Ομιλία Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου
π. Ιερόθεου Παπαθανασίου
" ΠΡΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ "
Πνευματική ζωή είναι η ζωή, που λαμβάνει υπ’ όψη της την πνευματική διάσταση του ανθρώπου. Το να εργαζόμαστε στην καλλιέργεια μιας σχέσεως μας με τον Θεό δεν είναι κάτι σαν χόμπι για κάποια κατηγορία ανθρώπων, όπως λένε μερικοί: «Αυτός είναι θρησκευόμενος τύπος». Δεν είναι προαιρετική επιλογή, είναι αυτό που κάνει την ζωή μας πραγματικά ανθρώπινη. Η βιολογία και η ψυχολογία, όταν εξαιρούν την θεϊκή μετοχή από την ανθρώπινη οντότητα, μας δίνουν ελλιπή εικόνα. Ο κοσμικός άνθρωπος είναι απλώς ένα ανώτερο έμβιο ον και στην πραγματικότητα, υπάνθρωπος. Χωρίς πνευματική προσπάθεια, δεν καλλιεργείται το πνεύμα μας, δεν εξαφανίζεται, αλλά μπορεί να καταπνιγεί και να ατροφήσει, να αγνοηθεί και να στερηθεί εκφράσεως. Μόνον αν ζούμε ζωή πνευματική, θα μπορέσουμε κάποτε να νιώσουμε ολοκληρωμένοι και πλήρως συγκροτημένοι ως προσωπικότητες. Η πνευματική ζωή συμπεριλαμβάνει και την ψυχολογική και την σωματική μας πλευρά. Οτιδήποτε κι αν σκέπτομαι η κάνω, σε όλα τα επίπεδα της υπάρξεώς μου, επηρεάζει την ψυχή μου. Και, όταν η χάρη του Θεού αγγίζει την ψυχή μου, η σκέψη μου, τα αισθήματά μου και το σώμα μου δέχονται και αυτά την χάρη αυτή.
Η ταύτιση της πνευματικότητας απλώς με την εσωτερική ζωή του ανθρώπου, χωρισμένης από το πρόσωπο του Χριστού και τη ζωή της Εκκλησίας, δεν συνιστά ορθόδοξη πνευματικότητα. Πνευματικότητα ή πνευματική ζωή χωρίς πλούσια εκκλησιαστική εμπειρία καταλήγει σε έναν κοσμικό μυστικισμό, σε μια σαρκική πνευματικότητα, δηλαδή πνευματικότητα αυτονομημένου ανθρώπου. Η βιβλική και κυρίως η πατερική γλώσσα προσδιορίζουν την πνευματικότητα με το πρόσωπο που την εκδηλώνει, από τον πνευματικό άνθρωπο.
Στις χώρες της Δύσεως κυρίως, πολλοί άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τον Χριστιανισμό, και είναι επόμενο ότι όταν οι άνθρωποι σταματούν να πιστεύουν στην αλήθεια, δεν αρχίζουν να πιστεύουν στο τίποτα, αλλά αρχίζουν να πιστεύουν στο οτιδήποτε. Έτσι, όταν ο άνθρωπος εγκαταλείψει τον Χριστό, επόμενο είναι σε κάθε χώρα σήμερα συναντούμε όλων των ειδών τις πνευματικότητες. Αυτό δεν είναι απορίας άξιον γιατί «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος» και η πνευματική πείνα υπάρχει ακόμη και εκεί όπου οι ιδέες περί του Απολύτου Όντος είναι συγκεχυμένες. Επιπλέον, πολλοί διαφορετικοί πνευματικοί δρόμοι έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένας πυρήνας κοινής ηθικής διδασκαλίας σε όλες τις μεγάλες θρησκείες.
Οι ριζικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων θρησκειών δεν είναι πάντοτε εμφανείς από την αρχή: μόνον όταν οι άνθρωποι προχωρήσουν, γίνονται εμφανείς οι αποκλίσεις. Κάποιοι από τους συγχρόνους μας διδάσκουν ότι όσο προχωρούμε σε μία θρησκεία τόσο ο δρόμος της συγκλίνει με τις άλλες: στην πραγματικότητα, όμως, συμβαίνει το αντίθετο. Γι’ αυτό, αυτοί που ψάχνουν πρέπει να ψάξουν για την αλήθεια και να βρουν τον δρόμο, ο οποίος βασίζεται στην σωστή θεολογία, στην αληθινή θέα του Θεού όπως Αυτός ο Ίδιος έχει αποκαλύψει τον Εαυτό του σε εμάς. Τότε βαθιά μέσα μας θα νιώσουμε την βεβαιότητα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή.
