Ομιλία
Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου
Ομιλία Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Νικολάου Μεντζελίδη
Προϊσταμένου Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως Σωτήρος Κραθίου
Με θέμα «Εξήλθεν των ορίων αυτής. Η συνάντηση με τον Σωτήρα Χριστό
πέρα από τα όρια»
Βρισκόμεθα κιόλας στον δεύτερο μήνα αυτού του έτους2024 και μάλιστα μία μόλις εβδομάδα πριν υποδεχθούμε την πνευματική και κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου, αυτή τη μοναδική σε όλο το εκκλησιαστικό έτος περίοδο, που με τρόπο υποδειγματικό και παιδαγωγικό, σιγά σιγά, θα μας προετοιμάσει, μέσω της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και εν συνεχεία της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος στον εορτασμό του Πάσχα, των Παθών και της Αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Η Εκκλησία μας, Μητέρα και πνευματική Κιβωτός, γνωρίζει τον τρόπο, όπως οι θεοφώτιστοι Πατέρες και Άγιοι μάς έχουν παραδώσει, να μάς βοηθήσει με τρόπο ουσιαστικό στην κατάλληλη πνευματική προετοιμασία, με τις λαμπάδες της ψυχής και της εγρηγόρσεως αναμμένες, για να εορτάσουμε το Πάσχα ως αληθινό πέρασμα, κοινωνοί των Παθημάτων του Ιησού Χριστού, κοινωνοί και της Αναστάσεώς Του.
Καθώς, λοιπόν, ετοιμαζόμεθα να δρασκελίσουμε στο κατώφλι αυτής της ιεράς και ψυχωφελίμου περιόδου του Τριωδίου, σήμερα το πρωί, στη διάρκεια του ευαγγελικού αναγνώσματος της Ευχαριστιακής μας Συνάξεως, ήλθαμε αντιμέτωποι, κυριολεκτικώς πρόσωπο με πρόσωπο, με έναν ζωντανό ύμνο της πίστεως. Πρόκειται για τη ζέουσα πίστη, που οφείλουμε να έχουμε και εμείς, την οποία διέκρινε και θαύμασε ο ίδιος ο Κύριός μας στο πρόσωπο και τη συμπεριφορά μιας γυναίκας, της Χαναναίας, της οποίας η ψυχή ήταν γεμάτη από αγάπη για τον Ιησού Χριστό. Και αυτό ήταν που και την ίδια την έσωσε αλλά και χάρισε στη θυγατέρα της τη θαυματουργική θεραπεία. Συνειδητοποιήσαμε επίσης, για μία ακόμη φορά, πως η αληθινή πίστη οδηγεί τον άνθρωπο και στην αρετή της ταπεινοφροσύνης. «Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Έτσι, παρακολουθήσαμε όχι μόνο την θαυματουργική παρέμβαση, αλλά και την υπερύψωση της Χαναναίας από τον Κύριο κατά τρόπο πολύ χαρακτηριστικό. Προανάκρουσμα της γνωστής θεωρητικά αλλά ίσως και άγνωστης πρακτικά φράσης του Κυρίου μας, που θα ακούσουμε την επόμενη Κυριακή στην παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου : «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται».
Για να αντιληφθούμε τη σπουδαιότητα του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος και τη θεραπεία της θυγατέρας της Χαναναίας γυναίκας, οφείλουμε πρώτα να αναφερθούμε στους κατοίκους αυτής της περιοχής και την ιστορία τους.
Χαναάν ή Καναάν είναι αρχαίος όρος για μια περιοχή στα βόρεια της Παλαιστίνης, που περιλαμβάνει τη Δυτική Όχθη, τη δυτική Ιορδανία, τη νότια Συρία και τον Λίβανο έως τα σύνορα της σημερινής Τουρκίας. Πρόκειται για την ευρύτερη περιοχή της Φοινίκης, όπως υποστηρίζει ο Καθηγητής Στέργιος Σάκκος. Το όνομα Χαναάν σημαίνει "βαθύπεδη χώρα". Το όνομά της οφείλεται στον Χαναάν, ένα βιβλικό πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης, είναι ٥ τέταρτος γιος του لمإلالا και εγγονός του Νώε.
Οι Χαναναίοι ήταν αρχαίος λαός, σημιτικής καταγωγής, με πιθανή αρχική κοιτίδα την γύρω από τον Περσικό κόλπο χώρα, από την οποία μετανάστευσαν περί το 2500 π.χ. στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Είναι κυρίως οι ντόπιοι κάτοικοι της βόρειας Παλαιστίνης. Ζούσαν στα πεδινά αστική και γεωργική ζωή και είχαν πολύ καλά οργανωμένο στρατό. Από πολύ νωρίς οι Χαναναίοι ή Καναανίτες απέκτησαν σημαντική φήμη ως έμποροι σε μια μεγάλη περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Υπάρχουν περιπτώσεις στην Βίβλο όπου το όνομα «Χαναναίος» χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του «έμπορος». Παρ' όλο που οι Χαναναίοι είχαν ανθηρό πολιτισμό, ασχολούνταν πολύ με τη μαγεία, τη μαντεία και άλλες αποκρυφιστικές τελετές. Λάτρευαν τον θεό Βάαλ, σύμβολο του οποίου ήταν o "χρυσός ταύρος", φαίνεται ότι κατασκευή του "χρυσού μόσχου" από τους Ισραηλίτες στην έρημο του Σινά, όταν ο Μωυσής ανέβηκε στο όρος να πάρει τις δέκα εντολές, ήταν επηρεασμένη από τη θρησκεία των Χαναναίων. Η εμπορική δραστηριότητά τους και επαφή με λαούς και πολιτισμούς, είχε συντείνει να λατρεύουν και θεότητες από την ελληνική μυθολογία και τη Μεσοποταμία, όπως για παράδειγμα τον θεό Άδωνι, o οποίος κατανικούσε τις αρρώστιες των ανθρώπων με διάφορες θεραπείες και φάρμακα.
Η γη Χαναάν λέγεται και γη της Επαγγελίας, γιατί είναι η γη που υποσχέθηκε ο Θεός στον Αβραάμ και αργότερα στο Μωυσή, προκειμένου να οδηγήσει εκεί τους Ισραηλίτες για να εγκατασταθούν μετά τη δοκιμασία τους στην Αίγυπτο. Τον 5ο π.χ. αιώνα νότια περιοχή της Χαναάν, ονομαζόταν Παλαιστίνη, σύμφωνα με το βιβλίο «Αριθμοί» της Παλαιάς Διαθήκης.
