LOGO IM 15

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ

ΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ Ή ΔΕΣΜΕΥΣΕΩΣ;

Δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου σήμερα και η Αγία  μας Εκκλησία έρχεται να μας προβάλει το παράδειγμα του Ασώτου υιού, μέσα από την ομώνυμη παραβολή του Κυρίου μας. Μια παραβολή γνωστή σε όλους μας. Ένας υιός επαναστάτης, ο οποίος επιλέγει εκούσια την ζωή της αμαρτίας, της καλοπέρασης, της αποστασίας από τον πατέρα του. Από την μία μεριά ένας υιός που γίνεται θύμα του διαβόλου, του κόσμου και του κακού εαυτού του, ο οποίος βιώνει τελικά την μοναξιά, την πικρή γεύση της αμαρτίας, την αυτοκαταστροφή του. Από την άλλη ένας πατέρας τίμιος, δίκαιος, στοργικός, ο οποίος δέχεται με γενναιότητα την αποστασία του υιού του, που πονά βουβά και που προσεύχεται για την επιστροφή του. Ένας πατέρας, που τρέχει πρώτα εκείνος για να αγκαλιάσει τον μετανοημένο υιό του, που γυρίζει ταπεινομένος και γυμνός στην πατρική του οικεία.

Η παραβολή αυτή έρχεται για να μιλήσει για την επιστροφή. Την οδό της μετανοίας, που μας γυρίζει πίσω στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα, από τον οποίο φύγαμε, βίαια και επαναστατώντας εναντίον του. Που επιλέξαμε να ζήσουμε στην αμαρτία και στα πάθη μας, αδιαφορώντας για τις εμπειρίες και τις δωρεές Του.

Το θέμα το οποίο επέλεξα στην αγάπη σας έχει ως κεντρικό σκοπό να προσεγγίσουμε το μεγάλο Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως και μέσα από αυτό να διαπιστώσουμε αν το Μυστήριο αυτό μας οδηγεί προς την ελευθερία ή την  δέσμευση, όπως θεωρούν πολλοί σύγχρονοι άνθρωποι. Η επιλογή του θέματος αυτού έχει δυο βασικές αιτίες. Πρώτον διότι μέσα σε αυτόν τον χώρο γεύτηκα και γεύομαι ακόμη τους καρπούς του Μυστηρίου αυτού και δεύτερον διότι στις μέρες μας το Μυστήριο αυτό όλο και πιο πολύ παραθεωρείτε και δυστυχώς παραφράζετε από πνευματικούς και εξομολογουμένους.

Από την πρώτη στιγμή που ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μου, μου έδωσε την άδεια και την ευλογία να τελώ το Μυστηρίο της Εξομολογήσεως και καθώς από εξομολογούμενος βρέθηκα και στην θέση του εξομολόγου, άρχισα να βλέπω και να αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι και μέθοδοι τελέσεως του Μυστηρίου, ανάλογα με τον πιστό αλλά και τους πνευματικούς, από τους οποίους προέρχονταν.

Το Μυστήριο αυτό της Εξομολογήσεως το παρέδωσε στους Αγίους Αποστόλους ο ίδιος ο Κύριος μας και μάλιστα σε μια ιδιαίτερη και σημαντική στιγμή. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέγει ότι όταν πλέον ο Κύριος αναστήθηκε και συνάντησε τους Μαθητές Του, ενεφύσε σε αυτούς και τους είπε "λάβετε Πνεύμα Ἄγιον, ἀν τινων ἀφῆτε τάς ἀμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε κεκράτηνται"(Ιωαν. κ΄, 22-23), δίνοντας τους με αυτό τον τρόπο την εξουσία και την δυνατότητα να συγχωρούν ή όχι τις αμαρτίες των ανθρώπων.

Από εκείνη την στιγμή μέχρι και σήμερα ανελλιπώς τελείται το Μυστήριο αυτό. Όλοι οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας και οι Ασκητές της Ερήμου έχουν μιλήσει και έχουν δώσει τις εμπειρίες τους πάνω σε αυτό το σημαντικό και βασικό Μυστήριο της Εκκλησίας μας.

Είναι πράγματι σημαντικό διότι ο κάθε πιστός οφείλει να το χρησιμοποιεί προκειμένου να καθαρισθεί από τις αμαρτίες και τα πάθη του και για να είναι πνευματικά καθαρός προκειμένου να μπορεί να κοινωνήσει το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας.  Δεν έχει σημασία πόσες φορές θα κάνουμε χρήση του Μυστηρίου στην ζωή μας, διότι ο Κύριος άπειρες φορές μας συγχωρεί για τα λάθη και τις αδυναμίες μας.

Το Μυστήριο αυτό σχετίζεται με την μετάνοια, την οποία και προϋποθέτει. Μετανοώ σημαίνει αλλάζω νου, τρόπο σκέψης. Κατανοώ το λάθος μου και επθυμώ να το αλλάξω. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μας λέγει ότι  "Μετάνοια σημαίνει ανανέωσις του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωή". Ο πιστός οφείλει πρώτα να κατανοήσει το λάθος του, την αδυναμία του, την πτώση. Να αισθανθεί ότι διέρηξε την σχέση του με τον Θεό Πατέρα, πέφτοντας στην παγίδα του διαβόλου.  Αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητη και πρέπει να προηγείται της Εξομολογήσεως. Ο πιστός κάνει πρώτα την αυτοκριτική του, αναλογίζεται τις πράξεις και τις ευθύνες του και συνειδητοποιεί ότι ο ίδιος έπεσε στην παγίδα του διαβόλου και συνεπώς είναι υπαίτιος της αμαρτίας του. Συχνά ψάχνουμε για φτηνές δικαιολογίες. Δεν αναγνωρίζουμε την ευθύνη μας και με ευκολία κατηγορούμε τους άλλους, τον διάβολο και τον ίδιο τον Θεό ακόμη, με σκοπό να δώσουμε ελαφρυντικά στον εαυτό μας. Οι αμαρτίες, όμως αδελφοί μου, είναι καθαρά δικές μας. Εμείς μόνοι μας τις διαπράξαμε. Δεν έχουν σημασία οι συνθήκες και τα γεγονότα, αλλά η δική μας συγκατάθεση στην διάπραξη τους. Μόνο όταν αισθανθούμε την υπαιτιότητά μας θα αποδεσμευτούμε πραγματικά και δεν θα επαναλάβουμε το λάθος μας.

Η συναίσθηση της ευθύνης και της αμαρτωλότητάς μας είναι το πρώτο και βασικό βήμα για την κάθαρσή μας μέσα από το Μυστήριο της Εξομολογήσεως. Ο άσωτος υιός λυτρώθηκε όταν έμεινε μόνος του και αναλογίστηκε τα λάθη του. Όταν θυμήθηκε την πατρική οικία και την αγκαλιά του πατέρα του. Όταν πραγματικά αισθάνθηκε γυμνός, ξένος, ξενιτεμένος. Τότε μόνο αποφάσισε την επιστροφή. Ταπεινώθηκε. Γύρισε πίσω λερωμένος, πληγωμένος, καταφρονημένος, ντροπιασμένος. Ζήτησε συγνώμη και αμέσως η πατρική αγάπη όλα τα έσβησε και τα άλλαξε. Φόρεσε ξανά τα λαμπερά ρούχα, τον νέο χιτώνα, το δαχτυλίδι της αποκαταστάσεως της σχέσεως με τον πατέρα.