Η πληρότητα της εν Θεώ ζωής είναι προσιτή μόνο εις το πρόσωπο του Θεανθρώπου, δηλαδή στο πρόσωπο Αυτού, ο οποίος μετέχει της ανθρώπινης φύσεως μας και μετέχει ταυτόχρονα και της θείας, ως ένα εκ των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας δίνει το πραγματικό Πρωτότυπο: μπορούμε να δούμε, να ακούσουμε, να αγγίξουμε και να γευθούμε το Απόλυτο Ον· μπορούμε να έχουμε εμπειρία της ευωδίας της πραγματικής υπάρξεως του Θεού. Έτσι μπορούμε να ακολουθήσουμε έως το τέλος τον δρόμο του Θεού με εμπιστοσύνη. Κανένας άλλος δρόμος, όσο ευγενείς και αν είναι οι πρακτικές του, η ηθική του και οι φιλοδοξίες του, δεν φθάνει με ασφάλεια στο τέλος. Αν και κανένας άνθρωπος δεν είναι εντελώς άμοιρος της χάριτος, η πληρότητα της αγιότητας προϋποθέτει το ορθόδοξο δόγμα. Η διδασκαλία μας δεν είναι ξεπερασμένη· δεν είναι αναχρονιστική. Έχει αποδώσει καρπούς σε πολλές διαφορετικές εποχές, περιστάσεις και κουλτούρες. Η Ορθοδοξία είναι για όλους.
H πνευματική ζωή ξεκινά από την ώρα που ο άνθρωπος θα ενταχτεί στην Εκκλησία. Στον χριστιανισμό, η πνευματική ζωή δεν κατανοείται κατά τη συνήθη αντίληψη του κόσμου. Ο κόσμος θεωρεί πνευματική ζωή συνήθως τη ζωή που σχετίζεται με τα γράμματα, με τις τέχνες, με τις επιστήμες. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει αντιστοίχως πνευματικό άνθρωπο τον μορφωμένο άνθρωπο, τον καλλιτέχνη, τον επιστήμονα, αυτόν δηλαδή που ασχολείται με τις εκδηλώσεις του ανθρωπίνου πνεύματος. Πνευματική ζωή όμως κατά την πίστη μας είναι η ζωή πρωτίστως που σχετίζεται με τον Άγιον Πνεύμα και τη χάρη του Τριαδικού Θεού. Πνευματική ζωή είναι η ζωή εν αγίω Πνεύματι. Όποιος έχει το Πνεύμα του Θεού μέσα του αυτός και μόνο χαρακτηρίζεται πνευματικός άνθρωπος.
Τι σημαίνει να ζούμε πνευματική ζωή και ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις ώστε να είναι όντως πνευματική ζωή; Όταν λέμε για πνευματική ζωή εννοούμε μια ζωή με το Άγιο Πνεύμα. Στην εκκλησιαστική ορολογία πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που ενεργεί και ζει εν Πνεύματι Αγίω. Όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, πνευματικός άνθρωπός είναι αυτός που ‘εμφορείται από της Πνεύματος ενεργείας’, ‘ο πνευματοδόχος και πνευματοκίνητος’, ο του Θεού άνθρωπος, πνευματοφόρος Πνεύματος αγίου’. Γι’ αυτό και η πνευματικότητα του είναι πρωτίστως πνευματικότητα ορθόδοξη, εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού.
Έτσι πνευματική ζωή δε μπορεί να θεωρηθεί έξω από την εκκλησιαστική ζωή, όχι μόνο με την έννοια των τυπικών κανόνων και εντολών της εκκλησίας αλλά και μιμούμενοι την ζωή των αγίων στο μέτρο που ο καθένας δύναται. Οι κανόνες της εκκλησίας, είναι δείκτες προς ελευθερία, μας οδηγούν δηλαδή στην όντως ελευθερία των τέκνων του Θεού, μας οδηγούν στην όντως πνευματική ζωή, Γι’ αυτό προϋπόθεση πνευματικής ζωής είναι η δημιουργία και ανάπτυξη της ελευθερίας.
Ο άνθρωπός που δεν έχει μέσα στην εκκλησία ελευθερία εσωτερική ως τέκνο Θεού κάπου νοσεί, δεν είναι αυτό που η εκκλησία επαγγέλλεται. Και τι σημαίνει ελευθερία; Αυτός ο όρος έχει αλλοιωθεί στον κόσμο, με την έννοια ότι θεωρείται ελευθερία ότι κάνω ότι θέλω. Στην εκκλησιαστική ορολογία ελευθερία είναι μια κατάσταση ως δώρο Θεού, που για να μπορέσει να καλλιεργηθεί μέσα μας και να αναπτυχθεί και να έχει αποτέλεσμα, πρέπει να είναι μια ζωή χωρίς εξαναγκασμούς και ψυχαναγκασμούς έχοντας εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού.