Το Δευτερονόμιο αναφέρει ότι οι Χαναναίοι έκαμαν «αηδιαστικά και αποκρουστικά πράγματα, τα οποία εμίσησε ο Θεός, αφού έφθασαν μέχρι του σημείου να καίουν τους υιούς και τις θυγατέρες των στη φωτιά χάριν των θεών τους». Γι' αυτό και ο Μωυσής καλείται να κληρονομήσει αυτή τη γη «δια την αθεράπευτη ασέβεια αυτών των εθνών». Μάλιστα, οι Χαναναίοι θεωρούνταν καταραμένοι από τον προπάππου τους Νώε. Όπως αναφέρει η Γένεση, μετά τον Κατακλυσμό ο Νώε φύτεψε αμπέλι και έγινε γεωργός. Μια μέρα ο Νώε ήπιε πολύ κρασί και μέθυσε και γυμνώθηκε στη σκηνή του. Ο υιός του Χαμ είδε τη γύμνωση του πατέρα του και το μαρτύρησε στους αδελφούς του Σημ και Ιάφεθ. Οι δύο αυτοί έτρεξαν και σκέπασαν με ενδύματα τη γύμνωση του πατέρα τους, έχοντας μάλιστα το πρόσωπο προς τα πίσω, για να μην δουν τη γύμνωση του πατέρα τους. Όταν ο Νώε συνήλθε από τη μέθη, έμαθε τι συνέβη και ότι ο νεώτερος γιός του Χαμ τον μαρτύρησε, τότε ο Νώε καταράσθηκε όλους τους απογόνους του εγγονού του Χαναάν, να είναι πάντοτε δούλοι στους άλλους. Όπως αναφέρει ο μακαριστός Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας, στο βιβλίο του «Η Παλαιά Διαθήκη για τον λαό», η κατάρα αυτή πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν, διότι πράγματι οι απόγονοι του Χαναάν πολλές φορές υποδουλώθηκαν σε φυλές που προήλθαν από τους άλλους δύο γιούς του Νώε, τον Σημ και τον Ιάφεθ.
Μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο και την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά, οι Ισραηλίτες εισέβαλαν στη γη Χαναάν, ώστε να καταλάβουν σταδιακά όλη την γεωγραφική περιοχή που είχε υποσχεθεί ο Θεός στον προπάτορα τους τον Αβραάμ, επιζητώντας να εξολοθρεύσουν τις φυλές των Χαναναίων.
Οι Χαναναίοι όμως δεν υπέστησαν ολοκληρωτικό αφανισμό, παρ' ότι οι Εβραίοι τούς καταδίωξαν. Γι’ αυτό, όπως αναφέρεται πολλές φορές στην Παλαιά Διαθήκη, υπήρχε μεγάλη έχθρα μεταξύ Εβραίων και Χαναναίων, η οποία μάλιστα συνεχιζόταν μέχρι και τα χρόνια του Χριστού.
Ο Κύριός μας πορεύεται προς τα μέρη εκείνα, «εις τά μέρη Τύρου καί Σιδώνος». Η Τύρος ήταν η πρωτεύουσα και η Σιδών η συμπρωτεύουσα της Φοινίκης. Οι κάτοικοί της, όπως τονίσαμε, δεν ανήκαν στην εβραϊκή φυλή, ήσαν μάλιστα εν πολλοίς ειδωλολάτρες. Οι πόλεις Τύρος και Σιδών ήσαν διαβόητες για την ειδωλολατρία, την τρυφή και την ασωτία τους. Οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης τις ελέγχουν με σφοδρότητα και προλέγουν τις συμφορές που θα επέλθουν πάνω τους.. Πράγματι οι πόλεις αυτές υπέστησαν πολλές εχθρικές επιδρομές με ανυπολόγιστα μεγάλες καταστροφές. Την Τύρο την κυρίευσε ο Ναβουχοδονόσορ και αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος, ενώ την Σιδώνα τήν κατέκτησε ο Σαλμανασάρ, ένας Ασσύριος μονάρχης.
Ο Κύριός μας, λοιπόν, πορεύεται από τη Γαλιλαία, από τη γη όπου κατοικούσαν Ισραηλίτες, οι οποίοι προέρχονταν από τη φυλή τού ευλογημένου Σημ. Και πού πηγαίνει; Στις περιοχές όπου κατοικούσαν οι Χαναανίτες, οι απόγονοι του Χαμ, τον οποίο είχε καταραστεί ο ίδιος ο πατέρας του, ο Νώε, όπως προείπαμε. Ο Κύριος λοιπόν άφησε τους ευλογημένους και πήγε προς τους καταραμένους. Γιατί;
Για να δώσουμε απάντηση στο κρίσιμο όσο και παράξενο αυτό ερώτημα, οφείλουμε να ρίξουμε μία σύντομη ματιά στους διαλόγους που προηγούνται και αναφέρονται την αρχή του 15ου κεφαλαίου του Ευαγγελιστή Ματθαίου.
0 Ιησούς συζητά με τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους. Στην πραγματικότητα έρχονται εκείνοι για να επιτιμήσουν τον Κύριο, διότι οι μαθητές Του δεν τηρούν την ιουδαϊκή παράδοση να πλένουν τα χέρια τους πριν φάνε ψωμί! Τότε ο Κύριος τούς απαντά ότι, «εσείς δεν τηρείτε την παράδοση και τις εντολές του Θεού, που είπε «τίμα τον πατέρα και την μητέρα σου», διότι διδάσκετε ότι «όποιος θα πει στον πατέρα του ή την μητέρα του, αυτό που μου ζητείς να σου δώσω δια την εξυπηρέτηση σου, θα το προσφέρω αφιέρωμα στον Θεό, αυτός απαλλάσσεται από την υποχρέωση να βοηθήσει τον πατέρα του ή την μητέρα του. Και έτσι έχετε αχρηστεύσει και περιφρονήσει την εντολή του Θεού εξ αιτίας αυτής της παραδόσεώς σας». Ο Κύριος τους αποκάλεσε «υποκριτές» και επανέλαβε τον λόγο του προφήτη Ησαΐα, ότι «Ο λαός αυτός με πλησιάζει μόνον με το στόμα και με τιμά μόνον με τα χείλη, η δε καρδία των απέχει πολύ από εμένα». Μάλιστα κάλεσε τον λαό να μην δίνει σημασία τόσο στην τροφή που εισέρχεται στο στόμα, αλλά στα λόγια που εξέρχονται από το στόμα.
«Οι Φαρισαίοι σκανδαλίσθησαν και θύμωσαν», Τού λέγουν οι μαθητές. Τότε ο Κύριος απάντησε: «Αφήσατέ τους· είναι τυφλοί, οδηγοί άλλων τυφλών· εάν δε ένας τυφλός οδηγεί ένα άλλον τυφλό, θα πέσουν και οι δύο σε βαθύ λάκκο».
Ο Κύριος, λοιπόν, αφού στηλίτευσε τους Γραμματείς και τους Φαρισσαίους για την προσήλωσή τους σε εξωτερικές συνήθειες, στον τύπο δηλαδή, και την από μέρους τους παράβαση των εντολών της ελεημοσύνης και της τιμής προς τους γονείς, πήρε τους μαθητές Του και πέρασε στη γη των ειδωλολατρών. Επιμένει μάλιστα ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ότι ο Ιησούς, όταν πήγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, εποίησε ελάχιστα σημεία «διά την απιστίαν αυτών» (Μθ 13,58).
Και πάλι ας αναρωτηθούμε: Γιατί πήγε στους ειδωλολάτρες, αφού νωρίτερα είχε δώσει εντολή στους μαθητές Του να περιοδεύσουν τη χώρα, αλλά να μην κηρύξουν σε Σαμαρείτες και εθνικούς, αλλά μόνο «προς τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ» (Ματθ. 10,6): Μα, είναι ο Θεός και, όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος, δεν περιορίζεται από τις εντολές που δίνει στους μαθητές Του. Δεύτερο, επειδή έβλεπε και γνώριζε πως οι Ιουδαίοι Τον αποστρέφονταν και ο Ίδιος αντιλαμβανόταν πως τελικά θα Τον απέρριπταν εντελώς.
