LOGO IM 15

E΄ Κατανυκτικός Ἑσπερινός,

Κυριακή Δ' Νηστειν, 3 Απριλίου 2022

Ἱερός Ναός γίου ωάννου Αἰγίου

 

Τό ληθινό νόημα τς μετανοίας **

«Δίχα γάρ τς κατά μετάνοιαν δο λλη τρίβος πανάγουσα ες σωτηρίαν ο πέφυκεν». Μέ τά λόγια αὐτά ὁ Θεόληπτος Φιλαδελφείας, πνευματικός πατέρας τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἀποτυπώνει τήν κοινή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας πάνω στή μετάνοια.

Γι’ αὐτό ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέγει ὅτι ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας εἶναι κατάσταση ανώτερη καί ἀπό τή δυνατότητα νά ἀνασταίνει κανείς νεκρούς μὲ τὴν προσευχή του. Μερικούς αἰῶνες νωρίτερα, τά ἴδια διατύπωνε ὁ Ὡριγένης, ὅταν ὑποστήριζε ὅτι πιό σημαντικό ἀπὸ τὰ Θαύματα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό Θαῦμα τῆς ριζικῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τή μετάνοια.

Ὡστόσο αὐτή ἡ τέχνη «τς διηνεκος κατά το χθρο νίκης», τό «χωνευτήριον τς μαρτίας», τό «χαροποιόν πένθος» ἢ, κατά τόν ἱερό Δαμασκηνό, « κ το παρ φύσιν ες τό κατά φύσιν... πάνοδος δι᾿ σκήσεως καί πόνων», δὲν ἔχει ἀκόμη ἐρευνηθεῖ Θεολογικά μὲ τὴν απαιτούμενη ἐπάρκεια. 'Η ἀνάγκη γιὰ τὴν ἕρευνα αὐτή γίνεται ἰδιαίτερα πιό ἐπιτακτική, τόσο στό χῶρο τῆς πλούσιας σέ διδάγματα ἱστορίας τῆς μετάνοιας, ὅσο καί στό χῶρο τῆς πνευματικότητάς της, ὅπου κάτω ἀπό τόν ὅρο πνευματικότητα νοεῖται ἐδῶ καί ἡ αρνητική της μορφή, δηλαδή οἱ παραχαράξεις τῆς μετάνοιας.

Στίς γραμμἑς πού θά ακολουθήσουν θα γίνει ἀπόπειρα γιά μιά σύντομη καί άναγκαστικά ἀποσπασματική προσέγγιση ὡς πρός τή δεύτερη κατεύθυνση.

Εἰσαγωγικές σκέψεις γιά τήν πνευματικότητα τῆς μετάνοιας.

Ἄν ἡ ἀγάπη ἐκφράζει άνέκφραστα καί ἑρμηνεὐει ἀνερμήνευτα τό μυστήριο τῆς ύπαρξης τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ταυτόχρονα δομεῖ, συνέχεια καί κινεῖ τὸν κόσμο, μέρος τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κι ἂν ὁ ἐγωισμός συνιστᾶ τραῦμα στή δομή, τή συνοχή καί τήν κίνηση τοῦ κόσμου, ἡ μετάνοια, ὡς δώρημα Θεοῦ καί συνεργία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἐκεῖνο τὸ μυστικὸ Θαῦμα, πού ἀποκαθιστᾶ τήν ἁρμονία τοῦ κόσμου. Κάτω ἀπό αὐτὴ τὴ Θέαση τοῦ μυστηρίου τῆς μετάνοιας, νιώθει κανείς ὅτι ἡ μετάνοια δὲν εἶναι μιά ἁπλῆ, μονσσήμαντη καί συχνά τυπική πράξη ἐξαγόρευσης ἁμαρτιῶν, ἀλλά μιά λειτουργία ζωῆς τοῦ ίδιου τοῦ σώματος τοῦ κόσμου.

Στό πλαίσιο τῆς προοπτικῆς αὐτῆς ὁ λόγος γιά τή μετάνοια, ἐνῶ καταφάσκει τήν κοινά καθιερωμένη θεώρησή της, ταυτόχρονα τήν ξεπερνά ἀπροσμέτρητα. Ἔτσι ἡ πράξη τῆς μετάνοιας ὑπερβαίνεται ἀπό τή στάση τῆς μετάνοιας, κι αὐτή ἀπὸ τὴν κατάσταση μετάνοιας. Ὁ ἁμαρτωλός, κατά ἕναν ἐξωλογικὀ τρόπο, συμμερίζεται καί συναπολαμβάνει τήν ἁγιότητα, ἐνῶ συγχρόνως ὁ ἅγιος «γιάζεται ἔτι», καθιστάμενος «ἁμαρτωλός». Κι ὅλα αὐτά συντελοῦνται μέσα σέ έναν ἐκκλησιασμό μιᾶς χαρισματικῆς κοινωνίας ἀναμετάδοσης, παθητικῆς γιά τόν άμαρτωλό καί ἐνεργητικῆς γιά τόν ἅγιο, ἡ ὁποία ξεπερνά τά ὁρατά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ἀναχθεί στή συμπαντική Ἐκκλησία, στό βωμό τῆς ὁποίας ἱερουργεῖ ἡ 'Αγία Τριάδα.