Η πνευματική ζωή είναι, κατά το Ορθόδοξο δόγμα, η συνεργασία ανάμεσα στο ελεύθερο θέλημά μας και το θέλημα του Θεού. Η πνευματικότητα μέσα από την ορθόδοξη προοπτική, έχει χαρακτήρα οντολογικό. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αγκαλιάζει ολόκληρο τον άνθρωπο στην ακεραιότητά του, να μη μένει τίποτα έξω από την πορεία του προς τον Θεό – ούτε τα συναισθήματα, ούτε οι επιθυμίες του, ούτε το σώμα του. Κι όλα τα αγκαλιάζει με αγάπη και στοργή και βλέπει μέσα τους τη σφραγίδα της αγάπης και της σοφίας του Θεού. Ξεχωρίζει κάθε ανθρώπινη λειτουργία από την αμαρτία και αναγνωρίζει στη φύση του ανθρώπου την ευλογία της δημιουργικής πρόνοιας του Θεού.
Η ζωή του ανθρώπου γίνεται πνευματική, όταν κατευθύνεται από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Όσο ο άνθρωπος περιορίζεται στην κτιστή φύση του, δεν μπορεί να ζήσει πνευματική ζωή. Όσο στηρίζεται στις δυνάμεις του, στις γνώσεις, τις αρετές και τους οραματισμούς του, παραμένει σαρκικός. Η πνευματική ζωή δεν πηγάζει από τον άνθρωπο. Δεν αποτελεί καρπό των διανοητικών ή ηθικών αρετών ούτε καλλιεργείται με συναισθηματισμούς και υπολογισμούς. Η πνευματική ζωή έχει δυναμικό χαρακτήρα. Πηγάζει από το Θεό, προσφέρεται με τη χάρη του που φανερώθηκε εν Χριστώ και εκδηλώνεται ως καρπός του Αγίου Πνεύματος. Όταν η ψυχή του ανθρώπου αρδευτεί από τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, αναζωογονείται και βλαστάνει αρετές.
Η πνευματική ζωή αφορά τις ενέργειες του ανθρώπου. Τις πράξεις του ανθρώπου για να πετύχει τη σωτηρία του. Διότι πρέπει να συνεργήσει και ο άνθρωπος με τὴν χάρη του Θεού για να επιτελεσθεί η σωτηρία του. Η σωτηρία του ανθρώπου, προϋποθέτει δύο πράγματα: α) Την ορθή πίστη καὶ β) τὴν τήρηση των εντολών του Χριστού. Ο διάβολος εστιάζει τον πόλεμο εναντίον του ανθρώπου γύρω από αυτά τα δύο. Όσον αφορά την πίστη, ή αφαιρεί τελείως την πίστη από τον άνθρωπο και τον σπρώχνει στην αθεΐα ή οδηγεί τον άνθρωπο στην αίρεση. Όσον αφορά την τήρηση των εντολών, ή προσπαθεί να πείθει τους ανθρώπους ότι δεν είναι απαραίτητη η τήρηση των εντολών του Θεού, ή ότι μόνο η τήρηση αυτών αρκεί να σώσει τον άνθρωπο.
Ο πνευματικός άνθρωπος, σύμφωνα με τον ορισμό των αγίων Πατέρων, είναι εκείνος ο οποίος, είναι «πεπληρωμένος», δηλαδή γεμάτος, με Πνεύμα Άγιο. Αυτός είναι αληθινά και ουσιαστικά ο πνευματικός άνθρωπος. Είναι εκείνος, ο οποίος, εντασσόμενος στην Εκκλησία, ακολουθεί πιστά τις υποθήκες των αγίων Πατέρων, τηρώντας τις εντολές του Χριστού μας, που δόθηκαν διά μέσου του Ευαγγελίου· είναι εκείνος, ο οποίος, αναπνέει συνεχώς τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος· «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον».
Προτιμότερη της αναπνοής είναι η προσευχή. Εκείνος, που κάνει μόνο το σταυρό του κάθε βράδυ, δεν έχει μάθει να προσεύχεται. Η προσευχή, όπως γράφουν οι άγιοι Πατέρες, είναι τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών. Γι’ αυτό, εκείνος, που θέλει να γίνει πνευματικός άνθρωπος, πρέπει να αναπνέει το Πνεύμα το Άγιο, κατά ένα τρόπο, συνεχή και αδιάλειπτο. Πρέπει να μάθει, τα μυστικά της πνευματικής ζωής. Και θεμέλιο της πνευματικής ζωής, είναι η προσευχή. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, λέγει το έξης. Για να καταλάβεις πόσο αγαπά κάποιος το Θεό, μην τον ρωτήσεις ευθέως, αν αγαπά το Θεό. Ρώτησέ τον, με έναν έμμεσο τρόπο, πόση ώρα προσεύχεσαι; Από την απάντηση που θα σου δώσει, θα καταλάβεις κατά πόσον και μέχρι πόσο, αγαπά το Θεό.