Συνεπώς, ο ίδιος ο Κύριός μας είναι ο πρώτος που διαφεύγει των τυπικών ορίων. Άλλωστε ο Ίδιος τα όρισε, ο Ίδιος και τα οριοθετεί πάλι, ο Υιός και Λόγος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος -με τρόπο που παραμένει μυστήριο- προσλαμβάνει τη θνητή ανθρώπινη φύση, το κτιστό ενώνεται με το άκτιστο, το ανθρώπινο με το θεϊκό. Ο Θεός Λόγος εισέρχεται διακριτικά αλλά και δυναμικά στην ιστορία, μεταμορφώνοντας την ιστορία. Είναι κένωση, κατά τρόπο τινά το άδειασμα του Θεού που φανερώνει την αγάπη Του για τον άνθρωπο. Είναι η συγκατάβασή Του, καθώς κατεβαίνει στη γη με τη μορφή δούλου για να ανεβάσει στον ουρανό τούς ανθρώπους. Ο Θεός, από τη μεγάλη αγάπη Του για τους ανθρώπους, στέλνει το μονάκριβο Υιό Του στη γη. Δεν είναι ένας μακρινός, απρόσιτος και απρόσωπος Θεός χαμένος στο άπειρο σύμπαν που δεν ενδιαφέρεται για εμάς. Ο Χριστός έρχεται στον κόσμο για να μάς σώσει από την αμαρτία και την απώλεια και για να αποτελεί το παντοτινό πρότυπό μας. Ιησούς σημαίνει Σωτήρας. Το όνομα αυτό δεν Του το έδωσαν οι άνθρωποι αλλά ο Ίδιος ο Θεός, στέλνοντας τον Άγγελό Του να πει στον Ιωσήφ πώς να Τον ονομάσει.
«Ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ...» είναι τα λόγια του Αγγέλου προς τους ποιμένες. Από τους πρώτους που έρχονται να Τον προσκυνήσουν νεογέννητο είναι οι σοφοί μάγοι της Ανατολής. Δεν είναι Ιουδαίοι (γι' αυτό και ρωτούν: «Που έστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων;»). Πρόκειται για εθνικούς, ειδωλολάτρες, μελετητές των αστέρων και των παλαιών παραδόσεων, που έρχονται και προσφέρουν δώρα στον νεογέννητο Ιησού. Εκείνος τα αποδέχεται, όπως αποδέχεται τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, την αμαρτωλή που έπλυνε με μύρο τα πόδια Του, τον Ζακχαίο, κάθε αμαρτωλό, καθένα που με καθαρή καρδιά Τον αναζητά και ελπίζει σε Αυτόν. Μετά την Ανάστασή Του και λίγο πριν την Ανάληψή Του, θα αποστείλει τελικώς τους Μαθητές Του, οι οποίοι πρόκειται να λάβουν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, να κηρύξουν σε όλο τον κόσμο: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και .του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», αναφέρει ο Ματθαίος.
Και ο Μάρκος διασώζει τη φράση «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει».
Άλλωστε στις θρησκευτικές παραδόσεις όλων των λαών, τις οποίες μελετούν οι σοφοί μάγοι της Ανατολής, διασώζεται η νοσταλγία και προσδοκία, η ακράδαντη πίστη περί της καθόδου στη γη του Θεού με τη μορφή ανθρώπου, καθώς και η αναμονή κάποιου ερχόμενου Μεγάλου Μεσίτη, μέλλοντα Σωτήρα και Νομοθέτη, ο οποίος θα επανέφερε τον χρυσό αιώνα στη γη και θα έσωζε τους ανθρώπους από το κακό. Ο Χριστός είναι προσδοκία των εθνών, όλων των εθνών, «Στο όνομά Του θα ελπίζουν όλοι οι λαοί», αναφέρει ο Προφήτης Ησαΐας. Ενώ ο πρώτος χρονικά εκ των Αγίων του 20ου αιώνα, ο Άγιος Νεκτάριος επίσκοπος Πενταπόλεως, ο Θαυματουργός σημειώνει σε έναν από τους τόμους τα Άπαντα των έργων, στην ωραία γλώσσα της εποχής του : «πάντα λοιπόν τα έθνη ησθάνοντο την ανάγκην της ελεύσεως Σωτήρος και πάντα εξεδέχοντο αυτόν υπήκοντα εις μυστικήν τινά φωνήν, λαλούσαν εν ταις καρδίαις αυτών. Η του Σωτήρος άφιξις τοσούτω καθίστατο επιθυμητή, παρά μάλλον πάσα ελπίς, πάσα παρηγορία, πάσα γαλήνη και πάσα ηθική προέβαινεν εκλείπουσα, πάσα δε διαφθορά, ασέβεια, και απελπισία έτεινον να κυριαρχήσωσιν. Η έλευσις Σωτήρος και Λυτρωτού ήτο απολύτως αναγκαία!».
Κινέζοι, Ινδοί, Μήδοι και Πέρσες, Αιγύπτιοι, Σουμέριοι, Άραβες, Ρωμαίοι, Κέλτες, προκολομβιανοί Αμερικανοί και άλλοι λαοί διατηρούν ξεκάθαρα στη συνείδησή τους την προσδοκία για την έλευση κάποιου σωτήρα. Και οι αρχαίοι Έλληνες, οι προπάτορές μας, ανέμεναν κάποιον μεγάλο διδάσκαλο, που θα μάθει στους ανθρώπους την αλήθεια. Αισχύλος, Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης, Πλούταρχος αναδεικνύονται σε φιλοσόφους του σπερματικού λόγου, κάνοντας τον μεγάλο εκκλησιαστικό συγγραφέα Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα στο έργο του «Στρωματείς» (5,13) να δηλώσει απερίφραστα: «ουκ οίμαι υπό Ελλήνων σαφέστερον προσμαρτυρήσες θαιτόν Σωτήρα ημών», δεν είναι δυνατόν, νομίζω, να προαναγγελθεί σαφέστερα από τους Έλληνες ο Σωτήρας μας!
Ο Θεός τελικά ξεπέρασε και αυτές ακόμη τις προσδοκίες των ανθρώπων! Δεν εμφανίσθηκε απλώς στη γη με τη μορφή ανθρώπου, αλλά σαρκώθηκε εκ των αγνών αιμάτων της Υπεραγίας Θεοτόκου αληθινός άνθρωπος παρεκτός αμαρτίας, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, «εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος» κατά τον Απόστολο Παύλο (Φιλιπ. 2,7).
Όπως ακούσαμε σήμερα το πρωί στη Θεία Λειτουργία, ο Χριστός πορεύεται τώρα από τη Γενησαρέτ προς τις βόρειες περιοχές, που συνορεύουν με τη Γαλιλαία. Εκτός από τη φυγή στην Αίγυπτο κατά τη νηπιακή Του ηλικία, ο Κύριος δεν είχε βγει ποτέ από τη χώρα της Παλαιστίνης. Εξέρχεται τώρα για πρώτη φορά και πηγαίνει στη γειτονική Φοινίκη. Φαίνεται ότι καθώς περιόδευε τα ακριτικά χωριά της Γαλιλαίας τον είχαν γνωρίσει και κάτοικοι της Φοινίκης, κάποιοι από αυτούς θα είχαν απολαύσει και τη θεραπεία από διάφορες ασθένειες. Αυτοί οι ευεργετημένοι ενδεχομένως Τον είχαν καλέσει στη χώρα τους.