Στή λειτουργία αὐτή, πού εἶναι λειτουργία ἀγάπης, παραστέκει ἀναλογικά κατά τό μέτρο τοῦ ὕψους της, καί πάντα πειρασμικά ἡ δυσλειτουργία τῆς διάστροφης μορφῆς της, ὁ ἐγωισμός. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ ὅσιοι ἀσκητές, πού ζοῦσαν τή μετάνοια ὡς κατάσταση ζωῆς, ἐπωμιζόμενοι «τό πένθος τοῦ Ἀδάμ», μίλησαν καί δίδαξαν μέ πολλή σοφία καί πνευματική διεισδυτικὀτητα γιά τίς παραχαράξεις τῆς μετάνοιας.

Ἀναβάσεις στήν πνευµατικότητα τῆς μετάνοιας.

Σέ ὅλα τὰ θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὁ ὁρισμὸς μιᾶς πράξης͵ εἴτε μέ τή μορφή τῆς περιγραφῆς εἴτε μέ τή μορφή τοῦ κανόνα, δέν καλύπτει συνήθως τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά, πού σχετίζεται μὲ τὴν πράξη αύτή, τόσο ἀπό τήν ἄποψη τῆς ἐνέργειας, ὅσο και, κυρίως, ἀπὸ τὴν άποψη τοῦ περιεχομένου της. Ἡ αλήθεια αὐτή ἐπιβεβαιώνεται ὅλο καί σέ μεγαλύτερο βαθμό, ὅσο ὁ άνθρωπος προχωρεῖ βαθύτερα στήν πνευματική ζωή. Στήν περίπτωση, μάλιστα, πού φτάνει σέ μέτρο τελειότητας, ὁ κάθε όρισμός τῆς πράξης θρυμματίζεται ἀνίσχυρος νά τήν άποδώσει.

Ἡ παραπάνω διαπίστωση ἔχει, προφανῶς, τήν ἰσχύ της καί γιά τή μετάνοια. Ἔτσι, ὅσο αὐτή κορυφώνεται σέ ὕψη τελειότητας, άλλο τόσο ξεπερνιέται ἀναλογικά κι ὁ κάθε εἴδους ὁρισμός της, γιά νά φτάσει τελικά αὐτός σέ πλήρη διάσπαση ἀπό τήν ἐκρηκτική δύναμη, πού ἐκλύεται ἀπὸ τὸ ἒσχατο βάθος τοῦ πνευματικοῦ της περιεχομένου. Ὡστόσο, ὅσο κι ἄν ὁ λόγος γιά τήν πνευματικότητα τῆς μετάνοιας εἶναι «βαρύς», ἰδιαίτερα γιά τόν ἄπειρο τῆς μεστότητάς της, θά ἀποτολμηθεῖ ἔστω και μιά ἁπλή είκονογράφησή της, μιά, δηλαδή, άποσπασματική ἀπαρίθμηση μερικῶν περιπτώσεων παραδειγμάτων τοῦ τρίπτυχου τῶν βαθμίδων τῆς μετάνοιας (πράξη, στάση, κατάσταση), γιά τίς ὁποῖες ἔγινε προηγουμένως σύντομη ἀναφορά.