Η προσευχή είναι το απαύγασμα της αγάπης του πνευματικού ανθρώπου. Με την προσευχή καταργούνται οι φυσικές αποστάσεις και ενώνονται οι καρδιές, αναγάγοντας πνευματικά τους ανθρώπους στον ουρανό, αρπάζοντάς τους νοερώς στον θρόνο του Θεού. Η «εύλαλη σιωπή» είναι πολύ σημαντική στην Ορθόδοξη Παράδοση, αφού η σκέψη προηγείται της ομιλίας, καθώς επίσης, η σιωπή αποτελεί δείγμα σεβασμού, προσευχής και περισυλλογής του «έσω ανθρώπου» σε περιπτώσεις θλίψης, αρρώστιας και δοκιμασίας. Η προσευχή αποτελεί έκφραση αγάπης προς όλο τον κόσμο. Άρα, οι πνευματικοί άνθρωποι προσεύχονται γιατί αγαπάνε, και αγαπάνε γι’ αυτό προσεύχονται υπέρ όλης της κτίσης. Ο πόνος μας να γίνεται συμπόνια για τους άλλους με την προσευχή. Για τον Θεό δεν έχει σημασία η ποσότητα της προσευχής, αλλά η ποιότητα, όταν γίνεται από την καρδιά μας. Η προσευχή μοιάζει με το κλειδί που ανοίγει την πόρτα της ψυχής μας, για να μπει σ’ αυτήν ο Θεός, λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Αυτή είναι η θεοποιός προσευχή κατά τους Πατέρες. Η προσευχή έχει την δύναμη να ανατρέψει πραγματικά όλα τα δεδομένα του κόσμου και την πορεία των γεγονότων. Η προσευχή ενισχύει την πίστη μας στον Θεό και ζωογονεί την πνευματική μας ζωή, διοχετεύοντας στη ψυχή μας την Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Η πνευματική ζωή ως εν Αγίω Πνεύματι οικείωση του Θεού και του απολυτρωτικού έργου του Χριστού στον κόσμο πραγματώνεται κατά τον καλύτερο τρόπο στην Θεία Λατρεία. Ο ιερός Ναός ως τόπος προσευχής και συνάξεως, η προσευχή στην ατομική της και κοινή της έκφραση, οι ακολουθίες, ο εορτολογικός κύκλος, οι νηστείες και η μυστηριακή ζωή, καλλιεργούν το λειτουργικό ήθος και αναδεικνύουν τον άνθρωπο ως λειτουργικό ον. Του εμπνέουν δηλαδή δοξολογικό και ευχαριστιριακό πνεύμα, του διδάσκουν να αγρυπνεί στην πίστη και την προσευχή, φωτίζουν τον εσωτερικό του κόσμο και τον ασκούν στην αγάπη κάνοντάς τον κοινωνό του Θεού και του ανθρώπου.
Η αντιπροσφορά του ανθρώπου στη χάρη του Θεού δεν αποτελεί άρνηση της ζωής, αλλά κατάφαση στην καθολική μεταμόρφωσή της που ενεργεί ο Θεός. Δεν σημαίνει περιφρόνηση της χαράς, αλλά αναζήτηση της αληθινής και αναφαίρετης χαράς. Δεν συνεπάγεται φυγή από την πραγματικότητα ή περιορισμό σε μια εφήμερη «πνευματικότητα», αλλά αναφορά στην αιώνια και ακατάλυτη πραγματικότητα, που υπάρχει πίσω από την απατηλή αμεσότητα. Γι’ αυτό και ο καρπός του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή ο καρπός της παρουσίας του Θεού στον άνθρωπο, δεν είναι ο αυτοαποκλεισμός, η θλίψη, η ταραχή, η μικροψυχία και τα παρόμοια, αλλά η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η πραότητα, η εγκράτεια όπως μας λέγει ο Απ. Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή.
Η συγκρότηση των πιστών σε κοινωνία προσώπων κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού αρχίζει με το μυστήριο του Βαπτίσματος. Το Βάπτισμα είναι η «άνωθεν» γέννηση, κατά την οποία φωτίζεται το «κατ’ εικόνα» του ανθρώπου και ανοίγει ο δρόμος για το «καθ’ ομοίωσιν». Με το Βάπτισμα προσφέρεται στον άνθρωπο προσωπικά η κοινωνία του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού. Για να ενεργοποιηθεί όμως η κοινωνία αυτή, απαιτείται η νέκρωση της σαρκικής ζωής και η ένταξη στην καινούρια ζωή, που μυσταγωγεί η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Έτσι ενεργοποιείται και η εξουσία που έλαβε ο άνθρωπος να γίνει τέκνο του Θεού .