Στην διαδρομή Τον συναντά «γυνή Χαναναία». Στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο η γυναίκα αυτή ονομάζεται «Ελληνίς, Συροφοινίκισσα τω γένει» (7,26). Όπως σωστά ερμηνεύει ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός, βυζαντινός λόγιος, θεολόγος και συγγραφέας του 11ου αιώνα, το «Ελληνίς» αναφέρεται στο θρήσκευμά της, ήταν δηλαδή ειδωλολάτρισσα, το «Σύρα» στη γλώσσα, μιλούσε συριακά, και το «φοινίκισσα» στην εθνικότητά της. Σε κάθε περίπτωση η γυναίκα αυτή, ντόπια φοινίκισσα, ήταν μία ξένη, αλλοεθνής, αλλόθρησκη και αλλόφυλη.
Και εκείνη θα συντρίψει τα όριά της. «Και ιδού γυνή Χαναναία από των ορίων εκείνων εξελθούσα». Η γυναίκα αυτή δεν θα εγκαταλείψει απλώς και μόνο κάποια γεωγραφικά σύνορα, που κυρίως η ματαιοδοξία των ανθρώπων έχει επιβάλει. Πρωτίστως θα εγκαταλειφθεί στα χέρια και στη χάρη του Κυρίου Ιησού. Η πίστη νίκησε τη φύση. Η πίστη νίκησε την καταγωγή.
Ο ευαγγελιστής Μάρκος μας πληροφορεί ότι ο Κύριος είχε πάει σ' ένα σπίτι, που μάλιστα «εισελθών εις οικίαν ουδένα ήθελε γνώναι» (Μάρκ. ζ΄, 24), δεν ήθελε να γνωρίζει κανένας πως βρισκόταν εκεί. Πρόκειται πιθανόν για το σπίτι κάποιου ευεργετημένου,ο οποίος θα φιλοξένησε τον Ιησού. Φτάνοντας στη Φοινίκη ο Κύριος δεν κήρυξε. Είναι φανερό πως ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο μεγαλείο της πίστης εκείνων που θα Τον αναζητούσαν. Δε θα έκανε δημόσια προσωπική επίδειξη, εκείνοι θα Τον πλησίαζαν. Θα μπορούσε να κρυφτεί από τους ειδωλολάτρες, αλλά «ουκ ηδυνήθη λαθείν». Η δυνατή πίστη της Χαναναίας γυναίκας Τον εντόπισε. Το έθνος που είχε καλέσει δεν Τον δέχτηκε, ενώ «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει... εν χώρα και σκιά θανάτου» (Ησ. θ' 2) Τον αναζήτησε. Και Τον βρήκαν την ώρα που Εκείνος προσπαθούσε να κρυφτεί απ' αυτούς.
Η Χαναναία σίγουρα είχε ακούσει για τον θαυματουργό Χριστό, αφού η φήμη Του είχε διαδοθεί στις πλησιόχωρες περιοχές. Τώρα άκουσε πως κατευθύνεται προς τα δικά της μέρη και έτρεξε να Τον συναντήσει με χαρά και με μεγάλη πίστη. Ζητά το έλεος του Θεού, γιατί δεχόταν πως ο κύριος είναι ο Θεός. Αυτός και μόνο έχει την εξουσία να συγχωρεί τις αμαρτίες των ανθρώπων και να χαρίζει το έλεος και την αγάπη Του.
Ελέησέ με, Κύριε, Υιέ του Δαβίδ, Του φωνάζει. Ελέησέ με, Κύριε, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ. Τι σημαίνει αυτό; Αναγνωρίζει τον Ιησού ως Μεσσία. Ο τίτλος «υιός Δαυίδ» ανήκει στον Μεσσία, ο οποίος, σύμφωνα με τις προφητείες, θα ήταν απόγονος του βασιλιά Δαυίδ. Ο προφήτης Νάθαν είχε πει στον Δαυίδ ότι από αυτόν θα γεννηθεί κατά σάρκα ο Μεσσίας, του οποίου ο θρόνος θα μένει «έως εις τον αιώνα» (3 Βασ. 7,13, πρβλ. Ψαλμ. 131,12). Ο Ησαΐας προφήτευσε παρόμοια. Στον Ευαγγελισμό ο Αρχάγγελος Γαβριήλ διαβεβαίωσε την Παρθένο Μαρία για τον Ιησού «και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ του πατρός αυτού... και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος» (Λκ. 1,32-33). Ο λαός, που έβλεπε ανεπίφθονα τα σημεία του Ιησού, Του απέδωσε ανεπιφύλακτα τον τίτλο υιός Δαυίδ. Ως Υιό Δαυίδ Τον επευφήμησε κατά τη θριαμβευτική είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα ο λαός στο ιερό του Σολομώντος : «οι δε όχλοι οι προάγοντες και οι ακολουθούντες έκραζον λέγοντες ώσαννά τω υιώ Δαυίδ· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου· ωσαννά εν τοις υψίστοις».
Η Χαναναία συμμερίζεται τις αντιλήψεις και προσδοκίες του ισραηλιτικού λαού. Στην πραγματικότητα αρνείται την έως τώρα πίστη της. Μια καινούρια πραγματικότητα έρχεται στη ζωή της. Μπροστά της θωρεί όχι απλώς κάποιον σοφό διδάσκαλο, αλλά τον Κύριο, τον Θεό. Η συνάντησή της μαζί Του θα αλλάξει τη ζωή της. Όπως και η συνάντηση του Ζακχαίου με τον Χριστό. Όπως και η συνάντηση καθενός από εμάς μαζί Του στη βάση μιας ειλικρινούς αναζήτησής Του. Ο Θεός διψά να Τον αναζητούμε διαρκώς, καθημερινά. Ο Θεός δεν είναι απλώς μία παράδοση, ένα έθιμο, ένα φολκλόρ. Ο Χριστός είναι «η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή». Αναζητούμε τον Ιησού; « Μα, πιστεύουμε στον Κύριο», θα πει κάποιος, «γιατί να Τον αναζητήσουμε;». Όσο περισσότερο αναζητούμε τον Χριστό, τόσο περισσότερο Τον πιστεύουμε, και όσο περισσότερο Τον πιστεύουμε τόσο περισσότερο θέλουμε να Τον αναζητούμε. «Ερευνάτε τας Γραφάς», μας λέγει η ίδ ια ηΓραφή. Ας μελετούμε το λόγο Του, το θέλημά Του, διαρκώς, καθημερινά. Όπως τα ψάρια δεν μπορούν να ζήσουν μακριά από το νερό, όπως το σώμα μας δεν μπορεί χωρίς να αναπνέει έτσι και η ψυχή μας χορταίνει και φτερουγίζει μόνο με τη διαρκή παρουσία του Κυρίου.