Έτσι και εμείς οφείλουμε να προσέλθουμε στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως. Να αισθανθούμε πρώτα την πνευματική μας γυμνότητα, την ταπείνωση, την άρνηση του Θεού Πατέρα μας. Να προσέλθουμε για να ζητήσουμε συγνώμη, να αναφωνήσουμε το ήμαρτον. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος τονίζει ότι μόνοι μας πρέπει να προσέλθουμε στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως. Χωρίς πίεση από κανέναν ούτε του πνευματικού, ούτε συγγενικών ή φιλικών προσώπων. Η Εξομολόγηση είναι μια καθαρά ελεύθερη και αβίαστη πράξη του εξομολογουμένου. Όταν κανείς πιέζεται δεν μετανοεί, αλλά έρχεται από ανάγκη, από υποχρέωση, από έθος πολλές φορές και κυρίως το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Τότε όμως η εξομολόγηση είναι υποκριτική, ανούσια. Δεν υπάρχει η ταπείνωση, η ανάγκη για αλλαγή, για μεταμόρφωση. Στεκόμαστε μπροστά στον πνευματικό ανέτοιμοι, χωρίς να έχουμε να του πούμε τίποτα, ζητάμε μόνο μια συγχωρετική ευχή χωρίς να εξαγορεύσουμε αμαρτίες ή απλά αναφέρουμε τα πλέον ανώδυνα για εμάς, για να μην κακοχαρακτηριστούμε, μην παρεξηγηθούμε, μην χαλάσει η εικόνα μας. Φεύγουμε χωρίς να αισθανθούμε τίποτα, διότι η Χάρις του Θεού δεν μας έχει επισκιάσει. Είμαστε κενοί, άδειοι. Αποτέλεσμα μηδέν, με δική μας όμως ευθύνη.

Η πορεία προς την Εξομολόγηση είναι μια ελεύθερη πορεία προς τον Ιησού Χριστό. Μια οδός που θα μας χαρίσει την ελευθερία στην ζωή μας. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι η Εκκλησία και ο Λόγος του Ευαγγελίου δεσμεύει, καταδυναστεύει, στερεί την ελευθερία και την απόλαυση της ζωής. Είναι όμως έτσι;

Δυστυχώς τέτοιοι λογισμοί όλους μας, μας βασανίζουν. Ο διάβολος με τέτοιους λογισμούς έρχεται να μας κλονίσει και να μας στερήσει την Θεία Χάρη. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και τον προίκισε με ένα σπουδαίο δώρο. Την ελευθερία του. Να αποφασίζει μόνος του. Δίνοντας την εντολή να μην γευτεί από τον καρπό του δένδρου του καλού και του κακού, προσπάθησε να τον προστατέψει, αλλά παράλληλα τον άφησε ελεύθερο να επιλέξει μόνος του. Και ο άνθρωπος κινήθηκε ελεύθερα, αυτοβούλως και γεύτηκε τον απαγορευμένο καρπό, με συνέπεια να γίνει δέσμιος της αμαρτίας και του θανάτου. Από τότε ο άνθρωπος έχασε την ελευθερία του, διότι δεσμεύτηκε από τον διάβολο και τον θάνατο.

Η άπειρη αγάπη όμως του Θεού έφτασε στο σημείο της ενσαρκώσεως του Υιού του Θεού, της Σταυρώσεως και της Αναστάσεώς Του προκειμένου να έχει ο άνθρωπος την δυνατότητα να ξαναζήσει ελεύθερος, καθώς Εκείνος φρόντισε να σπάσει τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου. Για αυτό επέλεξε μετά την Ανάστασή Του να παραδώσει στους Μαθητές Του το Μυστήριο της Εξομολογήσεως.

Συνεπώς ο Θεός απελευθερώνει τον άνθρωπο, δεν τον δεσμεύει. Η αμαρτία και τα πάθη είναι αυτά που μας στερούν την ελευθερία μας. Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα. Ένας άνθρωπος είναι αλκοολικός. Ο ανθρώπινος νόμος δεν απαγορεύει την υπερβολική κατανάλωση του ποτού. Άρα κατά τους ανθρώπινους νόμους ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να πιεί όση ποσότητα επιθυμεί. Ο αλκοολικός όμως είναι ελεύθερος ουσιαστικά; Δεν έχει νου, δεν μπορεί να αποφασίσει σωστά, θέτει σε κίνδυνο την ζωή του και την ζωή των άλλων, αυτοκαταστρέφεται, καταστρέφει την οικογένειά του. Είναι συνεπώς ο άνθρωπος αυτός ελεύθερος; Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις αμαρτίες και τα πάθη μας. Ο διάβολος μας κυριεύει, μας δένει ψυχικά, πνευματικά, σωματικά και μας καταστρέφει σιγά-σιγά. Νεκρώνει την σκέψη μας, μας υποδουλώνει, μας οδηγεί στην αυτοκαταστροφή, μας χωρίζει από τον Θεό. Ο αμαρτωλός άνθρωπος μπορεί να είναι ελεύθερος κατά την κοσμική και νομική έννοια, αλλά ουσιαστικά είναι παραδομένος στην αμαρτία και τον διάβολο. Αυτή δεν είναι ελευθερία, αλλά δέσμευση και υποδούλωση.

Αν δούμε γύρω μας ή καλύτερα αν εξετάσουμε τους εαυτούς μας θα καταλάβουμε του λόγου το αληθές. Πόσες φορές μας παρασύρουν τα πάθη και οι αδυναμίες μας και κάνουμε λάθη και πράξεις που ουσιαστικά δεν θέλουμε; Μας παρασύρει και μας οδηγεί σε καταστάσεις που ποτέ δεν είχαμε φανταστεί ότι θα διαπράτταμε.