Με το μυστήριο του Βαπτίσματος συνδέεται και το μυστήριο του Χρίσματος. Ενώ το Βάπτισμα εισάγει στην εν Χριστώ ζωή, το Χρίσμα παρέχει την ενέργεια για την πραγματοποίηση της ζωής αυτής.
Το τρίτο κεφαλαιώδες μυστήριο, με το οποίο και ολοκληρώνεται ο σκοπός των δύο προηγούμενων μυστηρίων, είναι η θεία Ευχαριστία.
Με την προσέλευση στη θεία Ευχαριστία ο πιστός γίνεται σύσσωμος και σύναιμος με τον Χριστό και μέτοχος της άφθαρτης και αιώνιας ζωής του. Η ένωσή του με τον Χριστό δεν είναι απλή ηθική ένωση, αλλά οντολογική ανάκραση και ανακαίνιση που καρποφορεί και γίνεται αισθητή ήδη από την παρούσα ζωή.
Για να καρποφορήσει όμως η χάρη των μυστηρίων, απαιτείται η ανθρώπινη συνεργία. Χωρίς τη συνεργία αυτή, η χάρη του Θεού παραμένει ανενεργή και άκαρπη. Γι’ αυτό και ο πιστός καλείται να καταβάλει όλες τις δυνάμεις του και να συνεργαστεί με την χάρη του Θεού για την ανακαίνιση και τη θέωσή του.
Τα μυστήρια δεν μεταβάλλουν τον άνθρωπο μαγικά, αλλά τον μυούν, δηλαδή τον εισάγουν στην ζωή της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Όποιος δέχεται τη χάρη των μυστηρίων, καλείται να ζήσει και να φανερώσει στη ζωή του τη ζωή του Χριστού. Στο μέτρο που αφήνει ο άνθρωπος τον εαυτό του στη χάρη του Θεού, στο μέτρο που ζει και συμπεριφέρεται κατά τον τύπο του μυστηρίου, ζει και προκόβει πνευματικά.
Υπάρχει πνευματική ζωή και αγιότητα σήμερα; Φυσικά και υπάρχει. Ο Θεός δεν αλλάζει. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αυτός, χθες, σήμερα και πάντοτε. Ούτε η φύση των ανθρώπων έχει αλλάξει. Από την εποχή του Αδάμ, οι άνθρωποι έχουν τιμηθεί με το να μπορούν να επιλέγουν τον τρόπο της ζωής τους, ώστε να έχουν την δυνατότητα σε μεγάλο βαθμό να αρνηθούν τον Θεό, την πνευματική ζωή και την αναζήτηση της αγιότητας. Αλλά, έως την συντέλεια του κόσμου, θα υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι, οι οποίοι, ακόμη κι αν αποτελούν μειονότητα, θα επικαλούνται την χάρη του Θεού πάνω στην γη και τους συνανθρώπους τους. Το ότι ο κόσμος εξακολουθεί να υπάρχει είναι απόδειξη ότι υπάρχει αγιότητα σήμερα. Ο άγιος Σιλουανός έλεγε: «Όταν πάψουν να υπάρχουν προσευχόμενοι άνθρωποι πάνω στην γη, θα έλθει η συντέλεια του κόσμου».
Σε κάποιο άλλο σημείο άγιος Σιλουανός γράφει: «Ο καθένας στον κόσμο αυτόν έχει να επιτελέσει το δικό του έργο είτε είναι βασιλέας η πατριάρχης, μάγειρας, σιδηρουργός η διδάσκαλος. Αλλά ο Κύριος, του οποίου η αγάπη απλώνεται προς όλους, θα δώσει μεγαλύτερη αμοιβή στον άνθρωπο με την μεγαλύτερη αγάπη προς τον Θεό». Η πνευματική ζωή θα έχει και κάποια «ταπείνωση» για όλους μας. Και ένα παράδειγμα αυτού αποτελούν οι νηστείες που κάνουμε μαζί σε ορισμένες περιόδους του εκκλησιαστικού έτους, ακριβώς για να μας βοηθήσουν να προσευχόμαστε και να καθαρίσουμε την καρδιά μας από τα αμαρτωλά πάθη.