Σχολιάζει πολύ εμφαντικά ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, επίσκοπος των Σέρβων, στο «Κυριακοδρόμιό» του με ομιλίες στα ευαγγελικά κείμενα:
«Προσέξτε πως η γυναίκα δεν είπε στον Κύριο, «ελέησε την κόρη μου», αλλά ελέησόν με, Κύριε. Η κόρη της ήταν παράφρων, την βασάνιζε ο δαίμονας. Κι όμως η μητέρα της ζήτησε από τον Κύριο να ελεήσει εκείνην, αντί της θυγατέρας της. Γιατί; Επειδή η κόρη της, με την παραφροσύνη που είχε, δεν καταλάβαινε τι της συνέβαινε. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τον τρόμο και το βάσανό της, όπως το αντιλαμβανόταν η μητέρα της που ήταν καλά. Από τα λόγια αυτά καταλαβαίνουμε την μεγάλη αγάπη της μητέρας προς την κόρη της. Η μητέρα υπέφερε τα βάσανα της κόρης της σαν να ήταν δικά της. Εκείνος που ελεούσε την κόρη της, ελεούσε κι εκείνη, τη δύστυχη μητέρα της. Στην τρομερή αυτή κατάσταση της μητέρας, ποιος θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να την ελεήσει, αν δεν ελεούσε και την κόρη της; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η παραφροσύνη της κόρης προκαλούσε θλίψη σ' ολόκληρη την οικογένεια, καθώς και σε όλους τους φίλους και συγγενείς τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι γείτονες είχαν απομακρυνθεί. Οι εχθροί τους θα χαίρονταν. Το σπίτι ήταν αδειανό, έμοιαζε με τάφο. Έξω απ' αυτό ακούγονταν μόνο οι κραυγές και τα παλαβά γέλια της αρρωστημένης κόρης. Θα μπορούσε να σκεφτεί ή να ονειρευτεί η μητέρα να μιλήσει ή να προσευχηθεί για ο,τιδήποτε άλλο; Είναι δε πιθανό να είχε καταλογίσει το κακό που βρήκε την κόρη της σε κάποια δική της αμαρτία. Γι' αυτό και είπε: ελέησόν με, Κύριε».
Σε ένα σπουδαίο έργο του «Λόγος εις την Χαναναίαν», ο Άγιος Βασίλειος επίσκοπος Σελεύκειας περιγράφει με ζωηρά χρώματα το μαρτύριο της γυναίκας εκείνης:
Πένθος ελεεινό για τη μητέρα πιο πικρό και από τον θάνατο. Δαιμόνιο πολεμοχαρές παλεύει με την κόρη της. Σκέπτεται διαρκώς:
-Πώς να αναγγείλω το δεινό, πώς να κηρύξω το πάθος; Δεν υποφέρω να την βλέπω.
Και αναρωτιέται:
-Για καταγώγιο του δαίμονος το εγέννησα το παιδί μου;
Ελέησόν με, λέγει στον Χριστό, που μαστιγώνομαι από τη θυγατέρα μου. Εκείνης το πάθημα, ιδικός μου ο πόνος, εκείνην διαπομπεύει το δαιμόνιο,
σ' εμένα ο δαίμονας ρίπτει τα βέλη του διά μέσου αυτής. Είθε να μη μου γεννούσε αυτήν την κυοφορία η φύση! Να τελείωνε η ζωή μου με τον τοκετό. Θα ήταν παρηγορία για τον θάνατο ο νόμος της φύσεως. Γι αυτό, Ελέησον μας».
Εκφράζει η πονεμένη γυναίκα την παράκλησή της κραυγάζοντας, «ελέησόν με, Κύριε, Υιέ Δαυΐδ η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Το θέαμα της τραγικής μάνας, που με βαθύ πόνο και δυνατές φωνές εκλιπαρούσε, σίγουρα κίνησε τη συμπάθεια όλων. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος σημειώνει ότι κόρη της ήταν μικρής ηλικίας, την αποκαλεί «θυγάτριον». Το μικρό κορίτσι υποφέρει φοβερά από δαιμόνιο. Και η μητέρα της είχε πληροφορηθεί τις πολλές θεραπείες των δαιμονιζομένων στη γειτονική Γαλιλαία. Έτσι, όταν άκουσε ότι ο Ιησούς ήλθε στην πατρίδα της, άφησε τη θυγατέρα της και έσπευσε να Τον συναντήσει και να Τον παρακαλέσει να χαρίσει και στο παιδί της τη θεραπεία. Όμως, ο Κύριος «ουκ άπεκρίθη αυτή λόγον» (Ματθ. ιε' 23).
Οι μαθητές Του τον παρακαλούν να την διώξει λέγοντας: «απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών», δηλαδή «Απομάκρυνέ την, διώξε την, γιατί φωνάζει από πίσω μας». Είναι ενοχλητική!». Κάποιοι ερμηνευτές σχολιάζουν ότι «απόλυσον αυτήν» σημαίνει είτε «διώξε την, απαλλάξου απ' αυτήν» είτε «κάνε αυτό που ζητάει, για να σταματήσει επιτέλους να μάς ενοχλεί με τις κραυγές της», επισημαίνοντας ότι ακόμη και οι μαθητές, παρ' ότι είναι επηρεασμένοι από το ιουδαϊκό εθνικιστικό πνεύμα, νιώθουν κάποια συμπάθεια για τη δύστυχη Χαναναία, τη λυπούνται, και χωρίς να παραμερίσουν εντελώς την εθνικιστική νοοτροπία τους, τολμούν να ζητήσουν από τον Κύριο την ικανοποίηση του αιτήματος μιας αλλόφυλης ειδωλολάτρισσας γυναίκας.
Η στάση του Ιησού απέναντι στην πονεμένη μάνα είναι εκ πρώτης όψεως παράδοξη. Δεν το συνήθιζε ο Χριστός να μην απαντάει στις ερωτήσεις ή στις παρακλήσεις των ανθρώπων. Ακόμα και στο σατανά απάντησε στην έρημο. Σιγή κράτησε μόνο στις ερωτήσεις που Τού έθεσαν οι άνομοι κριτές και βασανιστές Του, ο Καϊάφας και ο Πιλάτος. Γιατί λοιπόν κράτησε σιωπή στην ικεσία της δύστυχης αυτής γυναίκας; Το έκανε ο καρδιογνώστης Κύριος ώστε τα μάτια εκείνων που δεν έβλεπαν, ν' ανοίξουν για να δουν εκείνα που έβλεπε Αυτός. Για να δώσει στη γυναίκα αυτή την ευκαιρία να δείξει εμφατικότερα την πίστη της, για να δουν την πίστη αυτή όλοι οι σύντροφοί Του. Εάν η Χαναναία εισακουόταν αμέσως, τότε ενδεχομένως οι μαθητές και ο λαός σκανδαλίζονταν περισσότερο με τη στάση του Ιησού, αφού γνώριζαν ότι η γυναίκα ήταν αλλογενής και αλλόπιστη. Ο Κύριος δεν αποκρίνεται, και αυτό τής δίνει τη δυνατότητα να ξεδιπλώσει τον εσωτερικό της κόσμο, να φανερώσει την πίστη και την αρετή που ξεχειλίζουν την ψυχή της. Η σιωπή του Ιησού αποκάλυψε την ευλάβεια της γυναίκας και πρόλαβε τον σκανδαλισμό των άλλων.
Μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις και στη δική μας ζωή, στις οποίες δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί οι προσευχές μας δεν παίρνουν την απάντηση που περιμένουμε. Να μην απελπιζόμαστε! να είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι ο Κύριος έχει ανεξάντλητη αγάπη και ευσπλαγχνία για εμάς τα παιδιά Του, πολλές φορές τα άτακτα παιδιά Του, και όταν ακόμη φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται στις παρακλήσεις και τα αιτήματά μας. Τότε ακριβώς ο άνθρωπος του Θεού προσεύχεται ακόμη περισσότερο, ελπίζει ακόμη περισσότερο στον Θεό Πατέρα, εκλαμβάνοντας ακόμη και την σιωπή του Θεού ως την ηχηρή απάντησή Του σε αιτήματα που ενδεχομένως δεν μας ωφελούν πνευματικά.