Ἡ πρώτη βαθμίδα, δηλαδή ἡ πράξη τῆς μετάνοιας, περιλαμβάνει τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες, ὅπου ὁ μετανοῶν ἀντικρύζει τή μετάνοια, σχεδόν ἀποκλειστικά, ἀπό τή δική του σκοπιά. Μέ ἄλλα λόγια ἐπικεντρώνει τή μετάνοια βασικά στόν ἑαυτό του. Ὡστόσο ὁ τρόπος αὐτός κατανόησης τῆς μετάνοιας δὲν εἶναι μονοσήμαντος, ἀλλά διακρίνεται ἀπό πολλές ἐπιμέρους διαβαθμίσεις. Ἀναφέρουμε μερικές, ξεκινώντας ἀπό τίς πιό ἐγωκεντρικές, ὅπως τή μετάνοια πού συνοδεύεται ἀπό φράσεις δικαιολόγησης «ἡ κακή ὥρα» ἤ «πῶς τὸ ἔκανα ἐγώ;» ἢ ἡ κάθε λογῆς ἀπόπειρα ὑπεράσπισης μπροστά στόν ἐξομολόγο. Παραπλήσια περίπτωση εἶναι ἡ μετάνοια πού ἐκδηλώνεται ὄχι γιά τήν αμαρτωλή πράξη, ὅσο γιά τό δυσάρεστο ἀποτέλεσμα πού συνεπάγεται, ὅπως τή φυλακή ἤ τή φανερή ἤ τήν ύποψιαζόμενη άποδοκιμασία άπό μέρους τοῦ περιβάλλοντος ἤ ἀκόμη καί τήν αἰώνια κόλαση. Μιά άλλη διαβάθμιση εἶναι ἡ μετάνοια γιά τήν πράξη ὡς παράβαση «νόμου», ἀνεξάρτητα ἀπό τή συμμετοχή στό πνεῦμα του. Μιά ἀκόμη παραπέρα, ἡ μετάνοια γιά τήν παράβαση τοῦ νόμου μέ ταυτόχρονη κίνηση γιά ἀποζημίωση αὐτοῦ, πού ζημιώθηκε ἀπό τήν παράβαση. Αὐτή ἡ τελευταία περίπτωση ξανοίγει τόν μετανοοῦντα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πρός τόν άλλο, πού τυχόν ἔβλαψε.

Ἀπό ἐδῶ καί πέρα ἀρχίζει τό πέρασμα στή δεύτερη βαθμίδα, πού ἀφορᾶ τίς περιπτώσεις σχέσης δράστη καί θύματος, ὅπου μέ τόν ὅρο θῦμα δέν πρέπει νά κατανοηθεῖ μόνο ὁ ἄμεσα θιγόμενος, ἀλλά καί τό εὐρύτερο περιβάλλον του, ἀνθρώπινο ἤ φυσικό. Στή βαθμίδα αὐτή ἡ ποιότητα τῆς μετάνοιας βαθαίνει, γιατί ὁ ἂνθρωπος κοινωνικοποιεῖται ἢ μὲ ἄλλα λόγια ἐκκλησιοποιεῖται, δηλαδή ἀρχίζει νά πορεύεται στό ἀτέρμονο μονοπάτι τῆς ἀγάπης. ᾿Αλλὰ καί στήν κατηγορία αὐτή ὑπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις. Ἀναφέρονται μερικές: Μετανοῶ, γιατί ἔβλαψα τὸν ἄλλο κυρίως σέ ἐπίπεδο ύλικό. Μετανοῶ γιατί, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὑλική ἐπιβάρυνση τοῦ ἄλλου, τόν τραυμάτισα ψυχικά. Μετανοῶ, γιατί ἡ πράξη μου συνέπεσε νά έχει δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις ἀκόμη καί στό φυσικό περιβάλλον. Μετανοῶ, γιατί ἔγινα μέ τή συγκέκριμένη πράξη μου ἀφορμή σκανδάλου σέ ἕναν κύκλο πιστῶν. Μετανοῶ, γιατί ἔγινα ἀφορμή νά ἐπιβαρύνω μὲ τὴν πράξη μου τήν Ἐκκλησία. Μετανοῶ, γιατί ἡ ἐπιβάρυνση πού προξένησα ἐπιδρᾶ ἀρνητικά σέ ἕνα σύνολο χλιαρῶν πιστῶν, πάνω στή σχέση τους μέ τήν Ἐκκλησία. Μετανοῶ, γιατί τραυματίζω τήν ἐλπίδα ἄθρησκου ἀνθρώπου νά ἀναζητήσει στήν Ἐκκλησία τή σωτηρία του.

Ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ τρίτη βαθμίδα, πού όνομάστηκε κατάσταση μετάνοιας. Αὐτή ἡ βαθμίδα ἀποτελεῖ, για τά ἀνθρώπινα μέτρα καί στό βαθμό πού μπορεῖ κανείς νά τήν συλλάβει πνευματικά, τό ἔσχατο βάθος τῆς ποιότητας τῆς μετάνοιας. Ξεκινά άπό μιά ἤρεμη ἐπίγνωση ἁμαρτωλότητας, πού ὁδηγεῖ σέ αἴσθηση οὐτιδανότητας, γιά νά καταλήξει σέ μέτρο ταπείνωση. Συχνά ἡ ἐπίγνωση αὐτή τῆς ἁμαρτωλότητας φθάνει στήν ἀνεπιτήδευτη δήλωση τοῦ μετανοοῦντος, ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος ἀπό τούς ἁμαρτωλούς. Ἡ κατάσταση αὐτή ἀποτελεῖ τήν προυπόθεση γιά ἕνα παραπέρα βῆμα βαθέματος τῆς μετάνοιας, πού εἶναι ἡ συμμετάνοια μὲ τὴν ἔννοια τῆς μετάνοιας τοῦ ἁγίου γιά λογαριασμὸ τοῦ άδὑναμου ἀδελφοῦ. ᾿Αλλὰ καί στόν ἀκραῖο αὐτό ἀναβαθμό ὑπάρχουν πάλι διαβαθμίσεις. Πρώτη ἡ συμπάθεια καί ή συνοδύνη μὲ τὸν πάσχοντα ἀδελφό. Ἄλλη, ἡ ἀνάληψη τῆς ἀποκατάστασης τῶν ζημιῶν, πού προξένησε στούς ανθρώπους ἡ πτωτική πράξη τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Παραπέρα ἡ ἀνάληψη τῆς εὐθύνης τοῦ ἄλλου. Στή συνέχεια ἡ ἀνάληψη μέρους τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἂλλου (ἀρχαία δόκιμη ἀσκητική παράδοση). Πιό πέρα ἡ συμμετοχή στήν ἔσχατη καταδίκη τοῦ ἄλλου (ἄς θυμηθοῦμε τήν περίπτωση τοῦ Μωυσῆ), ἡ ἀποδοχή ἀπό μέρους τοῦ ἀπ. Παύλου τῆς καταδίκης ὡς ἀντίλυτρο γιά τή σωτηρία τῶν Ἑβραίων καί ἡ κορύφωση μὲ τὸ Χριστό, πού πέθανε ὑπέρ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν ἐχθρῶν.

          Μορφές παραχαράξεων τῆς μετάνοιας.

Ὁ λόγος γιά την παραχάραξη τῆς μετάνοιας ἀρχίζει ἀπό τό σημεῖο ἐκεῖνο, πού ὁ χριστιανός βρίσκεται σέ θέση νά ἀναγνωρίσει τήν ἁμαρτωλή του κατάσταση. Ἡ ἀναγνώριση, ὅμως, αὐτή ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸν τρόπο πού συνειδητοποιεῖ κανείς τὸ γεγονός τῆς μετάνοιας, ἤ, γιά νά ἐκφραστοῦμε μὲ τὰ λόγια τῆς προηγούμενης παραγράφου, μέ τή βαθμίδα τῆς μετάνοιας στήν ὁποία ἀνήκει. Ἔτσι οἱ παραχαράξεις τῆς μετάνοιας ἤ οἱ ἐκδηλώσεις ψευδῶν μορφῶν μετάνοιας σχετίζονται ἄμεσα μὲ τοὺς διάφορους τρόπους κατανόησης τῆς μετάνοιας.

Μία άπό τίς πρῶτες ψευδεῖς μορφές μετάνοιας, πού συμπίπτει νά μαρτυρεῖται ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, καί συγκεκριμένα από τόν Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ, εἶναι ἡ «ἐν ὑποκρισίᾳ» μετάνοια. Ἕναν περίπου αἰῶνα μετά ὁμολογεῖ ὁ μάρτυρας Κυπριανός Καρθαγένης ὅτι κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν ὑπῆρξαν ἐξωμότες τῆς πίστης πού, ὃταν σταμάτησαν οἱ διωγμοί, ἀπαιτοῦσαν τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων τους μὲ ἀπειλές καί ἐκφοβισμούς.

Ἀνάλογες παραχαράξεις τῆς μετάνοιας, πού ἐγγίζουν τά ὅρια τῆς διαστροφῆς, συναντᾶμε καί στά μεταγενέστερα χρόνια. Οἱ περισσότερες ἀπό αὐτές σχετίζονται μέ τήν ἐξομολόγηση. Ἔτσι ὁ Θεόδωρος Στουδίτης μᾶς κάνει λόγο γιά τήν ἀταπείνωτη ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν, πού παίρνει τή μορφή «λογομαχίας» καί «κριτηρίου πραιτωρικοῦ». 'Ο αὐτοκράτορας Λέων Στ’ ὁ Σοφός μιλᾶ γιά τήν ἐξομολόγηση τήν δίχως κατάνυξη, πού δέν φέρνει ἀποτελέσματα. Καί ὁ Ἰωάννης τῆς κλίμακος ἀναφέρεται στό κατά Θεόν πένθος, πού συμπλέκεται μὲ τὸ «ἀχαρίτωτο δάκρυ κενοδοξίας». Ἀνάλογη διατύπωση κάνει ὁ Γρηγόριος Θεολόγος, ὅταν λέγει: «Ξένον, ἄδακρυς ἐκλάλησις ἁμαρτημάτων».