Η ελευθερία όμως, που παρέχεται από το Χριστό, παρουσιάζει μια εξωτερική αντινομία, γιατί η ελευθερία αυτή εμφανίζεται ως ολοκληρωτική δουλεία στον Χριστό. Η ολοκληρωτική δουλεία των πιστών στον Χριστό είναι μια εκούσια, δουλεία, που προκύπτει ως ανταπόκρισή τους στην προσφορά του Χριστού. Όταν όμως οι πιστοί προσφέρουν τη θέλησή τους στον Χριστό ενούμενοι ολοκληρωτικά μ' αυτόν, δεν σημαίνει ότι στερούνται την ελευθερία τους. Αντίθετα μάλιστα, οικειώνονται το πνεύμα του Χριστού. Αλλά το πνεύμα του Χριστού, που παίρνουν οι άνθρωποι μέσα στην Εκκλησία, δεν είναι «πνεύμα δουλείας» αλλά «πνεύμα υιοθεσίας», πράγμα που σημαίνει κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά ότι είναι «πνεύμα ελευθερίας, ταυτό δ' ειπείν το πνεύμα το άγιον». Κατά συνέπεια, οικειούμενοι οι άνθρωποι εν Χριστώ το πνεύμα του Χριστού, έχουν και βιώνουν την κατεξοχήν ελευθερία τους, αφού και κατά το βιβλικό χωρίο «ου το πνεύμα Κυρίου, ελευθερία».

Και επειδή το Άγιο Πνεύμα, ως πνεύμα Κυρίου, είναι πνεύμα όχι δουλείας, αλλά πνεύμα υιοθεσίας και ελευθερίας, η ελευθερία των πιστών στο πλαίσιο της Εκκλησίας κατανοείται σωστά και πλήρως μόνο όταν συνδέεται άρρηκτα με τη χαρισματική υιοθεσία τους από τον Θεό. Η χαρισματική υιοθεσία χαρακτηρίζει εκείνους που λυτρώθηκαν από τη δουλεία του διαβόλου και της αμαρτίας και πήραν την άκτιστη δύναμη να γίνουν κατά Χάρη παιδιά του Θεού.

Στο Γεροντικό αναφέρεται ότι κάποιος γέροντας αντιμετώπισε ένα ψυχικό πάθος, το οποίο τον ταλαιπωρούσε πνευματικά. Λέγει χαρακτηριστικά ο ίδιος: Ακούγοντας ότι ο Αββάς Ζήνων θεραπεύει πολλούς, που ήταν σε παρόμοια κατάσταση με μένα, αποφάσισα να πάω και να του μιλήσω. Ο σατανάς όμως με εμπόδιζε, βάζοντας μου την σκέψη: "Αφού ξέρεις τί πρέπει να κάνεις, εφάρμοσε όσα διαβάζεις. Γιατί να πας και να ενοχλήσεις τον γέροντα;". Κάθε φορά που αποφάσιζα, ωστόσο, να επισκεφθώ τον γέροντα και να του μιλήσω, ο πόλεμος του πάθους υποχωρούσε, με τέχνασμα του πονηρού, για να μην πάω. Και όταν έπαιρνα την απόφαση να μην πάω, κυριευόμουν πάλι από το πάθος. Σ' αυτή την παγίδα με έριχνε πολύ καιρό ο εχθρός, που δεν ήθελε να φανερώσω το πάθος στον γέροντα. Αλλά και πολλές φορές, που πήγα αποφασισμένος να του πω τον λογισμό μου, ο εχθρός δεν με άφηνε, γεννώντας μέσα στην καρδιά μου ντροπή και λέγοντάς μου μυστικά: "Άφού ξέρεις πως πρέπει να θεραπευθείς, τι χρειάζεται να μιλήσεις σε κάποιον σχετικά; Άλλωστε εσύ δεν αδιαφορείς για τον εαυτό σου. Ξέρεις τι είπαν οι Πατέρες". Αυτά μου έβαζε στον νου ο αντίπαλος, για να μην φανερώσω το πάθος στον γιατρό και θεραπευτώ.

Ο γέροντας, από την άλλη μεριά, ενώ καταλάβαινε ότι είχα λογισμούς, δεν μου έκανε παρατήρηση, περιμένοντας να  τους φανερώσω ο ίδιος. Με δίδασκε μόνο για τον σωστό τρόπο ζωής και με άφηνε να φύγω.

Κάποτε όμως, γεμάτος θλίψη, είπα μέσα μου: "Ως πότε, ταλαίπωρη ψυχή μου, δεν θα θέλεις να γιατρευθείς; Άλλοι έρχονται στον γέροντα από μακρυά και θεραπεύονται, κι εσύ δεν ντρέπεσαι να έχεις κοντά σου τον γιατρό και να μην γίνεσαι καλά;". Ζεστάθηκε έτσι η καρδιά μου και είπα μέσα μου: "Ας πάω στον γέροντα, κι αν δεν βρω κανέναν άλλο εκεί, θα καταλάβω πως είναι θέλημα Θεού να του αποκαλύψω τον λογισμό μου". Πράγματι, πήγα και δεν βρήκα κανέναν.

Ο γέροντας, όπως συνήθιζε, με νουθέτησε γύρω από την σωτηρία της ψυχής και για το πως θα καθαρθεί κανείς από τους ρυπαρούς λογισμούς. Εγώ από ντροπή δεν του φανέρωσα πάλι τίποτα, και ετοιμαζόμουν να φύγω. Σηκώθηκε, έκανε ευχή και με ξεπροβάδιζε, βαδίζοντας μπροστά μου, ως την εξώπορτα. Τον ακολουθούσα από κοντά, ενώ με βασάνιζαν οι λογισμοί. Να μιλήσω ή να μη μιλήσω στον γέροντα;

Εκείνος στράφηκε, είδε πόσο βασανιζόμουν από τους λογισμούς, με χτύπησε στο στήθος και μου είπε: "Τί έχεις; Άνθρωπος είμαι και εγώ".

Μόλις μου είπε αυτά τα λόγια, νόμισα πως η καρδιά μου ανοίχτηκε. πέφτω με το πρόσωπο στα πόδια του, παρακαλώντας τον με δάκρυα, ΕΛΕΗΣΕ ΜΕ!!

"Τί έχεις, μου λέει ο γέροντας".

"Δεν ξέρεις τί έχω;", αποκρίθηκα.

"ΕΣΥ πρέπει να το πεις!", είπε εκείνος.

Τότε λοιπόν, με ντροπή, του εξομολογήθηκα το πάθος μου και μου λέει:

"Γιατί ντρεπόσουν να μου το πεις τόσο καιρό; Δεν είμαι και εγώ άνθρωπος; Θέλεις λοιπόν να σου φανερώσω αυτό που ξέρω; Δεν έχεις ήδη τρία χρόνια, που έρχεσαι εδώ μ' αυτούς τους λογισμούς και δεν τους αναφέρεις;".

Το ομολόγησα και έπεσα πάλι μπροστά του, παρακαλώντας τον: "Ελέησε με, για τον Κύριο!".

"Πήγαινε" μου είπε "μην παραμελείς την προσευχή σου και μην κατακρίνεις κανέναν".

Πήγα πράγματι στο κελί μου και αφοσιώθηκα με επιμέλεια στην προσευχή μου. Με την Χάρη του Θεού και τις ευχές του γέροντα, ποτέ πιά δεν ενοχλήθηκα από το πάθος εκείνο."

Αδελφοί μου, μέσα από την εμπερία των Αγίων και των Πατέρων μας μπορούμε να βρούμε τις απαντήσεις στα ερωτήματα που καθημερινά μας βασανίζουν, διότι πρώτοι εκείνοι τα αντιμετώπισαν και η δική τους εμπειρία είναι η δύναμη και η λύση των δικών μας προβλημάτων.