Σχετικά με αυτό που συζητούμε τώρα, ο μακαριστός Μητροπολίτης Νίκαιας Γεώργιος στο βιβλίο του «Λύχνος τοις ποσί μου» αναφέρει τα εξής πολύ κατατοπιστικά και ωφέλιμα: «Ακούω όμως μια απορία σου. «Ναι, αλλά ενώ εγώ πιστεύω και παρακαλώ, υποφέρω συνεχώς. Ο Θεός δεν με ακούει». Φίλε μου, δοκιμάζει ο Θεός. Δεν είδες τη Χαναναία; Τη δοκίμασε ο Χριστός. Φαινόταν ότι δεν την άκουε, ότι την περιφρονούσε. Εκείνη όμως περισσότερο φώναζε. Επέμενε. Πολέμησε ακούραστα και νίκησε στο τέλος πανηγυρικά. Έτσι συμβαίνει και με μας».
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και πάλι παρατηρεί ότι, εμείς όταν δεν λαμβάνουμε απάντηση στο αίτημα της προσευχής μας, απομακρυνόμαστε από κοντά Του απογοητευμένοι, και μάλιστα με πικρία, χωρίς να επιμένουμε... Η γυναίκα εκείνη όμως δεν έχασε την πίστη και την ελπίδα της. Αντιθέτως μάλιστα!
«Η δε ελθούσα προσεκύνησεν αυτώ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι». Έρχεται πλέον πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κύριο της δόξης. Προηγουμένως φώναζε ευρισκόμενη στο πίσω μέρος, τώρα πλέον με παρρησία πλησιάζει και προσκυνεί τον Κύριο. Είναι σίγουρη πως αν δεν την βοηθήσει ο Χριστός, δεν θα υπήρχε κανένας άλλος στον κόσμο να το κάνει. Γι' αυτό και δεν ντρέπεται. Ούτε ξιπάζεται. Αγωνιά και παρακαλεί. Παρακαλεί και αγωνιά. Η σιωπή του Ιησού δεν την σταματά. Δεν απελπίζεται. Καμία απογοήτευση. Μόνο θάρρος και πίστη, ότι Εκείνος είναι ο Λυτρωτής.
Αυτό ακριβώς πράττει η Χαναναία γυναίκα, ακόμη και όταν ο Ιησούς παραμένει εξωτερικά άκαμπτος στις παρακλήσεις της, ακόμη και όταν τής θυμίζει ότι οι ραββίνοι θεωρούν τους εθνικούς ως «κύνας», δηλ. σκυλιά και μόνο τους Ιουδαίους ως γνήσια τέκνα του Θεού. Ο Κύριος δεν χρησιμοποίησε δικά Του λόγια, μίλησε τη γλώσσα των σύγχρονων Ιουδαίων, που πίστευαν πως εκείνοι μόνο ήσαν παιδιά του Θεού, ενώ για όλους τους άλλους μιλούσαν με περιφρόνηση και μίσος.
Η συνετή γυναίκα δεν θυμώνει, δεν απομακρύνεται. Ζητά ψίχουλα των ευεργεσιών του Θεού. Άρτος είναι οποιαδήποτε δωρεά και ευεργεσία του Θεού, που σύμφωνα με την μέχρι τότε νοοτροπία έπρεπε να δίνεται μόνο στον εκλεκτό λαό του Ισραήλ. «Ένα ψίχουλο της αγάπης Σου δός μου και είναι αρκετό για να θεραπεύσει την κόρη μου», φαίνεται να εκλιπαρεί με πίστη και ταπείνωση τον φιλάνθρωπο Χριστό, Εκείνον που παρηγορεί σε κάθε βάσανο, Εκείνον που συμπαραστέκεται σε κάθε δύσκολη στροφή του βίου μας.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο Κύριος κρατά όλη αυτή τη στάση διότι γνωρίζει πως έτσι θα αποκαλυφθεί όλη η ευσέβεια της ψυχής της και η μεγάλη της αρετή. Τα λόγια του Χριστού είναι προκλητικά, με την έννοια ότι προκαλούν τη Χαναναία γυναίκα να αποκαλύψει έναν μεγάλο κρυμμένο θησαυρό, αυτόν που διατηρεί στην καρδιά της. Είναι ακριβώς τη στιγμή που η ευλογημένη αυτή γυναίκα όχι απλώς αγνοεί και υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και υπομονής, αλλά κυριολεκτικά καταρρίπτει κάθε ρεκόρ αμόλευτης πίστης και αληθινής αγάπης προς τον Σωτήρα Χριστό! Αναδεικνύεται πρωταθλήτρια. Αγωνοθέτης, κριτής, ελλανοδίκης και στεφανοθέτης ο Ίδιος ο Κύριός της και Κύριός μας: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις ! γενηθήτω σοι ως θέλεις. Καί ιάθη θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης»!
Μπροστά στην απερίγραπτη ταπείνωση και πίστη εκείνης της γυναίκας, ο της μεγίστης αγάπης Κύριος, μπροστά στους μαθητές Του και στους άλλους που ήσαν εκεί κοντά παρόντες, ανοίγει την καρδιά Του, δείχνει τα αληθινά αισθήματά Του προς την θυγατέρα Του Χαναναία και εγκωμιάζει την πίστη της, γεμάτος θαυμασμό. Με τέτοια δυνατή και ζωντανή πίστη ό,τι θέλεις γίνεται, κέρδισες τη μάχη, κατέκτησες τη νίκη. Η πίστη σου αποδείχθηκε ισχυρή και ακλόνητη, ας γίνει όπως θέλεις.
Στην Κυριακή προσευχή ο Ιησούς μάς δίδαξε να λέμε στον Θεό «πάτερ ημών ό εν τοις ουρανοίς... γενηθήτω το θέλημά σου». Να γίνεται όχι το θέλημα το δικό μας, αλλά το δικό Του θέλημα, διότι αυτό είναι το σωτήριο για εμάς. Να, που τώρα ο Χριστός πραγματοποιεί το δικό της ανθρώπινο θέλημα: « Γενηθήτω σοι ως θέλεις». Ο Θεός εκτελεί το δικό μας θέλημα, υπακούει σε εμάς, όταν αυτό το θέλημα, το αίτημα είναι άγιο και προς σωτηρία μας, και όταν το ζητούμε με δυνατή πίστη.
Η κόρη της θεραπεύθηκε. Το δαιμόνιο βγήκε αμέσως. Η νεαρή κοπέλα είναι τώρα υγιής, έτοιμη να επιστρέφει στην κοινωνία, να ξαναζήσει τη ζωή της. Η πίστη, η ταπείνωση και η επιμονή της μάνας βραβεύτηκαν.
