν μπορεί να μας σώσει από μόνο του. Η ορθή πίστη δεν ωφελεί σε τίποτα, όταν η ζωή του ανθρώπου είναι διεφθαρμένη «ουδέν γαρ όφελος ημίν εις σωτηρίαν, δογμάτων υγιών διεφθαρμένης ημίν της Ζωής». Αυτό, άλλωστε, το πιστοποιεί και ο ίδιος ο Κύριος στην Επί του Όρους ομιλία του. Σε αυτήν ο Χριστός δεν αναγνωρίζει ως δικούς του εκείνους, που με μόνην την πίστη τους έκαναν θαύματα, ενώ δεν τηρούσαν το θέλημα του Θεού στη ζωή τους. «ουδέποτε έγνων υμάς» τους λέει, «αποχωρείται απ΄εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ματθ 7, 21-23). Αλλά και αντίστροφα, όταν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι σωστή, αυτός δεν έχει κανένα όφελος για την σωτηρία του από την άριστη ζωή του.
Η έμπρακτη φανέρωση της πίστης γίνεται με έργα αγάπης. Ανάλογα με την πίστη του ανθρώπου αυξάνεται και ο αγιασμός της φύσης του. Η πίστη ενισχύεται μόνο, όταν η καρδιά μας είναι καθαρή και αυτό επιτυγχάνεται μόνο με την μετάνοια και την εφαρμογή των εντολών του Χριστού. Τελικά η πίστη επιτυγχάνεται με την αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο, γίνεται με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Αγαπητοί αδελφοί, ζούμε σε μια εποχή, που αλλοιώνεται η πίστη και η θεολογία και αποβάλλεται ο πυρήνας της θεοποιού ζωής, που είναι η ησυχαστική οδός. Πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα στην ορθόδοξη πίστη, δια της οποίας θα φτάσουμε στην αληθινή αγάπη, όπως έκαναν όλοι οι μάρτυρες και άγιοι της Εκκλησίας μας. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει «Σωτηρία ψυχών κυρίως εστί το τέλος της πίστεως. Τέλος δε της πίστεως εστίν η του πιστευθέντος αληθής αποκάλυψις». Γι’αυτό το λόγο χρειάζεται αγώνας για την διαφύλαξη της αμωμήτου πίστεως. «Φυλάξωμεν δε μάλλον το μέγα και πρώτον της σωτηρίας ημών φάρμακον, την καλήν, λέγω, της πίστεως κληρονομίαν. ομολογούντες ψυχή τε και σωματι μετά παρρησίας ως οι πατέρες ημών εδίδαξαν». Ο δε Όσιος Θαλάσσιος συνιστά δε, «Κτισώμεθα την πίστην, ίνα έλθωμεν εις αγάπην εξ ης τίκτεται ο της γνώσεως φωτισμός». (Φιλοκ.Β,226,ξ`)
Μια ανάσα, λοιπόν, αδελφοί μου, πριν από τα Χριστούγεννα η Εκκλησία μας φιλάνθρωπα μάς υπενθυμίζει να ενεργοποιήσουμε την πίστη μας με τον τρόπο της Αγάπης, που φανέρωσε ο Χριστός, διαφορετικά τα Χριστούγεννα θα παραμείνουν για μια ακόμη φορά άπιαστο όνειρο. Πόσοι από εμάς, αλήθεια αδελφοί μου, στρέψαμε τις σκέψεις μας στον συνάνθρωπο που έχει ανάγκη, πόσοι από εμάς συγχώρεσαν αυτούς που τους έβλαψαν; Τα Χριστούγεννα δεν είναι δώρα, ξενύχτια και λαμπιόνια. Δεν σημαίνουν κατανάλωση, αλλά σοβαρότητα και προβληματισμό. Βιώνονται στο μυστικό της καρδιάς μας, εκεί που μπορεί να ανατείλει η αγάπη για τον συνάνθρωπο. Αν είναι η καρδιά μας γεμάτη με μπάζα, ήρθε η κατάλληλη ώρα να τα αποτινάξουμε λίγο πριν υποδεχτούμε την Μητρόπολη των εορτών. Τώρα εν μετανοία μπορούμε να στραφούμε προς τον Κύριο και να τον παρακαλέσουμε να καθαρίσει τον στάβλο της καρδιάς μας, να μας χαρίσει πίστη και αγάπη. Πρέπει να παρακαλέσουμε τον Θεό να μάς επιτρέψει να φτάσομε στο «μέτρον της πίστεως». Όταν θα συμβεί αυτό, τότε θα είμαστε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε τις απολαύσεις και την τριφυλή ζωή και να αφοσιωθούμε στο έργο του Θεού. Γι` αυτό και πρέπει να προσευχόμαστε ακούραστα, να ικετεύουμε με θέρμη και να δεόμαστε με ζήλο. Έτσι θα γίνει η καρδιά μας Σπήλαιο της Βηθλεέμ για να αφήσουμε χώρο μέσα μας να γεννηθεί εκεί ο Ενσαρκωμένος Θεός και να τον φιλοξενήσουμε. Μόνο τότε θα μπορούμε να αισθανθούμε χαρά και ηρεμία, θα έχουμε βρει το νόημα της ζωής, θα έχουμε βρει τον τρόπο να αντιμετωπίζουμε τα καθημερινά προβλήματα, θα έχουμε γνωρίσει την αξία του εαυτού μας και του συνανθρώπου μας. Μόνο τότε θα μπορούμε να ψάλλουμε με τους αγγέλους «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» .