Πιθανόν οι περισσότεροι από εμάς εδώ σήμερα να έχουμε περάσει παρόμοιες καταστάσεις σαν αυτή που μόλις αναφέραμε. Τα πάθη μας, μας καταδυναστεύουν και δεν μας αφήνουν να λυτρωθούμε πνευματικά πολλές φορές. Ο διάβολος μας στερεί την ελευθερία αυτή που μας χαρίζει απλόχερα ο Θεός. Άρα είμαστε δέσμιοι δικοί του και η ελευθερία που νομίζουμε ότι έχουμε είναι πλασματική και φαινομενική.

Η εξομολόγηση είναι αυτή που μας οδηγεί στην ουσιαστική και πραγματική ελευθερία. Ο Γέροντας Κλεόπα Ήλιε μας περιγράφει τις προϋποθέσεις και τον τρόπο της εξομολογήσεως:

Η εξομολόγηση για να είναι σωστή και ευάρεστος στον Θεό, πρέπει να έκπληροί τις έξης προϋποθέσις: 

  1. Πρέπει να γίνεται ενώπιον του Πνευματικού, όχι ενώπιον κάποιας εικόνας ή σε ανθρώπους λαϊκούς ή ρασοφόρους που δεν έχουν  κανονική ιερωσύνη.
  2. Να είναι πλήρης. Δηλαδή να περιλαμβάνη όλα τα γενόμενα αμαρτήματα από τον εξομολογούμενο από την παιδική του ηλικία ή από την τελευταία του εξομολόγηση και να μη αποκρύπτη τίποτε απ’ αυτά.
  3. Να γίνεται με την θέλησή μας σύμφωνα με την Αγία Γραφή που λέγει: «Και εκ θελήματος μου εξομολογήσομαι αυτώ» (Ψαλμ. 21,7).
  4. Να γίνεται με ταπείνωση και συντριβή, όπως λέγει η Γραφή: «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ούκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. 50,18).
  5. Να είναι άσπιλος, δηλαδή να μη ενοχοποιεί άλλους ο εξομολογούμενος, ούτε τους άλλους ανθρώπους, ούτε κάποιο από τα κτίσματα του Θεού, ούτε ακόμη και τον διάβολο, αλλά μόνο τον εαυτό του να θεωρή ένοχο και υπεύθυνο για τις πράξεις του, όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Εάν θέλης να κατηγορήσης κάποιον, μόνο τον εαυτό σου να κατηγορήσης», ενώ ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει: Λέγε και μη εντρέπεσαι: «ιδικό μου είναι το πρήξιμο, πάτερ, ιδική μου είναι και η πληγή από την ακηδία μου, έγινε το τάδε και το τάδε έργο και όχι από άλλον. Κανείς δεν είναι ένοχος γι’ αυτό ούτε άνθρωπος, ούτε πνεύμα, ούτε σώμα, ούτε κάποιος άλλος, παρά η οκνηρία μου».
  6. Πρέπει να είναι ειλικρινής, δηλαδή να λέγει την αλήθεια ο χριστιανός και μόνο αυτά τα οποία έκανε ο ίδιος χωρίς να φανερώνει ονόματα προσώπων με τα όποια έχουν σχέση οι αμαρτίες του. Ο Θεός αγαπά την αλήθεια. Η εντροπή αυτή την οποία υπομένεις στην εξομολόγηση σε απαλλάσσει από την εντροπή εκείνη την οποία θα αισθανθούμε όλοι οι άνθρωποι την φοβερά εκείνη ημέρα της Μελλούσης Κρίσεως, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στον 4ο Λόγο του: «Δεν γίνεται παρά μόνο με την εντροπή να λυτρωθής από την αιωνία εντροπή».
  7. Η εξομολόγηση να είναι αποφασιστική, δηλαδή να πάρουμε μία μεγάλη απόφαση ενώπιον του Πνευματικού ότι δεν θα αμαρτήσουμε πλέον, με την βοήθεια της θείας Χάριτος και μάλιστα, καλύτερα χιλιάδες φορές να αποθάνουμε, παρά να αμαρτήσουμε με την θέληση μας. Όποιος δεν επήρε αυτή την απόφαση είναι με το ένα πόδι του στον Πνευματικό και με το άλλο στην αμαρτία. Μερικοί εξομολογούνται με το στόμα, ενώ με την καρδιά τους επιθυμούν πάλι την αμαρτία, ομοιάζοντες με το χοίρο που, ενώ λούζεται και πλένεται, πάλι επιστρέφει μέσα στις λάσπες και κυλίεται.

            Άλλοτε πάλι πολλοί πιστοί κάνουν την εξομολόγηση από συνήθεια, επειδή επλησίασε η Γέννησις του Κυρίου ή το Πάσχα ή διότι κινδυνεύουν να αποθάνουν. Διαβάζουμε στο Γεροντικό ότι ένας μεγάλος ησυχαστής έβλεπε τις ψυχές να κατεβαίνουν στον άδη, όπως πέφτουν οι νιφάδες του χιονιού στην περίοδο του χειμώνος, και αυτές όχι γιατί δεν εξομολογούντο, αλλά δεν εξομολογούντο σωστά και με την απόφαση να μην αμαρτήσουν πλέον. Γι’ αυτό λέγει ο Μέγας Βασίλειος ότι τίποτε δεν ωφελεί η εξομολόγηση αυτόν που εξομολογείται, αν δεν μισεί με την καρδιά του την αμαρτία, διότι δεν έχει καμμία ελπίδα διορθώσεώς του.