Δεν είναι πρώτη φορά που ο Χριστός θαυμάζει και επαινεί την πίστη ενός αλλόπιστου ειδωλολάτρη. Θαύμασε ο Χριστός και την πίστη του εκατοντάρχου, ο οποίος μάλιστα ζήτησε την θαυματουργική παρέμβαση του Ιησού για έναν δούλο του. Το γεγονός περιγράφει και πάλι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος και συνέβη στην Καπερναούμ. Εκεί «Τον πλησίασε ένας Ρωμαίος αξιωματικός που ήταν εκατόνταρχος και Τον παρακάλεσε λέγοντας·. «Κύριε, ο δούλος μου είναι στο σπίτι κατάκοιτος, παράλυτος, και υποφέρει φοβερά». Και ο Ιησούς του λέει τότε: «Εγώ θα έρθω και θα τον κάνω καλά». Ο εκατόνταρχος Του απάντησε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου. Πες όμως μόνο ένα λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. Κι εγώ είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία, κι εγώ εξουσιάζω στρατιώτες. Λέω στον ένα «πήγαινε» και πάει. Λέω στον άλλο 'έλα' κι έρχεται. Λέω στο δούλο μου 'κάνε αυτό' και το κάνει».
Όταν 0 Ιησούς τον άκουσε, θαύμασε και είπε σε όλους όσους τον ακολουθούσαν: «Σας βεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δεν βρήκα, «ουδέ έν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Και σας λέω πως θα έρθουν πολλοί από την ανατολή και τη δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ στο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών, ενώ αυτοί που κανονικά έπρεπε να κληρονομήσουν την βασιλεία θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι. Εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν από την οργή τα δόντια, τους». Ύστερα, γύρισε προς τον εκατόνταρχο και του είπε «πήγαινε κι ας γίνει αυτό το οποίο πίστεψες». Και γιατρεύτηκε ο δούλος του εκατοντάρχου εκείνη τη στιγμή».
Μας κάνει εντύπωση η αγάπη και η ταπείνωση του εκατοντάρχου. Παρακαλεί τον Χριστό για τον δούλο του. Ας θυμηθούμε ότι εκείνα τα χρόνια οι δούλοι δεν είχαν καμιά αξία. Όταν κάποιος δούλος αρρώσταινε και πέθαινε, αγόραζαν άλλον στη θέση του. Τους αποκαλούσαν «res» δηλαδή πράγματα, ή ομιλούντα εργαλεία. Ο εκατόνταρχος όμως, παρότι ειδωλολάτρης και στρατιωτικός, είχε πολλή αγάπη στην καρδιά του. Και διέθετε επίσης ταπείνωση μεγάλη. Καταλαβαίνει ότι ο Χριστός δεν είναι ένας απλός άνθρωπος και δε νιώθει τον εαυτό του ικανό να φιλοξενήσει τον Θεό στο σπίτι του. Ξέρει ότι ο Χριστός έχει εξουσία με τα λόγια Του να θεραπεύσει τον καθένα. Και ζητά ταπεινά από τον Χριστό το θαύμα. Ο Χριστός επαινεί τον εκατόνταρχο -όπως και τη Χαναναία- τόσο για την πίστη όσο και για την ταπείνωσή του. Και δηλώνει στους παριστάμενους Εβραίους, οι οποίοι περιφρονούσαν τους ειδωλολάτρες, ότι οι άνθρωποι που έχουν πίστη και ταπείνωση θα πάρουν μέρος στη Βασιλεία των ουρανών, ενώ οι ίδιοι οι Εβραίοι, επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους κληρονόμους της Βασιλείας, ότι είχαν δικαίωμα να είναι μέλη της, θα μείνουν έξω από αυτήν, γιατί δεν θα πιστέψουν στον ίδιο ως Θεάνθρωπο.
Θέλησε να ξυπνήσει τους ψυχρούς Ιουδαίους από τον ύπνο της αυτάρκειας. Το δίδαγμα είναι φανερό. Η συντετριμμένη Χαναναία μητέρα με τη στάση της δίνει την ευκαιρία στους μαθητές του Χριστού να διαπιστώσουν μόνοι τους, τί θησαυροί πίστεως μπορεί να κρύβονται ανάμεσα σ’ έκείνους τους εθνικούς, τους οποίους οι Φαρισαίοι περιφρονούσαν και απεχθάνονταν, αποκαλώντας τους μάλιστα «κύνες», όπως σημειώσαμε. Τους αποκαλύπτει ο Κύριος την απιστία των Ιουδαίων, την απομάκρυνσή τους από το γνήσιο πνεύμα της παλαιοδιαθηκικής παράδοσης, την προσκόλλησή τους στους τύπους και όχι στην ουσία, στην πραγματικότητα πρόκειται για μία πίστη σε κάποια ψευτοθρησκεία, όχι στην αποκεκαλυμμένη αλήθεια του μόνου αληθινού Θεού. Ας προσέξουμε κι εμείς, μήπως με κάποια προσκόλλησή μας σε τύπους και εξωτερικά σημεία, κάποιες φορές και σε έναν συνδυασμό χλιαρής πίστης και δεισιδαιμονίας, ακόμη και μαγείας, στην πραγματικότητα έχουμε απομακρυνθεί από το αληθινό πνεύμα του Ευαγγελίου. Το σημείο της θεραπείας της Χαναναίας κόρης λειτουργεί επίσης ως προανάκρουσμα ότι θα απολαύσουν το έλεος του Θεού και οι ειδωλολάτρες, όλοι όσοι ακούσουν και δεχθούν τον Χριστό ως σωτήρα και λυτρωτή τους.
Το μήνυμα είναι μεγάλο και βαθύ, ολοφάνερο και θεμελιακό. Να μην επηρεαζόμεθα ποτέ ούτε από την καταγωγή των ανθρώπων, ούτε από άλλα εξωτερικά προσόντα ή μειονεκτήματα. Ο Χριστός καλεί όλους στην Εκκλησία Του. Όλοι έχουμε θέση σε αυτήν. Ακόμη και στους πιο περιφρονημένους και καταφρονημένους -κατά κόσμον- ανθρώπους υπάρχουν ψυχές που αναζητούν τον Θεό και διψούν για τη σωτηρία. Γι’ αυτό και η Εκκλησία τους αγκαλιάζει όλους, χωρίς καμία διάκριση. Όπως ο ήλιος ρίχνει τις ακτίνες του στο άσπρο χιόνι αλλά και στο βούρκο και στη λάσπη χωρίς να λερώνεται, έτσι και η Εκκλησία απευθύνει το σωτήριο κήρυγμά της προς όλους και καλεί σε σωτηρία και τους πιο αμαρτωλούς. Άλλωστε, ο Αρχηγός της πίστεώς μας Ιησούς ήλθε στον κόσμο «αμαρτωλούς σώσαι»!