Η πίστη, είναι για την ψυχή, ότι ή αναπνοή για το σώμα. Όπως υπάρχουν οι αισθήσεις για το σώμα, έτσι υπάρχουν και τα αισθητήρια του ψυχικού μας κόσμου. Όλοι οι άνθρωποι έχουν πίστη. Άλλοι στην αλήθεια, άλλοι στη θρησκεία τους, άλλοι σε μια ιδεολογία, άλλοι στη δική τους άποψη. Όλοι πιστεύουν. Η πίστη, αποτελεί στοιχείο της ύπαρξης του ανθρώπου, έχει δοθεί στον άνθρωπο από τον Δημιουργό του. Η πίστη ζωοποιεί, φωτίζει, χαροποιεί, ανατάσσει, θαυματουργεί, είναι κανάλι επικοινωνίας με το Θεό, υπερβαίνει τον θάνατο, οδηγεί στην αιωνιότητα. γιατί αυτή ενεργοποιεί, δραστηριοποιεί, θαυματουργεί και σώζει.
Μέσα από την πίστη οδηγείται ό άνθρωπος στην ταπεινοφροσύνη. Συνειδητοποιεί ότι δεν έχει λόγους να υψηλοφρονεί, γιατί τόσο ό ίδιος καθώς και όλα όσα έχει προέρχονται από τον Θεό και ανήκουν σε Εκείνον. Αντιλαμβάνεται τη δική του μικρότητα και τη μεγαλειότητα του Θεού Ο Θεός δημιούργησε όλη την κτίση από το μηδέν.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός στους μακαρισμούς είπε: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν ή βασιλεία των ουρανών». Εκείνοι πού έχουν ταπεινό φρόνημα είναι αρεστοί στον Θεό. Και όχι γιατί ό Θεός είναι αλαζόνας και του αρέσει να ταπεινώνει τα πλάσματα του, αλλά γιατί ό ταπεινός βιώνει μέσα του την αλήθεια σχετικά με τον άνθρωπο και τον Θεό, βιώνει μέσα του τη σωστή σχέση Θεού ανθρώπου. Από πολλά κακά μας απαλλάσσει ή ταπεινοφροσύνη και πολλά καλά μας προσφέρει.
Η πίστη και η ταπεινοφροσύνη γεννούν την ελπίδα. Ο κόσμος συνηθίζει να λέει ότι με την ελπίδα ζει ο άνθρωπος και η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Η χριστιανική όμως ελπίδα ζει καθ' όλη τη γήινη πορεία μας και πεθαίνει μόνο, όταν αποκτήσουμε εκείνο πού ποθούμε, όταν δηλαδή εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού, αφού τότε εκείνο πού ελπίζαμε το έχουμε πλέον κερδίσει.
Η χριστιανική ελπίδα λοιπόν είναι πηγή αισιοδοξίας και χαράς και με τη βεβαιότητα της στηρίζει τον πιστό σε όλες τίς δοκιμασίες της ζωής και στον δρόμο του για τη Βασιλεία των Ουρανών.
Η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη αποτελούν το τρίπτυχο της ζωής του Χριστιανού που θέλει να έχει πνευματική ζωή στη γήινη πορεία του, αφού, κατά τον Απόστολο Παύλο, «Νυνί δε μένει πίστης, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα μείζων δε τούτων ή αγάπη»
Η πίστη, η ταπεινοφροσύνη και η ελπίδα ενεργοποιούν και την αρετή της υπομονής, πού τόσο συντελεί στη σωτηρία της ψυχής μας. Για να έχουμε αληθινή πνευματική ζωή ως προϋπόθεση χρειάζεται η εν Χριστώ ελευθερία, η προσπάθεια μας να θεραπεύσουμε τα πάθη μας και η συμμέτοχή μας στα μυστήρια της Εκκλησίας.
Όταν μέσα μας, αρχίζει να κατασκηνώνει το Πνεύμα το Άγιον, το πρώτο που μας διδάσκει και μας κατηχεί, είναι να γνωρίσομε τη δική μας ασθένεια, να γνωρίζομε τα δικά μας λάθη, να γνωρίζομε, με πάσαν ακρίβεια, τις απροσεξίες που κάναμε και που κάνομε, και να προσπαθούμε να είμαστε αυστηροί στον εαυτό μας και επιεικείς στους άλλους. Πραγματικά, ο άνθρωπος που δέχεται το Πνεύμα το Άγιο, δέχεται αυτή τη χάρη τόσο έντονα, που αγαπά τους ανθρώπους όπως είναι, και όχι όπως θέλει αυτός να είναι. Έχει σημασία, εν ονόματι του Χριστού, να δεχόμαστε όλους τους ανθρώπους όπως είναι, διότι ο Χριστός μας λέγει: « ει αγαπάτε τους αγαπώντας ημάς ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι». Διότι ο εμπαθής άνθρωπος, ο αμαρτωλός, αυτό κάνει. Αγαπά αυτόν που τον αγαπά. Εκτιμά αυτόν που τον εκτιμά. Αλλά, πρέπει να ξέρομε ότι, η εμπαθής εκτίμηση και η εμπαθής αγάπη, είναι απολύτως, έκφραση του εγωισμού του ανθρώπου. Και ό,τι ο άνθρωπος κάνει, δρα και εργάζεται, υλοποιώντας τον εγωισμό του, αυτός, αποτυγχάνει στη ζωή του, διότι τα έργα εξωτερικά μπορεί να φαίνονται καλά, αλλά είναι προς το «θεαθήναι τοις ανθρώποις», και ο Θεός, δεν παίρνει τίποτε από αυτά.