  Κατά τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «η εξομολόγησις είναι μία θεληματική διά στόματος φανέρωσις των πονηρών έργων και λόγων και λογισμών, κατανυκτική, κατηγορητική, ευθεία, χωρίς εντροπήν, αποφασιστική, προς νόμιμον πνευματικόν γινομένη». Ο θεοφόρος όσιος ευσύνοπτα, μεστά και σημαντικά αναφέρει πως η εξομολόγηση πρέπει να γίνεται θεληματικά, ελεύθερα, αβίαστα, ανεξανάγκαστα, δίχως ο εξομολόγος ν' άγχεται να εκμαιεύσει την ομολογία του εξομολογούμενου. Με κατάνυξη, συναίσθηση δηλαδή της λύπης που προκάλεσε ειλικρινά με την αμαρτία στον Θεό. Όχι συναισθηματικά, υποκριτικά, λιπόψυχα δάκρυα. Κατάνυξη γνήσια που σημαίνει συντριβή, μεταμέλεια, μίσος της αμαρτίας, αγάπη της αρετής, επίγνωση ευγνωμοσύνης στον Δωρεοδότη Θεό. Κατηγορητική σημαίνει υπεύθυνη εξομολόγηση, δίχως δικαιολογίες, υπεκφυγές, ανευθυνότητες και μεταθέσεις, με ειλικρινή αυτομεμψία και γνήσια αυτοεξουθένωση, που φέρει τη χαρμολύπη και το χαροποιό πένθος της Εκκλησίας. Ευθεία σημαίνει εξομολόγηση με κάθε ειλικρίνεια, ευθύτητα και ακρίβεια, ανδρεία και θάρρος, αυστηρότητα και γενναιότητα. Συμβαίνει ακόμη και την ώρα αυτή ο άνθρωπος να μη παραδέχεται την ήττα του, την πτώση και την αδυναμία του και με ωραιολογίες και μακρυλογίες να μεταθέτει τα ποσοστά ευθύνης του, με περιστροφές και μισόλογα, κατηγορώντας και τους άλλους, προκειμένου να φυλάξει ακόμη και τώρα ατσαλάκωτο το εγώ του. Χωρίς εντροπή εξομολόγηση, σημαίνει παρουσίαση του πραγματικού οικτρού εαυτού μας. Η ντροπή είναι καλή προ της αμαρτίας και όχι μετά και μπροστά στον εξομολόγο. Η προ του εξομολόγου ντροπή λέγουν θα μας ελευθερώσει από τη ντροπή στην έσχατη κρίση, αφού ό,τι συγχωρήσει ο εξομολόγος δεν θα ξανακριθεί. Αποφασιστική εξομολόγηση σημαίνει να είναι καθαρή, συγκεκριμένη, ειλικρινής και με την απόφαση να μη επαναλάβει τα εξομολογηθέντα αμαρτήματα ο πιστός. Ακόμη η εξομολόγηση θα πρέπει να είναι συνεχής, ώστε τα φιλεπίστροφα, κατά τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, πάθη να μη ισχυροποιούνται, αλλά αντίθετα σύντομα να θεραπεύονται. Έτσι δεν λησμονούνται οι αμαρτίες, υπάρχει τακτικός έλεγχος, αυτοπαρατήρηση, αυτοέλεγχος, αυτογνωσία και αυτομεμψία, δεν εγκαταλείπει η Θεία Χάρη και οι δαιμονικές παγίδες συντρίβονται ευκολότερα και η μνήμη του θανάτου δεν είναι φοβερή και τρομακτική.

Στην Ιερά Εξομολόγηση οφείλουμε να προσερχόμαστε και να αισθανόμαστε τον Κύριο μας ως Λυτρωτή, ως Ελευθερωτή διότι η άπειρη αγάπη Του όλα τα συγχωρεί, όλα τα σκεπάζει, όλα τα διορθώνει, όλα τα ανακαινίζει.

Ο Ιερός Χρυσόστομος μιλώντας για την άπειρη αγάπη του Θεού μας λέγει: Ἐγὼ εἶμαι πατέρας, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ ἔνδυμα, ἐγὼ ρίζα, ἐγὼ θεμέλιον, κάθε τί τὸ ὁποῖον θέλεις ἐγώ· νὰ μὴν ἔχεις ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε. Ἐγὼ καὶ θὰ σὲ ὑπηρετήσω· διότι ᾖλθα νὰ ὑπηρετήσω, ὄχι νὰ ὑπηρετηθῶ. Ἐγὼ εἶμαι καὶ φίλος, καὶ μέλος τοῦ σώματος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφός, καὶ ἀδελφὴ καὶ μητέρα, ὅλα ἐγώ· ἀρκεῖ νὰ διάκεισαι φιλικὰ πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ ἔγινα πτωχὸς διὰ σέ· ἔγινα καὶ ἐπαίτης διὰ σέ· ἀνέβηκα ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν διὰ σέ· ἐτάφην διὰ σέ· εἰς τὸν οὐρανὸν ἄνω διὰ σὲ παρακαλῶ τὸν Πατέρα· κάτω εἰς τὴν γῆν ἐστάλην ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς μεσολαβητὴς διὰ σέ. Ὅλα δι᾿ ἐμὲ εἶσαι σύ· καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος τοῦ σώματος. Τί περισσότερον θέλεις; Διατὶ ἀποστρέφεσαι αὐτὸν ποὺ σὲ ἀγαπᾷ; Διατὶ κοπιάζεις διὰ τὸν κόσμο; Διατὶ ἀντλεῖς νερὸ μὲ τρυπημένο πιθάρι; Διότι αὐτὸ σημαίνει νὰ καταπονῆσαι εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν. Διατὶ λαναρίζεις τὴν φωτιά; Διατὶ πυγμαχεῖς εἰς τὸν ἀέρα; Διατὶ τρέχεις ἄδικα; Κάθε τέχνη δὲν ἔχει καὶ ἕνα σκοπόν; Εἰς τὸν καθένα εἶναι ὁπωσδήποτε φανερόν. Δεῖξε μου καὶ σὺ τὸν σκοπὸν τῆς σπουδῆς εἰς τὴν ζωήν.

Τι ομορφώτερο κάλεσμα αδελφοί μου, από αυτό;

Στην Εξομολόγηση ανοίγουμε την καρδιά μας, αποκαλύπτουμε στον Θεό τα μύχια της ψυχής μας, ζητούμε το έλεος του, ελπίζουμε στην αγάπη του, δεχόμαστε την συγχώρεσή του, απελευθερωνόμαστε από την αμαρτία μας και γινόμαστε ελεύθεροι.

Μέχρι τώρα αδελφοί μου ασχοληθήκαμε με το Μυστήριο της Εξομολογήσεως, τις προϋποθέσεις του και τον τρόπο που οδηγούμαστε στην κατά Θεό ελευθερία δια του Μυστηρίου. Ενά άλλο σημαντικό θέμα που πρεπει να σταθούμε είναι ο ρόλος και η αξία του πνευματικού στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως.

Ο πνευματικός πατέρας είναι το όργανο του Θεού για την πραγματοποίηση του Μυστηρίου. Ο Θεός έδωσε την εντολή στους Μαθητές Του να λύνουν ή να κρατούν τις αμαρτίες των ανθρώπων και κατεπέκταση στους κληρικούς όλων των εποχών, όσων βέβαια έχουν την σχετική εντολή και άδεια του Επισκόπου τους. Ο Θεός όρισε τους ανθρώπους να τελούν το Μυστήριο αυτό και όχι Αγγέλους προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα της κατανοήσεως της αμαρτίας. Αν μας εξομολογούσαν οι Άγγελοι δεν θα είχαν την δυνατότητα να κατανοήσουν την ανθρώπινη πτώση και την αδυναμία, διότι αυτοί δεν αντιμετωπίζουν παρόμοια πάθη με εμάς. Ένας άνθρωπος όμως μπορεί να καταννοήσει έναν άλλον άνθρωπο.