Μιά ἄλλη σχετική περίπτωση, πού μᾶς παραδίδει καί πάλι ὁ Θεόδωρος Στουδίτης, ἀφορᾷ στόν ἐξομολογούμενο ἐκεῖνον, πού ἐξαρτᾶ τήν ἐξομολόγησή του ἀπό τήν πληροφορία, πού ζητᾶ νά πάρει προκαταβολικά ἀπὸ τὸν πνευματικό του, σχετικά μέ τά ἐπιτίμια, πού θά τοῦ ἐπιβάλει στά ἁμαρτήματα, πού σκοπεύει νά ἐξομολογηθεῖ.

Κορύφωση τῆς διαστροφῆς ἀποτελεῖ ἡ τραγικὴ ἐκείνη περίπτωση τοῦ ἐξομολογούμενου πού περιγράφεται ἀπὸ τὸν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος μέ τά ἑξῆς λόγια: «Ἔστιν ἐμπαθής ἐμπαθοῦς ἐμπαθέστερος, καί αὐτὴν τὴν τῶν ἑαυτοῦ μολυσμῶν εξαγόρευσιν μεθ' ἡδυπαθείας ἐνηδόνως ποιούμενος».

Ἀντίθετα, ἡ πιό συνηθισμένη καί ταυτόχρονα συγγνωστή μορφὴ παραχάραξης τῆς μετάνοιας εἶναι ἡ περίπτωση ἐκείνη, πού ὁ άνθρωπος καταφεύγει σ’ αὐτὴ ἀπό συμφέρον, ἰδιαίτερα στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες, πού κινδυνεύει ἡ ἴδια του ἡ ζωή. ᾽Από τό σχετικά μεγάλο πλῆθος μαρτυριῶν πού ἔχουμε γιά τὴν περίπτωση αὐτή παραπέμπουμε ἰδιαίτερα τόν αναγνώστη στά ἐνδιαφέροντα σχόλια, πού διατύπωσε ὁ ἱερός Φώτιος πάνω στό θέμα αὐτό, μέ ἀφορμή τή γνωστὴ πολιορκία τῆς Κωνσταντίνουπόλεως ἀπό τούς Ρῶς.

Οἱ διάφορες μορφές ἐκτροπῆς ἀπό τή σωστή μετάνοια ἀντιμετωπίστηκαν ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ πολλή ἐπιμονὴ καί κυρίως μέ τή φωτισμένη διδασκαλία τους. Μὲ τὴ διδασκαλία τους αὐτὴ προσπάθησαν νά πληροφορήσουν τό ποίμνιο γιά τοὺς κινδύνους τῶν ἐκτροπῶν αὐτῶν καί ταυτόχρονα νά τό βοηθήσουν νά τίς συνειδητοποιήσει μέσα ἀπό τίς κάποτε πολύ λεπτές διακρίσεις πού ἔκαναν ἀνάμεσα στὴ σωστὴ καί λανθασμένη μετάνοια. Μέσα ἀπό αὐτὴ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων πληροφορούμεθα ἄλλες μορφὲς παραχάραξης τῆς μετάνοιας.

Γιά παράδειγμα, ὁ ἱερός Χρυσόστομος κάνει σαφῆ διάκριση ἀνάμεσα στήν αὐτομεμψία καί στή μετάνοια. Ἡ πρώτη ἀποτελεῖ μιά ψυχρὴ ἀναγνώριση τῶν ἁμαρτιῶν χωρίς νά συνοδεύεται άπό τήν ἀνάλογη κατάνυξη. 'Ο ἱερός Πατέρας θεωρεί ὅτι ἡ αὐτομεμψία εἶναι γνώρισμα τῶν ἐθνικῶν καί ἔχει ὡς κίνητρο τὴν ἒπαρση. Καί τοῦτο, γιατί οἱ άνθρωποι αὐτοί μετά τὸ «σφόδρα καταδικάζειν ἑαυτούς καί ἁμαρτωλούς καλεῖν... τάς ἁμαρτίας οὕτως ἑξαγγέλλουσι τὰς αὐτῶν», ὥστε «δόξαν παρὰ τῶν ἀκουόντων ἐπί τῇ τῶν λόγων εὐγνωμοσύνῃ θηρώμενοι».