Η αγάπη είναι η μόνη αρετή που θα επιβιώσει στα έσχατα, στη Βασιλεία του Θεού δηλαδή όταν θα βλέπουμε το Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο και καμία άλλη αρετή δεν θα χρειάζεται. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει μας λέγει ο απ. Παύλος στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή, είναι αιώνια. Κι αυτή ακριβώς η αιωνιότητα της οφείλεται στο γεγονός πως η αγάπη αποτελεί την ιδια την ουσία της Βασιλείας του Θεού.
Γι’ αυτό και μες στην αγάπη εμπερικλείεται και η μεγάλη αρετή τῆς συγχωρητικότητας. Εκείνος που δεν μπορεί να συγχωρήσει, δὲν μπορεί και να αγαπήσει. Ο ιερός Χρυσόστομος διδάσκει: “Κανείς από σας να μη διατηρεί στην καρδιά του κακία για τον αδελφό του. Νομίζεις ότι με την εκδικητικότητα τιμωρείς εκείνον που σε έβλαψε; Γιατί εσύ ο ίδιος σαν άλλος δήμιος εγκατέστησες μέσα σου τον θυμό και κατασκίζεις τα ίδια σου τα σπλάχνα. Άφησε τα πράγματα στον Θεό. Αυτός θα τα τακτοποιήσει καλύτερα απ’ ότι θέλεις εσύ. Σ’ εσένα έδωσε μόνο την προσευχή να προσεύχεσαι γι' αυτόν που σε λύπησε και μα τον συγχωρείς”.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοσή μας η δια της προσευχής, της νηστείας και των καλών έργων πνευματική άσκηση δεν γίνεται για τις ανάγκες του Θεού, αλλά για την ηθική στερέωση, τελείωση και θέωση των πιστών. Ο Θεός δίνει τις εντολές στον άνθρωπο όχι διότι ο ίδιος έχει ανάγκη αυτών αλλά διότι τις έχει ανάγκη ο άνθρωπος. Περιεχόμενο της άσκησης είναι η απάρνηση του ατομικού φρονήματος και θελήματος, της αυτάρκειας και αυτονομίας. Η φιλαυτία, η αυταρέσκεια μάς εγκλωβίζουν μέσα στα δίχτυα της αμαρτίας, διότι αμαρτία είναι η θεοποίηση του εγώ.
Η άσκηση γίνεται μέσο για να φτάσεις στο σκοπό που είναι η εκκλησιαστική κοινωνία της αγάπης. Το να αγαπήσεις τον διπλανό σου και να τον κάνεις να αισθανθεί ότι έχει αξία ως άνθρωπος, αποτελεί την ουσία της αγάπης και τη δυσκολότερη μορφή άσκησης.
Η πνευματική ζωή του ανθρώπου στηρίζεται στις εξής βασικές προϋποθέσεις: α) Στην «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού δημιουργία του, β) στην εν Χριστώ ανακαίνιση και θέωση της φύσεως του και γ) στη δυνατότητά του να γίνει μέτοχος της δωρεάς του Χριστού με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Ο άνθρωπος προήλθε από τον Θεό και αυτόν εικονίζει η ύπαρξή του. Το «κατ’ εικόνα» αποτελεί κοινό γνώρισμα όλων των ανθρώπων. Το ίδιο όμως δεν ισχύει και για το «καθ’ ομοίωσιν», που προσφέρεται στον άνθρωπο μόνο ως δυνατότητα.
Οι μακαρισμοί του Κυρίου και η άσκηση τους συνιστούν όντως έκφραση πνευματικής ζωής. Γιατί οι μακαρισμοί εξ αρχής αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν για τους χριστιανούς κριτήριο ορθόδοξης πνευματικότητας, που αποβλέπουν να βοηθήσουν τον άνθρωπο να ανέβει από το σκότος στο φως της Βασιλείας, να ανέβει με μια ποιοτική μεταβολή του είναι του στο επίπεδο της κοινωνίας με το Θεό και αυθεντικής συνύπαρξης με τους ανθρώπους.