Ο εξομολόγος οφείλει να έχει την αίσθηση της ευθύνης του Μυστηρίου. Να γνωρίζει ότι χρειάζεται ιδιαίτερα λεπτές κινήσεις για να χειριστεί την αδυναμία και την πτώση του εξομολογουμένου. Πρέπει να γνωρίζει ότι η εξομολόγηση είναι σαν μια λεπτή χειρουργική επέμβαση, όπου προσπαθεί να αφαιρέσει ένα καρκίνωμα από τον εξομολογούμενο με τρόπο ήρεμο, προσεκτικό, χωρίς να τον πληγώσει και να του εξαπλώσει το καρκίνωμα αυτό. Να τον καθαρίσει, να τον λυτρώσει, να τον προσφέρει καθαρό πίσω στον Θεό Πατέρα, που του τον εμπιστεύτηκε. Ο εξομολόγος είναι ο θεραπευτής, που αγωνίζεται να θεραπεύσει τον ασθενή και να τον απαλάξει από την νόσο του.

Δεν είναι δικαστής, που με αγριότητα και μοχθηρότητα προσπαθεί να καταδικάσει τον εξομολογούμενο. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι η Ιερά Εξομολόγηση "δεν είναι δικαστήριο, δεν απαιτούνται ευθύνες, δεν επιβάλλονται ποινές και καταδίκες". Οι Πατέρες της Εκκλησίας καλούσαν τους πιστούς να προσέλθουν στο Μυστήριο της εξομολογήσεως για να θεραπευτούν, καλώντας τους όμως να αναζητήσουν εξομολόγο-πνευματικό, συμπαθή, έμπειρο, δυνάμενο να βοηθήσει στην θεραπεία τους.

Οφείλει να στέκεται σαν στοργικός πατέρας κοντά στον εξομολογούμενο. Χωρίς να τον πιέζει και να τον δεσμεύει. Ο αββάς Παχώμιος ήταν νηφάλιος σφόδρα, η συμπεριφορά του ήταν τέτοια όπου κανείς δεν ντρεπόταν να εξαγορεύσει τους λογισμούς του και τις αδυναμίες, φανέρωναν τα πάντα σε αυτόν και αμέσως δέχονταν την θεραπεία, διότι τον έβλεπαν χαρούμενο και ευπρόσητο. Ο πνευματικός πατέρας πρέπει να είναι νηφάλιος, χαρούμενος, προσητός, να δέχεται τους πάντες, να δίνει ελευθερία έκφρασης, δεν καταδικάσει, συμπάσχει, πονά για τον εξομολογούμενο, φέρεται με αγάπη. Μέσα από τέχνη προσπαθεί να καλλιεργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης και προσπαθεί να ανοίξει την καρδιά του εξομολογουμένου. Ο πνευματικός δεν κάνει διάρρηξη και εισβολή στην ψυχή του ανθρώπου, αλλά με επιμέλεια οδηγεί την συνείδηση του ανθρώπου στην κατανόηση της αμαρτίας του και στην εξαγόρευση της. Όταν ο άνθρωπος φτάσει στην θέα της αμαρτίας του και τρομάξει, τότε ο πνευματικός προσπαθεί να τον στηρίξει, να τον διαφυλλάξει από την απογοήτευση, που του σπείρει ο διαβολος, να του δώσει θάρρος,  να τον βοηθήσει να καταννοήσει ότι η αμαρτία είναι μια σταγόνα στον άπειρο ωκεανό της αγάπης του Θεού.

Ο πνευματικός οφείλει να είναι άνθρωπος προσευχής και ταπείνωσης. Δεν πρεπει να επικεντρώνεται στις δικές του σκέψεις και επιθυμίες, δεν πρέπει να επιβάλλει το εγώ του, αλλά να οδηγεί τον εξομολογούμενο στο θέλημα του Θεού. Μέσα από την συνεχή προσευχή καθαρίζεται και ο ίδιος και μπορεί να καταννοήσει καλύτερα ποιό είναι το θέλημα του Θεού και με αυτό τον τρόπο μπορεί να φωτίσει και να καθοδηγήσει σωστά  τον εξομολογούμενο. Όταν ο πνευματικός δεν είναι έτοιμος πνευματικά και δεν έχει σωστή ζωή τότε παρασύρεται από τα δικά του πάθη και τις αδυναμίες του και παρασύρει και τον άλλο.

Ο πνευματικός οφείλει να είναι διακριτικός. Μέσα από διάκριση καθοδηγεί τον πιστό. Δεν επιβάλλεται και δεν επεμβαίνει στην ζωή του άλλου, καταδυναστεύοντας την ελευθερία του. Ο πνευματικός πατέρας δεν παίρνει την θέση του Θεού Πατέρα. Δεν προσπαθεί να επιβληθεί ψυχαναγκαστικά. Δεν διορθώνεται ο άνθρωπος με αυστηρότητα και ποινές. Ο π. Παΐσιος έλεγε ότι αν προσπαθείς να διορθώσεις ένα άνθρωπο με τον ξύλο, δεν θα καταφέρεις τίποτα και την ώρα της κρίσεως ο Θεός θα σε ρωτήσει ο Διοκλητιανός ήσουνα; Και στον πιστό ότι καλό έκανες το έκανες μετα της βίας; Η αγάπη του πνευματικού πατέρα δεν πρέπει να είναι κτητική και καταναγκαστική, αλλά να έχει την γλυκήτητα της χάρης του Αγίου Πνεύματος που δεν εξουδενώνει αλλά ανακουφίζει.

Ο πνευματικός οφείλει να προλαμβάνει και να αποτρέπει σχέσεις εξάρτησης και προσωπολατρείας, διότι με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να αυξηθεί πνευματικά ο άνθρωπος, αλλά γίνεται άβουλος. Ο πνευματικός είναι υπηρέτης του Χριστού και συνεπώς διάκονος των ανθρώπων και όχι διαχειριστής της χάριτος. Έτσι δεν ασκεί εξουσία αλλά διακονία, δηλαδή αγάπη, σεβασμό, μέριμνα και διακρητικότητα.

Η επιλογή του πνευματικού αδελφοί μου, δεν είναι εύκολη υπόθεση και καλό είναι να είναι καρπός προσευχής. Δυστυχώς σήμερα η Εκκλησία μας ταλαιπωρείτε από το φαινόμενο του ΓΕΡΟΝΤΙΣΜΟΥ, το οποίο αποτελεί μια μάστιγα. Υπάρχει δηλαδή η τάση από την μία μεριά κάποιοι πνευματικοί να επιδιώκουν την θέση γεροντάδων, όπου με απόλυτο και αυστηρό τρόπο, ξένο από την παράδοση της Εκκλησίας, να επιβάλλονται σε ανθρώπινες ψυχές, να τις δεσμεύουν και να τις εξουδενώνουν πνευματικά. Φτάνουν σε σημείο να τοποθετούν τον εαυτό τους πάνω από τον ίδιο τον Θεό και να δημιουργούν προσωπολατρικές και κτητικές αρρωστημένες σχέσεις και να μην επιδιώκουν το θέλημα του Θεού, αλλά προσπαθούν να επιβάλλουν το δικό τους θέλημα, πολλές φορές παραφράζοντας ακόμη και την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων.