Ας προσέξουμε να μη δημιουργήσουμε για τον εαυτό μας μια παρόμοια φαρισαϊκή ιδέα ότι εμείς μόνο είμαστε οι εκλεκτοί του Θεού και υπερέχουμε έναντι των άλλων. Ως Εκκλησία είμαστε ο νέος περιούσιος λαός του Θεού, αλλά αυτό σημαίνει ευγνωμοσύνη και ευθύνη, όχι οίηση και απαξίωση όλων των άλλων. Ας έχουμε την ταπείνωση της Χαναναίας και του εκατοντάρχου. Πόσες Χαναναίες που εμείς ενδεχομένως περιφρονούμε, προσελκύουν στοργικό επάνω τους το βλέμμα του Χριστού! Σχολιάζει και πάλι βαθυστόχαστα ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Η Εκκλησία τού Χριστού είναι ο εκλεκτός Λαός Του σ αυτόν τον κόσμο, η νέα Βασιλεία και το νέο Ισραήλ. Προσέξτε όμως πόσο λίγη σημασία δίνουν οι χριστιανικοί λαοί στο Χριστό, πόσο τον περιφρονούν! Παρατηρήστε πώς, βαπτισμένοι άνδρες και γυναίκες, όχι μόνο έχουν γίνει ολιγόπιστοι, αλλά κατάντησαν ένας άπιστος και διεφθαρμένος λαός. Πιστεύουν περισσότερο σε ο,τιδήποτε άλλο παρά στο Χριστό. Αναζητούν βοήθεια και στήριξη στη ζωή τους σε τυφλά και κουφά στοιχεία γύρω τους, παρά στον Κύριο Ιησού Χριστό, τον παντοδύναμο. Οι χριστιανικοί λαοί κρατούν τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, μα υπάρχουν πολλοί απ' αυτούς σήμερα που όχι μόνο δεν εισέρχονται στη βασιλεία αυτή, μα δεν αφήνουν να μπουν μέσα κι εκείνοι που το επιθυμούν. Έτσι αποδεικνύονται χειρότεροι, πιο ιδιοτελείς και γήινοι από τους άλλους λαούς. Κατορθώνουν έτσι ν' απομακρύνουν από τον Χριστό τα μη χριστιανικά έθνη και τα εμποδίζουν να μπουν στη Βασιλεία που τόσο επιθυμούν. Μόνο ψίχουλα πέφτουν από το βασιλικό τραπέζι του Χριστού στους λαούς αυτούς, κι αυτοί τα μαζεύουν και τα τρώνε. Πώς μπορούν όμως ειδωλολάτρες αυτοί να χορτάσουν όταν οι ا-χριστιανοί στους τύπους- Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, που κάθονται σαν κύριοι στο βασιλικό τραπέζι, μένουν πνευματικά πεινασμένοι και διψασμένοι;».
Βλέπουμε επίσης στην περικοπή αυτή του ιερού Ευαγγελίου, τον μεγάλο πόθο του Κυρίου μας να ενωθούν στη μία πίστη όλοι οι άνθρωποι ανεξάρτητα από πού προέρχονται και πού ανήκουν. Με τη μία πίστη και μία αγάπη, με το ευαγγέλιο του Χριστού μας ως ύψιστο και αιώνιο σύνταγμα μπορούμε οι άνθρωποι να αποτελέσουμε μία οικογένεια με Πατέρα τον Θεό, μία κοινωνία με κυβερνήτη το Πανάγιο Πνεύμα, μία ποίμνη με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Έτσι όπως ομολογούμε στο «Σύμβολο της πίστεώς» μας : «Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν καί αποστολικήν Εκκλησίαν». Ονομάζουμε την Εκκλησία «καθολική», πρώτον διότι κατέχει την πλήρη αλήθεια και δεύτερον διότι απευθύνεται και καλεί κάθε άνθρωπο στη στοργική μητρική αγκάλη της!
Προτρέπει όλους μας, με τον χαρισματικό του λόγο, ο μέγας κήρυκας Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
«Την Χαναναία μιμήσου... την αλλόφυλη, την ασθενή, την παραπεταμένη, την ευκαταφρόνητη. Αλλά δεν έχεις θυγατέρα δαιμονισμένη; Έχεις ψυχή που αμαρτάνει. Τι είπε η Χαναναία; Έλέησόν με· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται· πες και συ ελέησόν με· η ψυχή μου κακώς δαιμονίζεται. Διότι μεγάλος δαίμονας είναι η αμαρτία. Έλέησόν με· μικρός ο λόγος που είπε, αλλά βρήκε πέλαγος φιλανθρωπίας- διότι όπου έλεος εκεί όλα τα αγαθά. Και αν είσαι έξω, κράζε και λέγε, ελέησόν με, μη κινώντας τα χείλη, αλλά με το νου βοώντας٠ διότι και χωρίς εξωτερική φωνή ακούει ο Θεός. Δεν ζητείται τόπος, αλλά τρόπος να αρχίσουμε την προσευχή. Και αν στο δρόμο είσαι, και αν στο κρεβάτι, όπου αν είσαι, να προσεύχεσαι. Ναός του Θεού είσαι· μη ζητάς τόπο· μόνο διάθεση χρειάζεται η προσευχή».
Σε ολόκληρη την καθοριστική και λυτρωτική συνάντηση της Χαναναίας γυναίκας με τον Σωτήρα Χριστό βλέπουμε πεντακάθαρα τα ευεργετικά και σωτήρια αποτελέσματα της πίστεως στη ζωή μας. Η πίστη αποτελεί φάρο στην πορεία μας, πυξίδα στη ζωή μας, σωσίβιο στις τρικυμίες και τους πειρασμούς που μάς κυκλώνουν. Είναι εφόδιο στις θλίψεις, στις δοκιμασίες και τις δυσκολίες που σχεδόν καθημερινά συναντούμε. Η πίστη φέρνει τον Θεό κοντά μας. Ή, ακόμη καλύτεραη πίστη φέρνει εμάς πιο κοντά στον Θεό. Μπορεί στις ημέρες μας αυτή η πολύτιμη δύναμη που λέγεται «πίστη» να βάλλεται σκληρά, ανελέητα από ποικίλες πλευρές και από διάφορους εχθρούς της. Όμως εμείς γνωρίζουμε βιωματικά, εμπειρικά, όχι απλώς θεωρητικά, τι μεγάλος θησαυρός είναι στη ζωή μας η πίστη, η αληθινή, η αμόλευτη πίστη. Ας μην χάσουμε αυτόν τον πολύτιμο μαργαρίτη. Εναγώνια να απευθύνουμε στον Κύριο το αίτημα που Του υπέβαλαν κάποτε οι μαθητές Του' «Κύριε, πρόσθες ημίν πίστιν». Έχουμε πρότυπο και παράδειγμα: τη Χαναναία γυναίκα. Εκείνη που εξήλθε από τα όριά της, διότι πράγματι η αληθινή πίστη και η αληθινή αγάπη δεν γνωρίζει όρους και όρια.
Ας μιμηθούμε την επίμονη προσευχή και τη δυνατή πίστη αυτής της γυναίκας, κι ας μην ολιγοπιστούμε ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές. Ας είναι τόσο δυνατή η ελπίδα μας στον Θεό! Μια φλόγα που δεν σβήνει ποτέ. Μια φλόγα που δυναμώνει συνεχώς την ψυχή μας, που αποβάλει κάθε φόβο κι αμφιβολία, που με διαρκή προσευχή καθαρίζει την ψυχή μας, γεμίζοντάς την με χαρά, πληρότητα, καλούς λογισμούς και φλογερή αγάπη.
Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος έλεγε μια ωραία προσευχή: «Κύριε, όπως ξέρεις και όπως θέλεις, ελέησέ με».
Είθε ο στοργικός κα ελεήμων κύριος να ενισχύει την πίστη μας και ν' ακούει τις προσευχές μας, όπως άκουσε την παράκληση της Χαναναίας, και όπως εκπλήρωσε το αίτημά της ας εκπληρώνει και κάθε τι που ως τέκνα Του φωτόμορφα Τον παρακαλούμε για την ωφέλεια της ψυχής μας και την κατάκτηση της αιωνιότητας.
Ας έχουμε ένα καλό, ευλογημένο και αγιασμένο Τριώδιο.