Η κατά Χριστόν πνευματική ζωή αποτελείται από δύο στάδια: πράξη και θεωρία. Πράξη: είναι το στάδιό της καθάρσεως. Θεωρία: περιλαμβάνει τον Φωτισμό και την Θέωση. «Η κάθαρσις της Καρδίας. Ἡ κάθαρση, αρχίζει με την ψιλή πίστη (ή εισαγωγική πίστη) η οποία προέρχεται από διάφορες αφορμές (κήρυγμα, ανάγνωση θ. Γραφών, θαύμα) από τις οποίες ο άνθρωπος έρχεται σε συναίσθηση και θέτει αρχήν μετάνοιας. Τότε αποκτά το φόβο Κυρίου και αρχίζει τον αγώνα της καθάρσεως. Ἡ κάθαρσις είναι έργον της θείας χάριτος, συντελείται όμως με την δική μας συνέργεια, η οποία έγκειται στην προσπάθεια τηρήσεως των εντολών του Χριστού. Ο στόχος μας είναι τα πάθη μας ν’ αντικατασταθούν από τις αντίστοιχες αρετές.
Η κάθαρση αρχίζει με την μείωση και απομάκρυνση των παθών από την ψυχή. Αυτό γίνεται με την προσοχή και την φύλαξη της καρδίας. Ἡ κάθαρση συνεχίζεται με την προσπάθεια του νοός να συμφιλιωθεί με το Θεό, πράγμα που ενδυναμώνει και αυξάνει την προσευχή και οπλίζει τον νου με ισχυρή δύναμη ώστε να εκδιώκει τους πονηρούς λογισμούς και να μην επιτρέπει την είσοδό τους στην καρδία.
Η κάθαρσή της καρδίας καταλήγει στη δυνατότητα θεωρίας του Θεού με τα νοερά όμματά της ψυχής: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Η λέξη ‘καρδιά’ στην Αγία Γραφή έχει έννοια μεταφορική. Εδώ ο Κύριος εννοεί τον εσωτερικό άνθρωπο, τη συναισθηματική, τη νοητική, τη βουλητική δύναμη της ψυχής. Μόνο όσοι διατηρήσουν την καρδιά τους καθαρή από την αμαρτία, όσοι την κρατούν αμόλυντη από αισθήματα και επιθυμίες κακές, μόνο οι αγνοί στη ψυχή θα δουν το Θεό.
Το άδειασμά του νοός από κάθε λογισμό και η κάθοδός του στην καρδία, όπου είναι η φυσική του θέση, είναι η κατάληξή της καθάρσεως και η αρχή της νοεράς προσευχής. Ο φωτισμός του νοός Όταν καθαρισθεί το «έσοπτρον» του νοός, όταν η καρδία του ανθρώπου γίνει απαθής, ὁ νους κατέρχεται στην καρδία και απ’ εκεί προσεύχεται στον Θεό. Έχουμε λοιπόν την κατάσταση της νοεράς προσευχής. Αυτή η κατάσταση λέγεται κατάσταση φωτισμού πλέον και ο άνθρωπος έχει αδιάλειπτη την αίσθηση τῆς παρουσίας του Θεού. Αισθάνεται την παρουσία Του και αυτή η αίσθηση κινεί τον νου σε προσευχή. Αυτή είναι μια συνεχής κατάσταση.
Η νοερά προσευχή είναι αδιάλειπτη. Όσοι βιώνουν την κατάστασή της αδιάλειπτου νοεράς προσευχής κάποιες φορές φθάνουν στην κατάστασή της Θεώσεως. Όσοι την γευθούν θα την κατανοήσουν. Είναι τα άρρητα ρήματα περί τῶν όποιων ομιλεί ο Απ. Παύλος. Έχει και αυτή διαβαθμίσεις: την έκλαμψη, την θέα και την διαρκή θέα. Είναι ἡ κορωνίδα τῆς χριστιανικής τελειώσεως. Εκεί έφθασαν οι Άγιοι Πατέρες κι έγιναν Θεογνώσται και Θεολόγοι. Εμείς λοιπόν εδώ σιωπούμε διότι είναι αδύνατον νά πούμε το οτιδήποτε. Είναι ὁ στόχος προς τον οποίον αποβλέπει ἡ πνευματική ζωή. Όποιος φθάσει στην κάθαρση θα αξιωθεί και από τον Θεό της Θεώσεως. Εμείς ας φροντίσουμε νά βάλουμε τουλάχιστον αρχή μετάνοιας μήπως και κατορθώσουμε νά καθαρίσουμε την ψυχή μας από τα πάθη μας. Αυτή ας είναι η μέριμνά μας και έτσι θα επιτύχουμε την αιώνιο ζωή. Αμήν.