Από την άλλη μεριά και οι εξομολογούμενοι αναζητούν συνεχώς γεροντάδες με προορατικά χαρίσματα, θαύματα, ξόρκια. Παραδίδονται εκούσια σε πνευματικούς και δεν αγαπούν τον Θεό, αλλά τον υποτιθέμενο γέροντα. Ζουν σε αρρωστημένες καταστάσεις, ζώντας ακραία και επικρύνοντας αυστηρά όλους τους άλλους. Απομονώνονται από τα υπόλοιπα μέλη της Εκκλησίας, ζούνε και συναναστρέφονται μόνο με πνευματικούς παραδελφούς, δεν εκκλησιάζονται και δεν κοινωνούν παρά μονάχα από τον "γέροντα", δεν επιθυμούν κοινωνία με άλλους καθώς τους θεωρούν πολλές φορές μιασμένους. Δεν έχουν εκκλησιαστικό φρόνημα, αλλά αγωνίζονται να επιβάλλουν το εγώ τους, με συνέπεια συνεχώς να αυτοδικαιώνονται.

Αυτό το φαινόμενο είναι αδελφοί ξένο με όσα αναφέραμε παραπάνω. Η εν Χριστώ ζωή είναι η απόλυτη πράξη της ελευθερίας. Το Μυστήριο της Εξομολογήσεως μας οδηγεί σε αυτή την ελευθερία και αποδέσμευση από την αμαρτία και τον θάνατο. Είναι κρίμα συνεπώς να μην αναζητούμε αυτό τον δρόμο της ελευθερίας και της σωτηρίας και να επιδιώκουμε να ζούμε υπό συνθήκες δεσμεύσεως και εξαναγκασμού. Ο Θεός λυτρώνει, απελευθερώνει, αγιάζει. Έχουμε λοιπόν ευθύνη να βοηθήσουμε τον εαυτον μας και να τον προστατεύσουμε.

Η άπειρη αγάπη του Θεού Πατέρα μας δίνει την δυνάτοτητα της μετανοίας και της απαλλαγής από τα πάθη μας. Αρκεί εμείς να θελήσουμε να θεραπευτούμε και όπως αναζητούμε τον καλύτερο γιατρό για να μας χειρουργήσει έτσι να αγωνιστούμε για να βρούμε τον κατάλληλο πνευματικό που με την Χάρη του Θεού θα μας οδήγησει στην κάθαρση και την αγιότητα.

Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀνθοῦσε ὁ ἀσκητισμὸς στὴν Αἴγυπτο, ζοῦσε στὴν Ἀλεξάνδρεια μία ὀρφανὴ κόρη ποὺ τὴν ἔλεγαν Ταϊσία. Ὅταν πέθαναν οἱ καλοὶ γονεῖς της, τῆς ἄφησαν κληρονομιὰ πρῶτα ἀπ' ὅλα τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ ξένους, καὶ ὕστερα ἕνα μεγάλο σπίτι καὶ πολλὰ χρήματα.

Ἡ κόρη, ἀπὸ μεγάλη εὐλάβεια πρὸς τοὺς ἐρημίτες, ἔκανε τὸ σπίτι της ξενώνα γιὰ χάρη τους.

Κι ὅταν κατέβαιναν στὴν πόλη νὰ πουλήσουν τὰ ἐργόχειρά τους, τοὺς περιποιόταν μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Μὲ τὰ χρόνια ὅμως τὰ χρήματα ξοδεύτηκαν καὶ ἡ ἴδια ἄρχισε νὰ στερῆται. Τότε μπῆκαν στὴ μέση κακοὶ καὶ διεφθαρμένοι ἄνθρωποι. Ἐκμεταλλεύτηκαν τὴ δυστυχία της καὶ μὲ τὴν πονηριά τους τὴν παρέσυραν στὴ διαφθορά. Ἡ ὡραία Ταϊσία κατάντησε διάσημη ἑταίρα!

Ὅταν ἔμαθαν τὸ κατρακύλισμα τῆς ὀρφανῆς κόρης οἱ πατέρες τῆς ἐρήμου, ἀποφάσισαν νὰ κάνουν ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι τους γιὰ νὰ τὴ σώσουν.

— Ἐκείνη, ὅταν εἶχε τὰ μέσα, μᾶς ἔδειχνε ὅλη τὴ συμπάθειά της, ἔλεγαν μεταξύ τους. Τώρα ποὺ κινδυνεύει ἡ ψυχή της, πρέπει κι ἐμεῖς νὰ τὴ βοηθήσουμε.

Ἀνέθεσαν λοιπὸν στὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν Κολοβὸ τὴ λεπτὴ καὶ δύσκολη ἀποστολή. Ἐκεῖνος στὴν ἀρχὴ δίστασε. Τοῦ φαινόταν ἀκατόρθωτο τὸ ἔργο. Τέλος ὅμως, γιὰ νὰ μὴ γίνη παρήκοος στοὺς γέροντες, ἀποφάσισε νὰ κατέβη στὴν πόλη καὶ νὰ παρουσιαστῆ στὸ σπίτι τῆς ἁμαρτωλῆς. Παρακάλεσε τὴ θυρωρὸ νὰ τὸν ὁδήγηση στὴν κυρία της.

—Φύγε ἀπὸ δῶ, παλιοκαλόγερε! τοῦ φώναξε ἐκείνη θυμωμένη. Φάγατε πρῶτα τὴν περιουσία της κι ἀκόμη δὲν παύετε νὰ τὴν ἐνοχλῆτε.

Ὁ ἀββὰς δὲν ἀπελπίστηκε. Ἐξακολουθοῦσε νὰ παρακαλῆ νὰ δῆ τὴν Ταϊσία. Ἔλεγε πὼς τὴν ἤθελε γιὰ κάτι πολὺ ὠφέλιμο. Μπροστὰ στὴ μεγάλη του ἐπιμονή, ἡ γριὰ ὑποχώρησε καὶ πῆγε νὰ εἰδοποίηση τὴν κυρία της.

—Αυτοί οἱ καλόγεροι ψαρεύουν συχνὰ στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ βρίσκουν μαργαριτάρια, εἶπε ἡ Ταϊσία. Φέρε τον ἐπάνω.

Κοιτάχτηκε στὸν καθρέφτη της, ἔφτιαξε τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ φορέματά της, ἔριξε ἄφθονο ἄρωμα πάνω της καὶ πῆρε τὸ ὕφος τῶν ξεπεσμένων γυναικῶν, γιὰ νὰ ὑποδεχτῆ τὸν ἐρημίτη.