Μιά άλλη ἐπισήμανση τοῦ ίδιου Πατέρα μᾶς γνωρίζει τόν κίνδυνο πού διατρέχει ἡ μετάνοια ὅταν εξαντλείται μόνο σέ ἐκτέλεση τυπικῶν πράξεων, δίχως τήν πνευματική συμµετοχή τῶν ἐνδιαφερομένων. Οἱ πράξεις αυτές σχετίζονται κυρίως μέ τή νηστεία, τή «χαμευνία», τή «σποδό» καί τό νά φοροῦν «τραχέα ἱμάτια». Οἱ μετανοοῦντες τῆς κατηγορίας αὐτῆς, θεωρώντας ὃτι οἱ πράξεις τους ἐπαρκοῦν γιά τήν ἂφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, συνεχίζουν νά ὑπηρετοῦν τά πάθη τους. Ἔτσι, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερός Πατέρας, πολλοί ἀπό αὐτούς, παρά τίς «πράξεις μετανοίας» τους ἔχουν π.χ. ἔντονη ἀδυναμία γιά τὸ χρῆμα, ὀργίζονται περισσότερο από τά θηρία καί φτάνουν άπό ἀδιαφορία στή διαστροφική κατάσταση νά προτιμοῦν τήν ἐναντίον τους κατακραυγή ἐξαἰτίας τῶν άδυναμιῶν τους αὐτῶν, περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἄλλοι ἂνθρωποι τόν ἔπαινο. Στήν ἐκνομίκευση αὐτή τῆς μετάνοιας ἡ ἀπάντηση τῶν Πατέρων συνοψίζεται στή δήλωση ὃτι οἱ τυπικές αὐτές πράξεις τῶν μετανοούντων «εἰκών εἰσιν μετανοίας... καί σκιά μόνον».

Βασικό στοιχεῖο γιά τή μετάνοια εἶναι ἡ καθολική συμμετοχή τοῦ ανθρώπου στήν προσπάθεια γιά τήν πραγμάτωσή της. Γιά τό λόγο αὐτό οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας δέν παραλείπουν νά ὑπενθυμίζουν στούς μετανοοῦντες, ὅτι ἡ διπλή ἀναγνώριση καί ὁμολογία μιᾶς γενικῆς καί ἀόριστης κατάστασης ἁμαρτωλὁτητας δὲν εἶναι ἀρκετή γιά τή μετάνοια. Ἐκεῖνο πού χρειάζεται εἶναι ἡ συνειδητοποίηση τῶν συγκεκριμένων ἁμαρτημάτων καί ἡ ἐξαγόρευσή τους. Διαφορετικά ὁ ἁμαρτωλός «οὐδέποτε παύσεται ὁμολογῶν, φροντίζων δέ οὐδέποτε τῆς διορθώσεως». Στήν ίδια, ἐπίσης, κατεύθυνση κινεῖται ἡ παρατήρηση τῶν Πατέρων γιά τήν ἀντιμετώπιση μιᾶς ἄλλης, ἀλλά σχετικῆς, περίπτωσης παρερμηνείας τῆς μετάνοιας. Πρόκειται γι’ αὐτοὺς πού μετανοοῦν μόνο μέ τά λόγια, χωρίς τήν ἀνάλογη συνειδητοποίηση καί κατάνυξη γιά τήν ἁμαρτία καί τό στεναγμὸ γι’ αὐτή, πού ἀκολουθεῖ τήν ἐξαγόρευση. ᾿Ανάλογη κατάσταση ἐκθέτει καί ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρέας, ὅταν παρατηρεῖ: «Δόκησις- τοίνυν μετανοίας, οὐ μετάνοια, τόν πολλάκις αἰτεῖσθαι συγγνώμην ἐφ᾿ οἷς πλημμελοῦμεν πολλάκις».

Φτάνοντας ὁ άνθρωπος στήν κατάνυξη ὡς κατάσταση συνειδητοποίησης τῆς ἁμαρτωλότητάς του, κινδυνεύει καί πάλι νά παρεκκλίνει ἀπό τό σωστό νόημα τῆς μετάνοιας. Χαρακτηριστική εἶναι γιά τήν περίπτωση ἡ φράση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὅτι «ὁ διάβολος τούς μέν γάρ δι’ ἁμαρτημάτων, τούς δέ διά μετανοίας ἀπόλλυσι, τούτους δέ ἑτέρῳ τρόπῳ πάλιν τῷ μηδέν ἀπό μετανοίας καρποῦσθαι».

Ἕνας κίνδυνος πού διατρέχει ὁ μετανοῶν εἶναι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Βαρσανούφιο, τό νά παρασυρθεῖ ἀπό τὸν δαίμονα, ὁ ὁποῖος τοῦ ὑπαγορεύει νά ἀποδυθεῖ σέ μιά λεπτολόγο ἐπισήμανση καί ἀπομνημόνευση ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἐπειδή κάτι τέτοιο εἶναι ἀκατόρθωτο, δέν ἀργεῖ ὁ μετανοῶν νά περιπέσει σέ κατάσταση ἀκηδίας.