Ὁ ἀββὰς Ἰωάννης μπῆκε στὸ δωμάτιο καὶ στάθηκε περίλυπος ἀπέναντί της. Τὴν κοίταξε ἀρκετὴ ὥρα ἀμίλητος μὲ οἶκτο. Ὕστερα τῆς εἶπε μὲ σιγανὴ φωνή:

—Σε τί σοῦ ἔφταιξε ὁ Χριστός μας, Ταϊσία, καὶ Τὸν προσβάλλεις τόσο ἄσπλαχνα;

Σταμάτησε. Δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίση. Τὸν ἔπνιγαν οἱ λυγμοί. Ἀπὸ τὰ βαθουλωμένα μάτια του ἔτρεχαν καυτὰ δάκρυα. Ἐκείνη ἔνιωσε ντροπή. Ἄφησε τὴν ἄπρεπη προκλητική της στάση καὶ στενοχωρημένη τὸν ρώτησε:

—Γιατί κλαῖς, ἀββᾶ;

—Πῶς νὰ μὴν κλάψω, κόρη μου, ποὺ βλέπω τὸν σατανᾶ νὰ παίζη στὴ μορφή σου;

Ἡ κόρη ταράχτηκε. Ρίγος διαπέρασε ὁλόκληρο τὸ κορμί της.

—Τώρα ποὺ ἦρθες εἶναι πολὺ ἀργά, γέροντα... Δὲν ἔχει μείνει τίποτε ὄρθιο μέσα μου. Τὰ κύλισα ὅλα στὴ λάσπη, σιγομουρμούρισε συγχυσμένη.

Ἤθελε καὶ κάτι ἄλλο νὰ πῆ, ἀλλὰ σταμάτησε. Ὁ γέροντας περίμενε μὲ σταυρωμένα χέρια. Μέσα του προσευχόταν τόσο δυνατὰ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς κόρης, ποὺ λὲς καὶ γύρευε νὰ τραντάξη τὰ οὐράνια.

—Ὑπάρχει ἄραγε ἐλπίδα σωτηρίας γιὰ μένα, ἀββᾶ; ψιθύρισε μὲ ἀμφιβολία ἐκείνη.

—Ὦ, ναί, ὑπάρχει, κόρη μου, φώναξε μὲ ἀγωνία ὁ γέροντας. Ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία.

Τὸ θαῦμα, ποὺ τόση ὥρα γύρευε μὲ τὴν προσευχή του, ἔγινε τὴ στιγμὴ ἐκείνη.

Ἡ Ταϊσία ἔπεσε συντετριμμένη στὰ πόδια του καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακάλεσε:

—Βγάλε με ἀπὸ δῶ μέσα, πάτερ. Δεῖξε μου τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.

—Ἀκολούθησέ με.

Χωρὶς ἄλλη κουβέντα ἡ κόρη σηκώθηκε καὶ ἀκολούθησε τὸν γέροντα. Ἐκεῖνος θαύμασε πῶς δὲν ἔδειξε κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ σπιτικό της. Πῆραν τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἔρημο. Μὰ εἶχαν πολὺ διάστημα νὰ βαδίσουν καὶ τοὺς βρῆκε ἡ νύχτα. Σταμάτησαν. Ὁ ἀββὰς Ἰωάννης ἔκοψε θάμνους κι ἔφτιαξε ἕνα πρόχειρο κρεβάτι γιὰ τὴν κόρη.

—Κοιμήσου ἐσὺ ἐδῶ μέχρι νὰ ξημερώση, τὴ συμβούλεψε.

Ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε ἀρκετά. Εἶπε τὶς προσευχές του καὶ πλάγιασε στὸ χῶμα νὰ ξαποστάση, παίρνοντας γιὰ προσκεφάλι του μιὰ πέτρα. Κοιμήθηκε λίγο καὶ ξύπνησε πάλι τὰ μεσάνυχτα νὰ συνεχίση τὴν προσευχή του. Τότε παρουσιάστηκε μπροστὰ στὰ μάτια του ἕνα θέαμα μεγαλειῶδες. Ἀπὸ τὸ σημεῖο, ποὺ εἶχε ἀφήσει τὴν κόρη νὰ κοιμᾶται, ἄρχιζε ἕνας δρόμος ὁλοφώτεινος ποὺ ἄγγιζε τὸν οὐρανό! Ἄγγελοι γοργόφτεροι ἀνέβαζαν μία ψυχή, ὁλόλευκη σὰν περιστέρι, στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ! Ὁ ὅσιος στάθηκε πολλὴ ὥρα καὶ κοίταζε συνεπαρμένος.

Ὕστερα πῆγε νὰ συνάντηση τὴν Ταϊσία. Τῆς φώναξε νὰ ξυπνήση. Δὲν πῆρε ἀπάντηση. Τὴν κίνησε ἐλαφρά. Δὲν αἰσθανόταν. Ἡ ψυχὴ της εἶχε πετάξει στὸν οὐρανό.

Ὁ ὅσιος γονάτισε καὶ προσευχήθηκε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Τότε θεία φωνὴ τὸν πληροφόρησε:

-Αρκεί λίγος χρόνος βαθειάς συντριβής για να βρει η ψυχή τον δρόμο της σωτηρίας.

Αδελφοί μου θέλησα να κλείσω με αυτή την ιστορία από το Γεροντικό διότι μέσα από αυτή μπορούμε να δούμε την διακρητικότικα, την αγάπη και την μεθοδικότητα του πνευματικού, που με προσευχή και αυταπάρνηση οδηγεί εκούσια το πλάσμα που του εμπιστεύεται ο Θεός στην μετάνοια, αλλά και την δύναμη της μετανοίας του αμαρτωλού, που με την ελεύθερη βούλησή του αφήνει πίσω τα δεσμά της αμαρτίας και ακολουθεί τον δρόμο της σωτηρίας της ψυχής του.

Σε λίγες ημέρες θα ξεκινήσει η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, η οποία θα μας οδηγήσει στο Πάθος και στην Ανάσταση του Κυρίου μας. Για να βιώσουμε τα μεγάλα και σωτήρια αυτά γεγονότα θα πρέπει να έχουμε καθαρθεί από τα πάθη και τις αμαρτίες μας. Θα πρέπει να έχουμε αισθανθεί βαθιά ότι ζήσαμε άσωτα, μέσα στην αμαρτία. Να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής προς τον οίκο του Θεού και Πατρός μας. Και μέσα από το Μυστήριο της Εξομολογήσεως να αναφωνήσουμε:

Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον,

ἀσώτως τὸν ἐμόν, κατηνάλωσα βίον,

εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον, ἀφορῶν τοῦ ἐλέους Σου.

Νῦν πτωχεύουσαν, μὴ ὑπερίδῃς καρδίαν·

σοὶ γὰρ Κύριε, ἐν κατανύξει κραυγάζω. Ἥμαρτον, σῶσόν με.

e-shop

eshop.png

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

  • Διεύθυνση: Ρωμανιώλη 41, Αίγιο
  • Τηλέφωνα: 26910-21776 & 26910-21777
  • Φαξ: 26910-60127
  • E-mail: imkaigial@gmail.com

Στατιστικά

  • Εμφανίσεις Άρθρων 1078859