Ἕνας ἄλλος κίνδυνος γιά τόν μετανοοῦντα εἶναι τὸ νὰ παρερμηνεύσει τήν κατάνυξη. Ὁ ἴδιος ὅσιος τόν βοηθᾶ νά διακρίνει ἀνάμεσα στή δαιμονική καί στήν ἁγιοποιό κατάνυξη. Ἔτσι διδάσκει ὅτι ἡ πρώτη μένει μόνο στήν ἀνάμνηση τῆς ἁμαρτίας καί δέν προχωρεῖ, ὅπως ἡ δεύτερη, σέ ἔργα μετάνοιας. Χωρίς τά ἔργα ἡ μετάνοια μεταβάλλεται σέ «ἀδάπανη εὐλάβεια», δηλαδή σ’ ἕνα εἶδος ἄχρωμου συναισθηματισμοῦ καί ἄσαρκου λόγου, δίχως συνέπειες γιά τόν μετανοοῦντα και, ἑπομένως, δίχως ποιότητα. Πλῆθος είναι οί συστάσεις στούς πιστούς πάνω στό σημεῖο αὐτό άπό τούς Πατέρες. Ἀς περιοριστοῦμε γιά παράδειγμα μόνο στό Μ. Βασίλειο. Καί ἄς κλείσουμε τήν παράγραφο μέ τήν εὔστοχη σχετική ρήση τοῦ Ιωάννη τῆς Κλίμακος: «οχ ὅτε βούλεται ὁ πενθῶν, οτος κάλλος πένθους ἔφθασεν, ἀλλ’ ὁ ἐν οἷς βούλεται οὐδέ ὁ ἐν οἷς βούλεται, ἀλλ’ ὁ καθώς Θεός βούλεται».

          Ὡστόσο ή συνειδητοποίηση τῆς ἁμαρτωλότητας περικλείει καί ἄλλους κινδύνους γιά ἐκτροπὴ τῆς μετάνοιας ἀπό τό σωστό της δρόμο. Ἕνας ἀπό αὐτούς, πού θεωρείται ἀπό τούς πιό σοβαρούς, εἶναι ἡ ἀπόγνωση, δηλαδή ἡ ἀμφιβολία πού διαμορφώνεται σέ πεποίθηση, ὅτι ὁ ἁμαρτωλός δέν εἶναι ἄξιος τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ἡ πεποίθηση αὐτή εἶναι βασικά προϊόν τοῦ ἐγωισμοῦ, γιατί τὀ ἐπίκεντρό της βρίσκεται στήν ἀσυνείδητη ὑπερεκτίμηση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται μέ πολλούς τρόπους. Δύο ἀπό τούς πιό βασικούς εἶναι ἡ βεβαιότητα ὅτι τά ἁμαρτήματα ξεπερνούν τήν ἀνοχή τοῦ Θεού καί ή ἰδιόμορφη ἀντίληψη περί ἀξιοπρεπείας, ὅτι, δῆθεν, ὁ ἁμαρτωλός δέν ἔχει θέση στό χῶρο τῶν σωσμένων.

Ὁ ᾿Ισίδωρος Πηλουσιὠτης, γράφοντας γιά τήν ἀπόγνωση, τή θεωρεῖ χειρότερη καί ἀπό τήν ἔλλειψη μετάνοιας. Ἡ σχετική άποψή του εἶναι ὅτι ἡ ἀπόγνωση ἀποτελεῖ κακό ἀθεράπευτο, ἐνῶ ἡ ἔλλειψη μετάνοιας «εἰς θεραπείαν βαδιεῖται», καί τοῦτο, γιατί ἡ πρώτη εἶναι ἀποτέλεσμα «παραλογισμοῦ καί ἀπάτης» ἀπὸ τὸ δαίμονα, ἐνῶ ἡ δεύτερη εἶναι προϊόν «κρίσεως διεφθαρμένης».

          Εἰδική τέλος μορφή παραχάραξης τῆς μετάνοιας, πού ἔχει κι αὐτή τήν ἀφετηρία της στόν ἐγωισμό, εἶναι ἡ ὑπερβολή τόσο τῆς θλίψης ὅσο καί τῶν σχετικῶν ἐξωτερικῶν ἐκδηλώσεών της. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος λησμονεῖ ὅτι εἶναι μιά ὕπαρξη πεπερασμένη κι ὡς τέτοια εἶναι φυσικό, ὅτι ἡ ἁμαρτία του δὲν μπορεῖ νά ξεπερνά τά ὅρια τῆς ύπαρξής του. Τό ίδιο, ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο, ἰσχύει καί γιά τὸ πρῶτο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τούς ἀποστάτες ἀγγέλους. Καί τὸ δικό τους παράπτωμα κεῖται στά πλαίσια τῶν ὁρίων τῆς δικῆς τους φύσης. Ἂν ὁ διάβολος διέπραττε τό τέλειο ἁμάρτημα, πού δέν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ τέλεια μορφή ἐγωισμοῦ, θά αὐτοδιαλυὀταν, μέ ἀλλα λόγια θά κατέστρεφε τήν ὕπαρξή του, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά μεταβληθεῖ σέ μή ὄν. Καί δὲν μπορεῖ νά συνέβαινε κάτι τό διαφορετικό, γιατί ἄν ὁ ἐγωισμός, ὡς ἔλλειψη ἀγάπης, ἡ ὁποία συγκροτεῖ τόσο τήν ὕπαρξη ὅσο καί τό πρόσωπο, ἔφτανε στό ἀκραῖο ὅριό του, θά ὁδηγοῦσε στήν ἀνυπαρξία. Τέτοια, ὅμως, δυνατότητα δέν ἔχει κανένα δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, γιατί διαφορετικά θά ἔφτανε κανείς ὑποχρεωτικά στήν ἀποδοχή τοῦ δυαλισμοῦ. ᾽Ακριβῶς γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας διδάσκει ὅτι ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ὄν, ἀλλὰ γεγονός τῆς προαίρεσης.

Μέ τό νά δέχεται κανείς τό πεπερασμένο τοῦ ανθρώπινου ἁμαρτήματος, πρέπει ἐπίσης νά δεχθεί καί τήν ὕπαρξη ὁρίων στήν ἀνθρώπινη μετάνοια. Κάθε διάθεση ὑπέρβασης τῶν ὁρίων αὐτῶν ὑποδηλὠνει τήν ὕπαρξη ἄποψης γιά τή δυνατότητα ὀντολογικοῦ ξεπεράσματος τῆς ανθρώπινης φύσης. Μιά τέτοια, ὅμως, ἄποψη καταδικάστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ἤδη ἀπὸ τὴν έποχή τῶν γνωστικῶν αἱρέσεων.

᾽Εκτός, ὅμως, ἀπὸ τὸν παραπάνω λόγο, πού ἀπορρίπτει τήν ὑπερβολή στή μετάνοια, ὑπάρχει κι ἕνας δεύτερος ἐξίσου οὐσιαστικός. Ὁ λόγος αὐτός σχετίζεται μέ τόν κίνδυνο πού διατρέχει ὁ μετανοῶν νά θεωρήσει τήν ὑπερβολή τῆς μετάνοιάς του ὡς τό αἵτιο τῆς ἄφεσης καί νά παραγνωρίσει ἔτσι τὸ γεγονός ὅτι το αίτιο αὐτό εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἕνας τρίτος λόγος γιά τήν ἀπόρριψη τῆς ὑπερβολῆς στή μετάνοια σχετίζεται ἄμεσα μέ τήν πραγματική ζωή τοῦ πιστοῦ. Σέ ἀμφιβαλλόμενο ἔργο τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ δηλώνεται σαφῶς ὅτι ἡ ὑπερβολή τῆς μετάνοιας εἶναι ἔργο τοῦ σατανᾶ. Μέ τό πρόσχημα τῆς εὐλάβειας παρασύρει τόν άνθρωπο σέ ἄμετρη λύπη, ἡ οποία τελικά τόν ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια. Γι’ αὐτό ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος διαστέλλει τό σατανικό πένθος ἀπό τό σωτηριῶδες πού, ὅποιος ἔχει τό δεύτερο, γιορτάζει καθημερινά καί γελᾶ πραγματικά, γιά νά καταλήξει: «Ο δεῖται, ὦ οὗτοι, οὐδέ βούλεται ὁ Θεός νθρωπον ἐξ ὀδύνης καρδίας πενθεῖν ἀλλ’ ἤ μᾶλλον ἐξ ἀγάπης τῆς πρός αὐτόν, ἐν γέλωτι ψυχῆς ἀγάλλεσθαι».

Ἢ μέ τά λόγια τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «...στέναξον, να διηνεκῶς εθυμῇς. Καί γάρ εἰ ἡλγοῦμεν ἐπί τοῖς ἁμαρτήμασιν... οὐδὲν ἂν ἄλλο ἡμᾶς ἐλύπησε, τῆς ὀδύνης ταύτης πᾶσαν θυμίαν παρωθουμένης. στε καί ἕτερον ἂν ἐκερδαίνομεν μετά τῆς ἐξομολογήσεως, τό μή βαπτίζεσθαι τοῖς λυπηροῖς τοῦ παρόντος βίου, μηδέ φυσᾶσθαι τοῖς λαμπροῖς».

 

**Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντνος Μητρόπουλος

ερατικός Προϊστάμενος Μητροπολιτικο Ναο Καλαβρύτων

Γενικός ρχιερατικός πίτροπος Καλαβρύτων

e-shop

eshop.png

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

  • Διεύθυνση: Ρωμανιώλη 41, Αίγιο
  • Τηλέφωνα: 26910-21776 & 26910-21777
  • Φαξ: 26910-60127
  • E-mail: imkaigial@gmail.com

Στατιστικά

  • Εμφανίσεις Άρθρων 852037